Η τραγωδία των Τεμπών σφράγισε ανεξίτηλα την ελληνική κοινωνία. Ο πόνος των οικογενειών και η οργή των πολιτών δημιούργησαν έναν συλλογικό αγώνα για δικαιοσύνη που δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κομματικές φιλοδοξίες. Η πρόθεση της κυρίας Μαρίας Καρυστιανού να ιδρύσει νέο πολιτικό κόμμα ανοίγει μια συζήτηση κρίσιμη για τη διάκριση μεταξύ συλλογικού αγώνα και προσωπικής πολιτικής στρατηγικής.
Καμία αμφισβήτηση δεν υπάρχει για το δικαίωμα κάθε πολίτη να συμμετέχει στην πολιτική ζωή, ακόμα και για γονείς θυμάτων των Τεμπών. Όμως η ίδρυση κόμματος είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση από τον αγώνα για δικαίωση των θυμάτων. Η πολιτική δεν περιορίζεται σε μια σημαία ή σε ένα σύνθημα· απαιτεί ξεκάθαρες θέσεις για οικονομία, παιδεία, εξωτερική πολιτική, ασφάλεια και κοινωνική δικαιοσύνη. Ο διαχωρισμός αυτός είναι κρίσιμος για να μην χάσει ο συλλογικός αγώνας την καθαρότητά του.
Η ίδρυση νέου κόμματος γύρω από την τραγωδία των Τεμπών δεν είναι ουδέτερη πολιτική κίνηση. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων δείχνει ότι τα νέα «διάττοντα» κόμματα εμφανίζονται με ενθουσιασμό και χάνονται γρήγορα, αφήνοντας ελάχιστο πολιτικό αποτύπωμα. Στην πραγματικότητα, μια τέτοια κίνηση τροφοδοτεί την κυβέρνηση, η οποία μπορεί να μετατοπίσει τη δημόσια συζήτηση από την ουσία —την τραγωδία και τις ευθύνες— σε ένα ευρύτερο, πολιτικό πεδίο όπου η αντιπαράθεση είναι πιο θολή και πιο δύσκολα διακριτή για την κοινωνία.
Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η κυρία Καρυστιανού θα αναπτύξει ολοκληρωμένες θέσεις για κρίσιμα ζητήματα. Και η αλήθεια είναι ότι, χωρίς ξεκάθαρο πρόγραμμα, η πολιτική δράση της κινδυνεύει να συγχέει την επιθυμία για δικαιοσύνη με την προσωπική προβολή. Το πολιτικό πεδίο απαιτεί αποφάσεις σε αντικρουόμενα ερωτήματα: δημόσια ή ιδιωτικά μέσα μαζικής μεταφοράς, δημόσια ή ιδιωτικά πανεπιστήμια, φορολόγηση του κεφαλαίου, ρόλος των ενόπλων δυνάμεων στο εξωτερικό. Σε όλα αυτά, οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν τις θέσεις κάθε κόμματος, αλλιώς η αντιπαράθεση γίνεται επιφανειακή και η κοινωνία παραπλανιέται.
Η πολιτική θέση της κυρίας Καρυστιανού κινείται στο δίπολο «σύστημα – αντισύστημα», με αποτέλεσμα η εκλογική της βάση να είναι οριζόντια και κυρίως αναποτελεσματική απέναντι σε οργανωμένα πολιτικά ρεύματα. Οι μεγαλύτερες δεξαμενές ψηφοφόρων της προέρχονται από Βελόπουλο και Κωνσταντοπούλου, με περιορισμένη δυναμική ανανέωσης. Η πρώτη φάση μπορεί να συγκεντρώσει αναποφάσιστους ή απολιτίκ, αλλά η πολιτική πραγματικότητα δεν επιτρέπει επιβίωση με μια μόνο σημαία: οι Τεμπές δεν μπορούν να γίνουν πανεθνικό πρόγραμμα.
Το οργανωτικό βάρος ενός νέου κόμματος είναι τεράστιο. Η προσπάθεια να συγκεντρωθούν ψηφοδέλτια σε όλη τη χώρα, να ενοποιηθούν διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές «φυλές», από ακτιβιστές αριστερούς μέχρι παραεκλογικούς κύκλους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποδομηθεί στην πορεία. Ο κίνδυνος φθοράς και εσωτερικών συγκρούσεων είναι μεγάλος, και η κοινωνία δεν θα δείξει καμία ανοχή σε ένα κόμμα που χρησιμοποιεί την τραγωδία ως μέσο προβολής.
Ο συλλογικός αγώνας για δικαιοσύνη δεν μπορεί να γίνει εργαλείο προσωπικής ή πολιτικής στρατηγικής. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η δημιουργία ενός νέου κόμματος μεταφέρει τη συζήτηση από τις ευθύνες και τη συγκάλυψη στο γενικό πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αυτό σημαίνει ότι οι πραγματικοί στόχοι του αγώνα, η απόδοση ευθυνών και η προστασία της μνήμης των θυμάτων, κινδυνεύουν να υποβαθμιστούν σε κομματικό παιχνίδι.
Στην ουσία, η καθαρή φωνή των Τεμπών δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα στον θόρυβο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο αγώνας για δικαιοσύνη απαιτεί ανεξαρτησία από κομματικές φιλοδοξίες, συνέπεια και διαφάνεια. Αν αυτό χαθεί, η κοινωνία θα πληρώσει το τίμημα με την αδράνεια και την παραπλάνηση.
Η ίδρυση κόμματος μπορεί να αποτελεί προσωπικό δικαίωμα, αλλά δεν πρέπει να συγχέεται με τον αγώνα για τα Τέμπη. Η κοινωνία πρέπει να διαφυλάξει την ακεραιότητα αυτού του αγώνα και να μην επιτρέψει σε κανέναν να τον χρησιμοποιήσει για πολιτική καριέρα. Στο τέλος, η δικαίωση των θυμάτων είναι υπέρτατη και δεν μπορεί να θυσιαστεί στο βωμό προσωπικών φιλοδοξιών.