Η ψυχεδελική μπάντα που ενέπνευσε τους πρωτοπόρους της Silicon Valley και γέννησε τις πρώτες διαδικτυακές κοινότητες.
Η Silicon Valley έχει βαθιές ρίζες στα αντικουλτούρα κινήματα της δεκαετίας του ’60. Οι Grateful Dead αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και σημείο συνάντησης για τους πρώτους τεχνολογικούς πρωτοπόρους, πολύ πριν το διαδίκτυο κατακτήσει τον κόσμο.
Οι Grateful Dead δεν ήταν απλώς μια μπάντα, αλλά ένας ολόκληρος τρόπος ζωής. Ξεκινώντας ως τοπικό μπλουζ συγκρότημα με το όνομα The Warlocks, εξελίχθηκαν σε house band των περίφημων “Acid Tests” του συγγραφέα Ken Kesey. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, είχαν καθιερωθεί ως εμβληματική παρουσία στη μουσική σκηνή των ΗΠΑ.
Οι Grateful Dead συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της αντικουλτούρας του San Francisco, συνδυάζοντας folk, Americana και ανατολική πνευματικότητα με πειραματισμούς σε τεχνολογικά μέσα του μέλλοντος. Η επιρροή τους όμως ξεπέρασε τα όρια της μουσικής και της κουλτούρας των ναρκωτικών των ’60s.
Με τη συμβολή τεχνολογικά καταρτισμένων θαυμαστών τους, οι Grateful Dead έγιναν ο πυρήνας αυτού που πολλοί θεωρούν την πρώτη πραγματική διαδικτυακή κοινότητα. Οι ιδέες που γεννήθηκαν σε αυτό το πρωτοποριακό ψηφιακό περιβάλλον συνεχίζουν να επηρεάζουν την καθημερινότητά μας μέχρι σήμερα.
Από τη σκηνή στη διαδικτυακή κοινότητα
Οι θαυμαστές των Grateful Dead, γνωστοί ως “Deadheads”, ενθαρρύνθηκαν από την τεχνολογική τόλμη του συγκροτήματος—από τα πρωτοποριακά ηχητικά συστήματα έως τα εντυπωσιακά πολυμέσα στα live. Πολλοί από αυτούς εργάζονταν ήδη στη Silicon Valley ή σε πανεπιστήμια με πρόσβαση στην πρώιμη τεχνολογία του διαδικτύου, την οποία χρησιμοποιούσαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 για να ανταλλάσσουν setlists ή ακόμη και παράνομα προϊόντα.
Στη δεκαετία του 1980, πολύ πριν την εμφάνιση του World Wide Web, δημιουργήθηκε η διαδικτυακή κοινότητα The Well (Whole Earth ‘Lectronic Link) στην περιοχή του κόλπου του San Francisco. Το Well εξελίχθηκε σε μία από τις πιο επιδραστικές πλατφόρμες στην ιστορία του διαδικτύου—και η μακροβιότητά του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους φανατικούς Deadheads.
Το Well προέκυψε από ένα εγχείρημα του συγγραφέα, ακτιβιστή και επιχειρηματία Stewart Brand. Στη δεκαετία του 1970, ο Brand δημιούργησε τον έντυπο κατάλογο Whole Earth Catalog, εμπνευσμένος από το κίνημα επιστροφής στη φύση που εξαπλωνόταν τότε στις ΗΠΑ. Ο κατάλογος είχε ως σύνθημα “access to tools”, προσφέροντας πρακτικά εργαλεία για οικολογική διαβίωση αλλά και βιβλία στοχαστών όπως οι Buckminster Fuller και Marshall McLuhan, για όσους αναζητούσαν έναν πιο ουσιαστικό τρόπο ζωής.
Η γέννηση της ψηφιακής κοινότητας Well
Ο Whole Earth Catalog γνώρισε τεράστια επιτυχία, πουλώντας πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα έως το 1972. Ο γιατρός και ακτιβιστής Larry Brilliant, ιδιοκτήτης της Networking Technologies International, πρότεινε στον Brand να μεταφέρει τον κατάλογο online—μια επαναστατική ιδέα τότε. Ο Brilliant παρείχε χρηματοδότηση και εξοπλισμό, ενώ ο Brand ανέλαβε να καλλιεργήσει την κουλτούρα της νέας κοινότητας. Έτσι, το 1985, το Well βγήκε στον “αέρα”.
Το Well λειτούργησε ως ένα από τα πρώτα επαγγελματικά “bulletin board systems” (BBS) με δυνατότητα πολλαπλών χρηστών ταυτόχρονα—μέχρι και 50 άτομα μπορούσαν να συνομιλούν συγχρόνως, κάτι πρωτόγνωρο τότε. Σε αντίθεση με εμπορικές υπηρεσίες όπως η CompuServe, είχε στο επίκεντρο την αντικουλτούρα φιλοσοφία και ενθάρρυνε τη διάδραση μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων προς όφελος της κοινωνικής αλλαγής.
Ο ελεύθερος δημοσιογράφος Howard Rheingold, πιστός αναγνώστης του Whole Earth Catalog, ήταν από τους πρώτους χρήστες του Well. Όπως λέει ο ίδιος: “Το γράψιμο είναι μοναχικό… Στο Well μπορούσα να συνομιλώ όταν ήθελα διάλειμμα”. Ο Rheingold εισήγαγε τον όρο “virtual community” στο βιβλίο του το 1992, προβλέποντας ότι τα δίκτυα υπολογιστών θα άλλαζαν ριζικά τη ζωή μας στο μέλλον.
Οι Deadheads κάνουν το Well παγκόσμιο φαινόμενο
Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Well συμμετείχαν δημοσιογράφοι, τεχνολόγοι και εξέχοντα μέλη της Silicon Valley. Το σύστημα προέτρεπε τους χρήστες: “You own your own words“, τονίζοντας την ανεξαρτησία και την αξία του περιεχομένου που δημιουργούν οι ίδιοι οι χρήστες—μια πρωτοποριακή ιδέα για την εποχή.
Ο μουσικός και DJ David Gans, μαζί με τους Bennett Falk και Mary Eisenhart, δημιούργησαν το πρώτο φόρουμ για τους Grateful Dead στο Well. Η Eisenhart θυμάται πώς τα fanzines των Deadheads περιλάμβαναν γράμματα από μοναχικούς θαυμαστές που αναζητούσαν επαφή με άλλους ομοϊδεάτες. Το Well τους έδωσε αυτή τη δυνατότητα, ξεπερνώντας γεωγραφικά εμπόδια.
Η δημοτικότητα του φόρουμ εκτοξεύθηκε γρήγορα—παρά το κόστος συμμετοχής (2 δολάρια/ώρα σύνδεσης και 8 δολάρια συνδρομή), οι Deadheads έγιναν οικονομικός πυλώνας για όλη την πλατφόρμα. Οι συζητήσεις ήταν τόσο έντονες που δημιουργήθηκαν πολλαπλά forums ανά θεματολογία: περιοδείες, εισιτήρια, ηχογραφήσεις συναυλιών ακόμα και ανάλυση στίχων από τους Robert Hunter και John Perry Barlow.
Η κληρονομιά των Grateful Dead στον ψηφιακό κόσμο
John Perry Barlow, στιχουργός των Grateful Dead και πρωτοπόρος στον χώρο της τεχνολογίας, υπήρξε κεντρικό πρόσωπο στη γέφυρα μεταξύ μουσικής και διαδικτύου. Με καταγωγή από το Wyoming και εμπειρίες δίπλα στον Timothy Leary, ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους υπολογιστές όταν επέστρεψε στο οικογενειακό ράντσο—ένα ενδιαφέρον που οδήγησε αργότερα στη συνδιαμόρφωση της ψηφιακής κουλτούρας.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι Grateful Dead διέθεταν μια εθνικά διασκορπισμένη κοινότητα που επικοινωνούσε μέσω συναυλιών ή ταχυδρομικής λίστας. Σύμφωνα με τον Gans, μία από τις πρώτες μη-τεχνικές ομάδες στο Arpanet—τον πρόδρομο του διαδικτύου—αφορούσε συζητήσεις γύρω από τους Grateful Dead. Το πέρασμα στον κυβερνοχώρο ήταν απλώς το επόμενο φυσικό βήμα για αυτούς τους πρωτοπόρους της δικτύωσης.
Πηγή: BBC