Το 2026 αναμένεται να αποτελέσει ένα έτος καμπής για τη διεθνή οικονομία, καθώς οι χρηματοοικονομικές αγορές, το παγκόσμιο εμπόριο και οι μακροοικονομικές ισορροπίες θα συνεχίσουν να λειτουργούν υπό την πίεση γεωπολιτικών εντάσεων, δομικών αλλαγών στην εφοδιαστική αλυσίδα και μιας νέας πραγματικότητας ως προς το κόστος χρήματος και την κρατική παρέμβαση.
Πιο συγκεκριμένα, οι προβλέψεις για την επόμενη χρονιά δεν συγκλίνουν σε ένα ενιαίο αφήγημα, αλλά διαμορφώνουν εναλλακτικά σενάρια που εξαρτώνται άμεσα από την εξέλιξη των πολέμων, των εμπορικών συγκρούσεων και της νομισματικής πολιτικής των μεγάλων οικονομιών.
Εν προκειμένω, στον χρηματοοικονομικό τομέα, το βασικό σενάριο για το 2026 είναι η σταδιακή μετάβαση σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων αλλά όχι μηδενικών επιτοκίων. Οι κεντρικές τράπεζες, έχοντας κερδίσει σε μεγάλο βαθμό τη μάχη κατά του πληθωρισμού, θα επιδιώξουν να στηρίξουν την ανάπτυξη χωρίς να υπονομεύσουν τη νομισματική τους αξιοπιστία. Αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πιο ήπιες συνθήκες χρηματοδότησης, αλλά όχι για επιστροφή στη φθηνή ρευστότητα της προηγούμενης δεκαετίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αγορές μετοχών ενδέχεται να κινηθούν ανοδικά με επιλεκτικό τρόπο, ευνοώντας κλάδους που συνδέονται με την τεχνολογία, την ενέργεια, την άμυνα και τις υποδομές, ενώ οι πιο υπερχρεωμένες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να πιέζονται.
Το εναλλακτικό, πιο αρνητικό σενάριο αφορά μια αναζωπύρωση του πληθωρισμού λόγω νέων ενεργειακών ή γεωπολιτικών σοκ, κάτι που θα ανάγκαζε τις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν σφιχτή πολιτική για μεγαλύτερο διάστημα, με σαφείς επιπτώσεις στις αποτιμήσεις και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Παράλληλα, στο πεδίο του εμπορίου, το 2026 αναμένεται να επιβεβαιώσει την τάση της αποπαγκοσμιοποίησης ή της αποκέντρωσης του διεθνούς εμπορίου. Οι εμπορικές ροές πρόκειται να αναδιαταχθούν με βάση γεωπολιτικά κριτήρια, ασφάλεια εφοδιασμού και στρατηγική αυτονομία. Η ενίσχυση του προστατευτισμού, οι δασμοί και οι έμμεσοι περιορισμοί στο εμπόριο τεχνολογίας και πρώτων υλών ενδέχεται να οδηγήσουν τις επιχειρήσεις σε μοντέλα περιφερειακής αυτονομίας, με υψηλότερο κόστος αλλά μεγαλύτερη ανθεκτικότητα.
Το βασικό σενάριο προβλέπει χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά όχι γενικευμένη ύφεση. Το δυσμενές σενάριο θα υλοποιηθεί εάν υπάρξει κλιμάκωση των εμπορικών συγκρούσεων μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και ΕΕ, με αποτέλεσμα σοβαρές διαταραχές στις αλυσίδες αξίας, άνοδο τιμών και πιέσεις στις αναδυόμενες οικονομίες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές.
Σε κάθε περίπτωση, η παγκόσμια οικονομία συνολικά εισέρχεται το 2026 σε μια φάση χαμηλότερης αλλά πιθανότατα πιο ποιοτικής ανάπτυξης. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες αναμένεται να κινηθούν με μέτριους ρυθμούς, στηριζόμενες σε δημόσιες επενδύσεις, πράσινη μετάβαση και ψηφιακό μετασχηματισμό, ενώ οι αναδυόμενες αγορές θα παρουσιάσουν μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις, ανάλογα με τη δημοσιονομική τους αντοχή και την πρόσβασή τους σε κεφάλαια.
Βέβαια οι γεωπολιτικές εντάσεις, από την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή έως την Ασία, θα παραμείνουν ο μεγαλύτερος παράγοντας αβεβαιότητας, καθώς επηρεάζουν τις τιμές ενέργειας, τις μεταφορές και την επενδυτική εμπιστοσύνη. Επίσης, οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα δεν εξαφανίζονται, αλλά μετασχηματίζονται σε χρόνιο κόστος που ενσωματώνεται στις τελικές τιμές και στα επιχειρηματικά μοντέλα.
Εν κατακλείδι, το 2026 δεν προδιαγράφεται ως έτος ύφεσης, αλλά ως έτος δοκιμασίας και προσαρμογής. Οι αγορές, οι επιχειρήσεις και τα κράτη καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα περιβάλλον μεγαλύτερης αβεβαιότητας, υψηλότερου κόστους και έντονης γεωπολιτικής αστάθειας, όπου η ανθεκτικότητα, η στρατηγική πρόβλεψη και η διαφοροποίηση θα αποτελέσουν καθοριστικούς παράγοντες επιτυχίας.
Το ποιο σενάριο βέβαια θα επικρατήσει τελικά, θα εξαρτηθεί λιγότερο από τους οικονομικούς δείκτες και περισσότερο από τις πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν σε παγκόσμιο επίπεδο, ανάμεσα στους μεγάλους στρατηγικούς παίκτες.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός