Σε ηλικία 88 ετών έφυγε από τη ζωή η Ντόρα Γιαννακοπούλου, μια καλλιτέχνις με σπάνιο εύρος και έντονο αποτύπωμα στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό. Συγγραφέας, ηθοποιός και τραγουδίστρια, υπήρξε μια παρουσία που διέσχισε διαφορετικές μορφές τέχνης με συνέπεια, ποιότητα και χαμηλό προφίλ, αφήνοντας πίσω της ένα πολυεπίπεδο έργο.
Γεννημένη ως Θεοδώρα Κοτοπούλη στη Μυτιλήνη το 1937, σπούδασε στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και από νωρίς στράφηκε στη σκηνή, τη μουσική και αργότερα στη συγγραφή, σηματοδοτώντας κάθε της πέρασμα με επιλογές ουσίας.
Από το Κυκλικό Θέατρο στις μπουάτ της Πλάκας
Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση έγινε στο έργο «Ένας Όμηρος» του Μπρένταν Μπίαν, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά στο Κυκλικό Θέατρο, με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Σε αυτή την παράσταση ακούστηκε και το εμβληματικό «Γελαστό Παιδί», τραγούδι που ταυτίστηκε με μια ολόκληρη εποχή.
Την ίδια περίοδο ξεκίνησε την κινηματογραφική της πορεία αλλά και τη διαδρομή της στο τραγούδι, εμφανιζόμενη στις πρώτες μπουάτ της Πλάκας. Συμμετείχε σε δισκογραφικές δουλειές-σταθμούς, όπως η «Όμορφη Πόλη» των Θεοδωράκη, Μποστ και Κακογιάννη, ενώ λίγο αργότερα ερμήνευσε τις «Μικρές Κυκλάδες» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη.
Αντίσταση, εξορία και μουσική μαρτυρία
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, η Ντόρα Γιαννακοπούλου έφυγε στο εξωτερικό. Μαζί με μια μικρή ομάδα καλλιτεχνών πραγματοποίησε περιοδείες σε χώρες της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, παρουσιάζοντας ένα ιδιόμορφο, πολιτικά φορτισμένο πρόγραμμα βασισμένο στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η δράση της αυτή εντάχθηκε σε μια ευρύτερη διεθνή καμπάνια πολιτιστικής αντίστασης κατά της χούντας.
Μετά τη Μεταπολίτευση, αποσύρθηκε σχετικά γρήγορα από το θέατρο και το τραγούδι, επιλέγοντας μια πιο εσωτερική διαδρομή που θα την οδηγούσε στη λογοτεχνία.
Η δεύτερη καλλιτεχνική της ζωή στη λογοτεχνία και την τηλεόραση
Το συγγραφικό της ντεμπούτο ήρθε το 1993 με το μυθιστόρημα «Η πρόβα του νυφικού», ενώ ακολούθησε το διήγημα «Ο πάπαρδος» (1995) και το μυθιστόρημα «Ο μεγάλος θυμός» (1996). Και τα δύο μυθιστορήματα μεταφέρθηκαν με επιτυχία στην τηλεόραση – το πρώτο από τον ΑΝΤ1 και το δεύτερο από το MEGA – σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη.
Ακολούθησε μια μακρά και παραγωγική συγγραφική πορεία με έργα που γνώρισαν ευρεία απήχηση, όπως «Με τα μάτια του έρωτα», «Οι τρεις χήρες», «Αμαρτωλέ μου άγγελε», «Έρως μετ’ εμποδίων», «Το μενταγιόν», «Ένοχα μυστικά», «Πεθαίνω για σένα» και «Στον γκρεμό». Τα βιβλία της χαρακτηρίστηκαν από έντονη αφηγηματικότητα, συναισθηματικό βάθος και κοινωνικές αναφορές, βρίσκοντας δρόμο προς ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Κινηματογραφική παρουσία μιας άλλης εποχής
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε σε ταινίες που φέρουν το στίγμα του ελληνικού σινεμά των δεκαετιών του ’50 και του ’60, όπως «Η λίμνη των στεναγμών» και «Ψιτ… κορίτσια» (1959), «Τα σκαλοπάτια της ζωής» (1962), «Οι σκανδαλιάρηδες» (1963), «Το μεροκάματο του πόνου» και «Έκλαψα πικρά για ’σένα» (1964), καθώς και «Καταιγίδα» και «Ξαναγύρισε κοντά μου» (1965).
Η δήλωση της Λίνας Μενδώνη
Την απώλεια της Ντόρας Γιαννακοπούλου σχολίασε με δήλωσή της η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, κάνοντας λόγο για μια «ολοκληρωμένη καλλιτέχνιδα» που τίμησε με σεμνότητα κάθε μορφή τέχνης με την οποία ασχολήθηκε. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον αγώνα της κατά της δικτατορίας στο εξωτερικό, καθώς και στη συμβολή της στη λογοτεχνία και την τηλεόραση μέσα από έργα που επανασύστησαν στο κοινό μια σπουδαία δημιουργό.
Μια διακριτική αλλά βαθιά πολιτιστική παρακαταθήκη
Η Ντόρα Γιαννακοπούλου ανήκε σε εκείνη τη γενιά καλλιτεχνών που δεν επεδίωξαν τη διαρκή δημοσιότητα, αλλά άφησαν το έργο τους να μιλήσει. Από το τραγούδι της αντίστασης και τις θεατρικές σκηνές, μέχρι τις τηλεοπτικές μεταφορές των μυθιστορημάτων της, η πορεία της συνθέτει ένα σπάνιο πολιτιστικό αποτύπωμα, βαθιά δεμένο με τις περιπέτειες και τις μεταμορφώσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας.