Μια νέα, ιδιαίτερα οξεία σύγκρουση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης ανοίγει στο πεδίο της ψηφιακής πολιτικής και της τεχνολογικής ισχύος, με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλει απαγόρευση χορήγησης βίζας σε πέντε εξέχουσες ευρωπαϊκές προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν στην εκστρατεία για τη ρύθμιση των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών.
Στο στόχαστρο της Ουάσινγκτον βρέθηκε, μεταξύ άλλων, ο πρώην επίτροπος της ΕΕ Τιερί Μπρετόν, βασικός αρχιτέκτονας του Κανονισμού για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act – DSA), καθώς και τέσσερις ακτιβιστές κατά της παραπληροφόρησης από τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι απαγορεύσεις βίζας και το μήνυμα της κυβέρνησης Τραμπ
Την απόφαση υπερασπίστηκε δημόσια ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος κατηγόρησε «ιδεολόγους στην Ευρώπη» ότι επιχειρούν να εξαναγκάσουν αμερικανικές πλατφόρμες να τιμωρούν απόψεις που δεν τους αρέσουν. Όπως έγραψε στο X, η κυβέρνηση Τραμπ «δεν θα ανεχθεί πλέον πράξεις εξωεδαφικής λογοκρισίας».
Για την Ουάσινγκτον, ο DSA συνιστά ουσιαστικά μηχανισμό λογοκρισίας, ο οποίος περιορίζει υπέρμετρα την ελευθερία της έκφρασης και στοχοποιεί δυσανάλογα αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας και πολίτες των ΗΠΑ. Η διαμάχη, ωστόσο, ξεπερνά κατά πολύ το ζήτημα ενός κανονισμού και αγγίζει τον πυρήνα της παγκόσμιας σύγκρουσης ισχύος γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, τις πλατφόρμες και τον έλεγχο της πληροφορίας.
Οργισμένη αντίδραση Μακρόν και Βρυξελλών
Η αντίδραση της Ευρώπης υπήρξε άμεση και σφοδρή. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν μίλησε για «εκφοβισμό και καταναγκασμό» που υπονομεύουν την ευρωπαϊκή ψηφιακή κυριαρχία, τονίζοντας ότι οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί υιοθετήθηκαν μέσω δημοκρατικών και κυρίαρχων διαδικασιών και εφαρμόζονται αποκλειστικά εντός της ΕΕ.
«Οι κανόνες που διέπουν τον ψηφιακό χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν να καθορίζονται εκτός Ευρώπης», υπογράμμισε, στέλνοντας σαφές μήνυμα προς την Ουάσινγκτον.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Νοέλ Μπαρό δήλωσε ότι οι λαοί της Ευρώπης είναι «ελεύθεροι και κυρίαρχοι» και δεν μπορούν να αποδεχθούν την επιβολή κανόνων από τρίτους.
Μπρετόν: «Η λογοκρισία δεν είναι εκεί που νομίζετε»
Ο ίδιος ο Τιερί Μπρετόν αντέδρασε με αιχμηρό τόνο, κάνοντας λόγο για «επιστροφή στο κυνήγι μαγισσών του Μακαρθισμού». Υπενθύμισε ότι ο DSA εγκρίθηκε από το 90% του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ομόφωνα από όλα τα κράτη-μέλη, σημειώνοντας προς τους «Αμερικανούς φίλους» ότι «η λογοκρισία δεν είναι εκεί που νομίζετε».
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την πλευρά της, καταδίκασε κατηγορηματικά τις «αδικαιολόγητες» κυρώσεις, ζήτησε εξηγήσεις από τις αμερικανικές αρχές και προειδοποίησε ότι, εάν χρειαστεί, θα απαντήσει «γρήγορα και αποφασιστικά» για να υπερασπιστεί την κανονιστική της αυτονομία.
Γερμανία και Ευρωκοινοβούλιο στο πλευρό των στοχοποιημένων
Το γερμανικό υπουργείο Δικαιοσύνης εξέφρασε πλήρη στήριξη στους δύο Γερμανούς ακτιβιστές που επλήγησαν από το μέτρο, χαρακτηρίζοντας τις απαγορεύσεις «απαράδεκτες» και απορρίπτοντας τις κατηγορίες περί λογοκρισίας ως διαστρέβλωση του ευρωπαϊκού συνταγματικού πλαισίου.
Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Γερμανός ευρωβουλευτής του CDU Ντένις Ράντκε σημείωσε ότι πίσω από τη ρητορική περί ελευθερίας του λόγου κρύβονται πρωτίστως επιχειρηματικά συμφέροντα και μια ευθεία σύγκρουση με το κράτος δικαίου.
Ακόμη πιο σκληρός εμφανίστηκε ο Γάλλος σοσιαλιστής ευρωβουλευτής Ραφαέλ Γκλικσμάν, ο οποίος κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι «χαϊδεύουν τυράννους και συγκρούονται με δημοκρατίες», τονίζοντας ότι η Ευρώπη «δεν είναι αποικία των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ένα ρήγμα με ιστορικές προεκτάσεις
Αναλυτές βλέπουν στο επεισόδιο αυτό ένα ακόμη σύμπτωμα της βαθύτερης ρήξης μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Ο πρώην Γάλλος διπλωμάτης Μισέλ Ντυκλό παρομοίασε την κατάσταση με τις δεκαετίες του 1920, προειδοποιώντας ότι για την Ουάσινγκτον «η Ευρώπη κινδυνεύει να αντιμετωπίζεται ως ο νέος “αντίπαλος”».
Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη και ο έλεγχος της ψηφιακής σφαίρας καθορίζουν την παγκόσμια ισχύ, η σύγκρουση για τον DSA φαίνεται να είναι μόνο η αρχή. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν η αντιπαράθεση θα κλιμακωθεί, αλλά πόσο βαθιά θα επηρεάσει τις διατλαντικές σχέσεις και τη μάχη για την ψηφιακή κυριαρχία στον 21ο αιώνα.