Σε δεινή θέση βρίσκεται για μια ακόμη χρονιά η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, ιδίως όσες σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη μαζική κατανάλωση. Η ακρίβεια που συνεχίζεται αυξάνοντας διαδοχικά τις τιμές, έστω και με ηπιότερους ρυθμούς, η διατήρηση υπερβολικών για τα δημοσιονομικά δεδομένα έμμεσων φόρων, η σχετική σταθεροποίηση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος σε απαγορευτικά επίπεδα και η οικονομική στενότητα που βιώνουν επτά στους δέκα Έλληνες, είναι πλέον τα κύρια χαρακτηριστικά στην οικονομία της καθημερινότητας.
του Προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ κ. Γιώργου Καββαθά
Η καταγεγραμμένη άνοδος της κατανάλωσης σε αξία, συνοδεύεται από μείωση του όγκου κατανάλωσης και μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων που αγωνιούν να διατηρήσουν μερίδιο αγοράς απορροφώντας μεγάλο μέρος του αυξημένου κόστους λειτουργίας και πρώτων υλών. Την ίδια στιγμή η εμμονή διατήρησης φορολογικών επιβαρύνσεων επί υποθετικών και ανύπαρκτων εισοδημάτων (τεκμαρτός φόρος), η βεβιασμένη ψηφιοποίηση της δημόσιας γραφειοκρατίας που αυξάνει το κόστος και το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις όπως και τις ανάγκες συχνής αντικατάστασης λειτουργικού εξοπλισμού και αναβάθμισης λογισμικών, διαμορφώνουν συνθήκες ασφυξίας σε όλο και περισσότερους επαγγελματίες.
Ειδικά η εστίαση, αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερη πίεση, καθώς η διαρκής μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών υποχρεώνει σε περικοπές, με πρώτη επιλογή να συνιστά ο δραστικός περιορισμός των εξόδων διασκέδασης. Ακόμα και η αύξηση των επισκεπτών στις τουριστικές περιοχές και τις δημοφιλείς πόλεις δεν έχει αντίκρισμα στην κερδοφορία των επιχειρήσεων καθώς μειώνεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά η δαπάνη ανά επισκέπτη. Ο κλάδος της εστίασης άλλωστε, όπως καταγράφεται και από την ΕΛΣΤΑΤ, έχει συμπληρώσει τέσσερα διαδοχικά τρίμηνα μείωσης του συνολικού τζίρου παρά την αύξηση των τιμών που επήλθαν ως αποτέλεσμα της αύξησης κατά 40% περίπου του ενεργειακού κόστους τα τελευταία τρία χρόνια και της μεγάλης αναπροσαρμογής στις τιμές τροφίμων το ίδιο διάστημα.
Τα κέρδη επίσης συμπιέζονται και από τη διατήρηση υψηλών προμηθειών αλλά και συνοδών υπηρεσιών από τις τράπεζες που εξακολουθούν να στηρίζουν την κερδοφορία τους στους επαγγελματίες χρεώνοντάς τους προμήθειες ακόμα και στον εισπραττόμενο και αποδιδόμενο στο κράτος ΦΠΑ.
Οφείλω τέλος να υπογραμμίσω κάτι που διαφεύγει της προσοχής στον δημόσιο τουλάχιστον λόγο και συνδέεται με την επίμονη και επίπονη ακρίβεια. Οι επαγγελματίες εκτός του πολλαπλάσιου συνολικού κόστους των επιχειρήσεών τους είναι υποχρεωμένοι να ανταποκριθούν και στο επίσης αυξημένο κόστος διαβίωσης των οικογενειών τους. Η απώλεια κερδών για τις επιχειρήσεις συνεπάγεται και αναγκαστικές περικοπές στις δαπάνες των νοικοκυριών των ελεύθερων επαγγελματιών, γεγονός που τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο ύφεσης στην οικονομία της καθημερινότητας.
Απόδειξη όλων των παραπάνω, είναι αναμφίβολα και η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το κράτος από την φορολογία εισοδήματος, ένα δείκτης που αποκαλύπτει με περισσή ευκρίνεια την πραγματική κατάσταση των επιχειρήσεων.
Είναι επομένως η πολλοστή φορά την τελευταία δεκαπενταετία που οι επιχειρήσεις έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στο Δώρο των Χριστουγέννων προκειμένου να καλύψουν τις απώλειες της χρονιάς, να καλύψουν μέρος έστω των υποχρεώσεών τους, να διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα ότι «που θα πάει θα γυρίσει κάποια στιγμή ο τροχός και θα ξεκολλήσει από την συνεχή οικονομική στενότητα».
Σε κάθε περίπτωση, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, συνεχίζουμε να δίνουμε καθημερινά ένα αγώνα επιβίωσης και βιοπορισμού. Έχοντας επιδείξει ανθεκτικότητα όλα τα προηγούμενα χρόνια, είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσομε να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε για εμάς και τις οικογένειές μας, για τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις μας και τις οικογένειές τους, για τους ανθρώπους που μας εμπιστεύονται και μας στηρίζουν όλα αυτά τα χρόνια. Το ζητούμενο όμως παραμένει να αντιληφθεί και η Πολιτεία την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων που αν και αποτελούν τον στυλοβάτη της ελληνικής κοινωνίας δεν χαίρουν της αντίστοιχης προσοχής που απαιτείται.