Η νέα Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως παρουσιάστηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν είναι απλώς ένα ακόμη επίσημο έγγραφο εξωτερικής πολιτικής.
Είναι ένα πολιτικό μανιφέστο με βαθιά ιδεολογική φόρτιση, που επαναχαράσσει τις γραμμές ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, μετατρέποντας τον μέχρι χθες «στρατηγικό εταίρο» σε έναν πολιτισμικά παρακμασμένο χώρο, ο οποίος –κατά το αφήγημα της Ουάσιγκτον– βαδίζει προς την εξαφάνιση. Η Ευρώπη δεν παρουσιάζεται πια ως σύμμαχος που χρειάζεται στήριξη, αλλά ως παράδειγμα προς αποφυγή. Και αυτό αλλάζει ριζικά το γεωπολιτικό τοπίο.
Από την οικονομική κρίση στην «πολιτισμική εξαφάνιση»
Η διατύπωση που παγώνει το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα είναι σαφής: τα οικονομικά προβλήματα της Γηραιάς Ηπείρου «επισκιάζονται από την πραγματική και πιο έντονη προοπτική της πολιτισμικής εξαφάνισης μέσα στα επόμενα 20 χρόνια». Για πρώτη φορά σε επίσημο αμερικανικό κρατικό έγγραφο, η Ευρώπη δεν περιγράφεται πρωτίστως ως γεωπολιτικός εταίρος, αλλά ως πολιτισμικά αποτυχημένο πείραμα. Το μεταναστευτικό, η δημογραφική συρρίκνωση, η απώλεια ταυτότητας και η κρίση κυριαρχίας παρουσιάζονται ως ένα ενιαίο υπαρξιακό φαινόμενο.
Δεν πρόκειται απλώς για σκληρή κριτική. Πρόκειται για μια συνολική απονομιμοποίηση του ευρωπαϊκού μοντέλου, όπως αυτό συγκροτήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: ανοικτές κοινωνίες, υπερεθνικοί θεσμοί, φιλελεύθερη δημοκρατία, πολυπολιτισμικότητα. Όλα αυτά εμφανίζονται από την κυβέρνηση Τραμπ ως παράγοντες αποσύνθεσης.
Η «μεγάλη αντικατάσταση» περνά στα επίσημα κρατικά κείμενα
Η πιο σκοτεινή πτυχή της Στρατηγικής είναι η υιοθέτηση –έστω και με έμμεσο τρόπο– της ρατσιστικής θεωρίας συνωμοσίας της «μεγάλης αντικατάστασης». Η αναφορά ότι «κάποια μέλη του ΝΑΤΟ θα γίνουν στην πλειονότητά τους μη Ευρωπαίοι μέσα σε λίγες δεκαετίες» δεν είναι απλώς μια δημογραφική εκτίμηση. Είναι πολιτική θέση με τεράστιο ιδεολογικό φορτίο, που νομιμοποιεί τον φόβο ως κεντρικό εργαλείο πολιτικής.
Η θεωρία της «μεγάλης αντικατάστασης», που έχει συνδεθεί με τρομοκρατικές επιθέσεις και ακροδεξιά κινήματα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, μετατρέπεται έτσι από περιθωριακό αφήγημα σε στοιχείο επίσημης στρατηγικής σκέψης. Αυτό από μόνο του συνιστά ιστορική τομή και επικίνδυνο προηγούμενο.
Η ιδεολογική συγχώνευση MAGA και ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς
Η νέα Στρατηγική δεν περιορίζεται στην αποτύπωση απειλών. Προχωρά ευθέως σε πολιτική τοποθέτηση υπέρ των «πατριωτικών ευρωπαϊκών κομμάτων», τα οποία εμφανίζονται ως φορείς αναγέννησης του ευρωπαϊκού πνεύματος. Η Ουάσιγκτον αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο πολιτικής και έμμεσης στήριξης σε δυνάμεις που αμφισβητούν ευθέως την Ευρωπαϊκή Ένωση, την πολυπολιτισμικότητα και το φιλελεύθερο κράτος δικαίου.
Πρόκειται για μια πρωτοφανή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ευρώπης. Οι ΗΠΑ, που επί δεκαετίες στήριζαν την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως εγγύηση σταθερότητας, εμφανίζονται τώρα να στοιχίζονται ιδεολογικά με δυνάμεις που επιδιώκουν τη διάλυσή της. Αυτό συνιστά στρατηγική ανατροπή ιστορικών διαστάσεων.
Η Ευρώπη ως «ασταθές μπλοκ» που εμποδίζει την ειρήνη στην Ουκρανία
Στο ουκρανικό ζήτημα, η Στρατηγική Ασφαλείας αποτυπώνει έναν νέο, πιο κυνικό αμερικανικό ρεαλισμό. Οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι θέλουν τον τερματισμό του πολέμου για λόγους «στρατηγικής σταθερότητας» με τη Ρωσία, αλλά ταυτόχρονα κατηγορούν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι έχουν «μη ρεαλιστικές προσδοκίες» και εμποδίζουν την ειρηνευτική διαδικασία.
Η Ευρώπη από σύμμαχος μετατρέπεται σε πρόβλημα. Και αυτή η μετατόπιση τροφοδοτεί τους φόβους περί «προδοσίας» της Ουκρανίας, που εκφράζονται πλέον ανοιχτά στο παρασκήνιο από ηγέτες όπως ο Μακρόν, ο Μερτς, ο Ρούτε και ο Στουμπ.
Οι μυστικές συνομιλίες και ο φόβος του ευρωπαϊκού στρατηγικού κενού
Οι αποκαλύψεις για την εμπιστευτική τηλεφωνική συνομιλία των Ευρωπαίων ηγετών με τον Ζελένσκι δεν είναι απλώς ένα διπλωματικό επεισόδιο. Είναι ένδειξη βαθιάς ανασφάλειας. Ο χαρακτηρισμός «παίζουν παιχνίδια τόσο με εσάς όσο και με εμάς» που αποδίδεται στον Γερμανό καγκελάριο δείχνει ότι η δυσπιστία απέναντι στην Ουάσιγκτον έχει πλέον περάσει στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο.
Η φράση του Φινλανδού προέδρου «πρέπει να προστατεύσουμε τον Βολοντίμιρ» αποτυπώνει με ωμό τρόπο τον φόβο πως η Ουκρανία μπορεί να γίνει το πρώτο θύμα μιας νέας αμερικανικής στρατηγικής αποδέσμευσης από την Ευρώπη.
Το τέλος της λογικής της διαρκούς επέκτασης του ΝΑΤΟ
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η πρόθεση της κυβέρνησης Τραμπ να «τερματίσει την αντίληψη του ΝΑΤΟ ως συμμαχίας που επεκτείνεται διαρκώς». Αυτό συνιστά έμμεση αποδοχή ρωσικών «κόκκινων γραμμών» και αλλαγή φιλοσοφίας σε σχέση με τη μεταψυχροπολεμική αρχιτεκτονική ασφάλειας.
Ακόμη κι αν η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ήταν πάντα δύσκολη, το ξεκάθαρο «όχι» από την Ουάσιγκτον αφαιρεί από το Κίεβο ένα βασικό στρατηγικό διαπραγματευτικό χαρτί και αλλάζει άρδην την ισορροπία ισχύος.
Η Ευρώπη ως πολιτισμικός «άλλος»
Η πιο ριζοσπαστική πτυχή της νέας αμερικανικής αφήγησης είναι ότι η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζεται πια απλώς ως γεωπολιτικός εταίρος ή ανταγωνιστής, αλλά ως πολιτισμικός «άλλος». Η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται ως δύναμη καταπίεσης της ελευθερίας του λόγου, κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας και φίμωσης της αντιπολίτευσης.
Αυτό το αφήγημα συνομιλεί ευθέως με τη ρητορική της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς και επιχειρεί να μετατρέψει τη σύγκρουση ΗΠΑ–ΕΕ από διαφωνία συμφερόντων σε σύγκρουση αξιών.
Το δόγμα του «Συνεπούς Τραμπ» και το νέο Δόγμα Μονρόε
Η Στρατηγική Ασφαλείας αποτυπώνει και μια επιστροφή στον παλιό, ωμό γεωπολιτικό ρεαλισμό του Δόγματος Μονρόε. Οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται για τις υποθέσεις άλλων χωρών μόνο στον βαθμό που απειλούν άμεσα τα αμερικανικά συμφέροντα. Η εποχή της «παγκόσμιας δημοκρατικής αποστολής» κλείνει οριστικά.
Οι συμμαχίες μετατρέπονται σε συναλλακτικές σχέσεις, όπου η στήριξη εξαρτάται από τον έλεγχο υποδομών, στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων και την αποτροπή αντίπαλων επιρροών. Η Ευρώπη, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι αυτονόητος εταίρος, αλλά χώρος διαρκούς καχυποψίας.
Η υπαρξιακή κρίση της ευρωπαϊκής αυτονομίας
Όλα τα παραπάνω συγκλίνουν σε ένα βασικό ερώτημα: μπορεί η Ευρώπη να σταθεί γεωπολιτικά, στρατηγικά και πολιτισμικά αυτόνομη; Η νέα στρατηγική Τραμπ δείχνει ότι οι ΗΠΑ δεν θεωρούν πλέον δεδομένη τη ευρωπαϊκή σταθερότητα ούτε επιθυμητή την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε έναν διπλό καθρέφτη: από τη μία, την πραγματική της αδυναμία να διαμορφώσει ενιαία στρατηγική ασφάλειας· από την άλλη, την επιθετική ιδεολογική αμφισβήτηση από τον μέχρι πρότινος βασικό της σύμμαχο.
Η πολιτική επίδραση στο εσωτερικό της Ευρώπης
Το αφήγημα Τραμπ λειτουργεί ήδη ως ιδεολογικό καύσιμο για τα ακροδεξιά και εθνικιστικά κόμματα της Ευρώπης. Η κριτική προς τις Βρυξέλλες, η ρητορική περί «χαμένης ταυτότητας» και η στοχοποίηση των μεταναστών βρίσκουν πλέον διεθνή, υπερδύναμη-σφραγίδα νομιμοποίησης.
Αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε πολιτικές νίκες, σε κυβερνητικές ανατροπές και σε περαιτέρω αποδιάρθρωση της ευρωπαϊκής συνοχής. Η Ευρώπη δεν πιέζεται μόνο απ’ έξω. Διαβρώνεται και από μέσα.
Ένας νέος Ατλαντικός Διχασμός
Για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, διαμορφώνεται ανοιχτά ένας ιδεολογικός διχασμός ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Όχι πάνω σε επιμέρους πολιτικές, αλλά στο ίδιο το μοντέλο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης.
Η Δύση παύει να είναι ενιαία. Μετατρέπεται σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα: το στρατόπεδο του εθνικιστικού, αυταρχικού, αντιμεταναστευτικού καπιταλισμού και το στρατόπεδο των κατακερματισμένων, αδύναμων φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Το στοίχημα των επόμενων 20 ετών
Η πρόβλεψη περί «πολιτισμικής εξαφάνισης» της Ευρώπης μέσα σε δύο δεκαετίες δεν είναι απλώς μια απαισιόδοξη εκτίμηση. Είναι πολιτική προφητεία που επιδιώκει να αυτοεκπληρωθεί. Μέσα από την αποδόμηση των ευρωπαϊκών θεσμών, την πίεση στο ουκρανικό, τη νομιμοποίηση της Ακροδεξιάς και την ιδεολογική επίθεση στην πολυπολιτισμικότητα, η Στρατηγική Τραμπ επιχειρεί να επιταχύνει τη ρήξη.
Το ερώτημα πια δεν είναι αν η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίση. Είναι αν διαθέτει την πολιτική βούληση, τη στρατηγική σκέψη και τη θεσμική αυτοπεποίθηση να απαντήσει σε μια υπαρξιακή πρόκληση που δεν έρχεται μόνο από εξωτερικούς αντιπάλους, αλλά και από τον ίδιο τον πυρήνα της άλλοτε αδιαμφισβήτητης ατλαντικής συμμαχίας.
Η νέα εποχή ξεκίνησε ήδη. Και για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η Ευρώπη ανακαλύπτει ότι ίσως χρειαστεί να επιβιώσει χωρίς την εγγυημένη προστασία της Αμερικής – και απέναντι σε μια Ουάσιγκτον που δεν την αντιμετωπίζει πλέον ως προέκταση του εαυτού της, αλλά ως έναν αδύναμο, παρακμασμένο και ιδεολογικά ξένο κόσμο.