Γράφει ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος*
Η πρόσφατη σύνοδος-συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρώσο ομόλογό του Βλάντιμιρ Πούτιν στην Αλάσκα και η υποδοχή του ενοίκου του Λευκού Οίκου στον Ουκρανό Πρόεδρο Βολόντιμιρ Ζελένσκι και σε Ευρωπαίους ηγέτες αποτέλεσαν δύο προσπάθειες εξεύρεσης λύσης για τον πόλεμο που ξεπέρασε πλέον τα 3,5 χρόνια ύπαρξης.
Η ειρηνευτική πρωτοβουλία Τραμπ -σε μια προσπάθειά του να πλασαριστεί ως «ειρηνοποιός», ακολουθώντας πάντα τις τακτικές του επιχειρηματία προς όφελος του αμερικανικού κεφαλαίου (εξοπλισμοί, σπάνιες γαίες Ουκρανίας, κ.ά.- αποτελεί μία σκληρή παρτίδα πολιτικού «πόκερ» μεταξύ ηγετών μεγάλων δυνάμεων τόσο για τη λήξη του πολέμου όσο, κυρίως, για την επόμενη ημέρα.
Στην υφιστάμενη συγκυρία, στη δημόσια σφαίρα, γίνεται λόγος για επαφές ηγετών μεταξύ εμπλεκομένων και μη χωρών, ωστόσο τι γίνεται με τους διεθνείς οργανισμούς; Ποιος είναι ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας στις προσπάθειες ειρήνευσης και εξεύρεσης βιώσιμης λήξης για την Ουκρανία; Μπορεί ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών να αποτελέσει έναν προωθητικό παράγοντα για τον τερματισμό του πολέμου;
Μία βασική και συνάμα τρομακτική διαπίστωση που προκύπτει είναι η αδυναμία εξεύρεσης συλλογικών λύσεων και απαντήσεων και ταυτόχρονα μία «καχεξία» του πολυμερούς συστήματος στον πλανήτη, είτε πρόκειται για τους διεθνείς οργανισμούς είτε για πτυχές του όπως το διεθνές δίκαιο.
Πριν από 80 χρόνια, ο ΟΗΕ ιδρύθηκε με βασικό στόχο να προστατεύει την ανθρωπότητα από τη μάστιγα του πολέμου. Το πολυμερές σύστημα των Ηνωμένων Εθνών και το σύστημα παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης που θεμελίωσε η διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, με την ίδρυση διεθνών οικονομικών οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, ασφαλώς και χαράχθηκαν με τις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές και στα μέτρα των νικητών του πολέμου (ΗΠΑ, Βρετανίας)· όμως, αποτέλεσαν και συλλογικές απαντήσεις των κρατών του πλανήτη που θέλησαν να αποτρέψουν μία συλλογική καταστροφή όπως ο Β’ Π.Π.
Η βασική κριτική που ασκείται στον ΟΗΕ σχετίζεται με την αναποτελεσματικότητά του και την αδυναμία του να συμβάλει καθοριστικά στις προσπάθειες αποτροπής ή τερματισμού μίας ένοπλης σύρραξης όπως αυτή της Ουκρανίας. Η αναποτελεσματικότητα αυτή όμως αποτελεί εν μέρει το αποτέλεσμα των ίδιων των χρηματοδοτικών πρακτικών των κρατών-μελών του Οργανισμού. «Ό,τιδήποτε κι αν συμβεί από εδώ και πέρα, ένα πράγμα θα πρέπει να είναι σαφές: Οι χώρες παίρνουν τον ΟΗΕ που χρηματοδοτούν» έγραψαν σε πρόσφατο άρθρο τους στο Project Syndicate οι Nilima Gulrajani και John Hendra[1]. Μερικές από τις πρώτες κινήσεις της δεύτερης προεδρικής θητείας του Ντοναλντ Τραμπ στις αρχές του 2025 ήταν η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών και της κομβικής χρηματοδότησής τους από σειρά υπηρεσιών του ΟΗΕ, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών (UNHRC), τη Διεθνή Υπηρεσία για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες (UNRWA), υπό το πρόσχημα της «αντιαμερικανικής προκατάληψης».
Ένα μεγάλο ζήτημα που αντιμετωπίζει ο ΟΗΕ είναι η κρίση ρευστότητας, με τους πόρους να συρρικνώνονται ολοένα και περισσότερο την τελευταία επταετία, σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα του Οργανισμού Αντόνιο Γκουτέρες. Ειναι ενδεικτικό ότι τον περασμένο Μάρτιο μόλις 75 από τα 193 κράτη-μέλη του ΟΗΕ είχαν καταβάλει πλήρως τις οφειλόμενες συνεισφορές τους στον προϋπολογισμό των 3,72 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το 2025, ο οποίος εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση τον Δεκέμβριο του περασμένου 2024. Πέρυσι, σύμφωνα πάντα με τον ΟΗΕ, 152 χώρες-μέλη είχαν καταβάλει πλήρως το ποσό που τους αντιστοιχούσε έως τις 31 Δεκεμβρίου, ενώ το 2023 ο αριθμός αυτός ανερχόταν στα 142 κράτη. Τον Μάιο, ο ΟΗΕ γνωστοποίησε[2] ότι ήταν αντιμέτωπος με πτώση συνεισφορών που άγγιζε τα 2,4 δισ. δολάρια σε υποχρεώσεις κρατών-μελών για τον προϋπολογισμό του Οργανισμού και 2,7 δισ. προς τις ειρηνευτικές του δράσεις. Ο ΟΗΕ προειδοποίησε ότι η κατάσταση αυτή «ενέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει την αξιοπιστία του ΟΗΕ και την ικανότητά του να εκπληρώνει τις αποστολές που του έχουν ανατεθεί από τα κράτη-μέλη». Όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, ο ΟΗΕ βρίσκεται εγκλωβισμένος απέναντι στις εξελίξεις, με τον λόγο του να αποτελεί απλώς μία δημόσια καταγραφή συστάσεων.
Το 1920, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδρύθηκε η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) με στόχο να αποτρέψει άλλες πολεμικές συγκρούσεις παρόμοιας κλίμακας. Αποτέλεσε την πρώτη συλλογική προσπάθεια κρατών με σχετικό στόχο, όμως το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι καταστροφικές του συνέπειες σφράγισαν την παταγώδη αποτυχία της ΚτΕ. Μία τέτοια αποτυχία δεν θα πρέπει να επαναληφθεί στη σύγχρονη εποχή, την ώρα που σύγχρονες προκλήσεις στον πλανήτη, όπως η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης και η ψηφιακή μετάβαση, απαιτούν συλλογικές απαντήσεις και διαχείριση και όχι προσεγγίσεις σε επίπεδο κράτους. Ενδεικτικό του προβληματικού στάτους του πολυμερούς συστήματος που εγκαθίδρυσε μεταπολεμική η Δύση είναι οι διακηρύξεις της ομάδας χωρών των ΒRICS+ για προώθηση μίας εναλλακτικής πολυμέρειας απέναντι στην κατάσταση που διαμορφώνουν οι μονομερείς πρακτικές Τραμπ.
Με αφορμή την 80η επέτειο του ΟΗΕ, μιλώντας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού, ο Αντόνιο Γκουτέρες τόνισε ότι «πρέπει να ανανεώσουμε τη δέσμευσή μας στο πολυμερές πνεύμα της ειρήνης μέσω της διπλωματίας». Μπορεί, όμως, σε έναν πολυπολικό κόσμο πολυδιάστατων εντάσεων, η πολυμέρεια να επικρατήσει της μονομέρειας; Η απάντηση είναι ότι ναι μπορεί, αρκεί να υπάρξει η απαραίτητη πολιτική βούληση, που θα προκύψει μέσα από τις επιλογές των εκλογικών σωμάτων στον πλανήτη. Προς το παρόν, οι συνθήκες και η πολιτικοί συσχετισμοί με την άνοδο δυνάμεων του ακροδεξιού λαϊκισμού στις ηγεσίες ισχυρών κρατών δίνουν αρνητική απάντηση.
[1] https://www.ips-journal.eu/topics/foreign-and-security-policy/multilateralism-in-the-red-8485/
[2] https://news.un.org/en/story/2025/05/1163436
*συντονιστής Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων Ινστιτούτου ΕΝΑ, υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πειραιώς