Ο δημόσιος διάλογος για την ευρωπαϊκή άμυνα έχει αρχίσει να παίρνει μια σκοτεινή στροφή. Δεν πρόκειται μόνο για το ReArm Europe των 800 δισ. ευρώ ούτε για την εξοπλιστική φρενίτιδα για την οποία τρίβουν τα χέρια τους οι βιομηχανίες όπλων. Το πραγματικό σημείο καμπής βρίσκεται αλλού: στην προσπάθεια πολιτικών και στρατιωτικών ηγεσιών να μεταφέρουν στην κοινωνία ένα νέο ηθικό δόγμα. Ένα δόγμα που ζητά από τους Ευρωπαίους να συνηθίσουν την ιδέα ότι τα παιδιά τους μπορεί κάποια στιγμή, αύριο μεθαύριο, να επιστρέψουν σε φέρετρα καλυμμένα με σημαίες — και μάλιστα, όχι καν εθνικές αλλά ευρωπαϊκές.
Του Ανατρεπτικού
Ο Νίκος Δένδιας μίλησε καθαρά στο Athens Security Forum: η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη να δει φέρετρα να γυρίζουν πίσω με τη σημαία πάνω. Η δήλωση δεν ήταν απλώς κυνική∙ ήταν προγραμματική. Ο υπουργός κάλεσε ουσιαστικά σε μια επαναφορά της ευρωπαϊκής κοινωνίας στο «πνεύμα της αυτοθυσίας» όπου ο νέος θα αποκτήσει τη συνείδηση ότι μπορεί να χρειαστεί να πεθάνει για τα ήδη κουτσουρεμένα δικαιώματα που «απολαμβάνει». Είναι ένα μήνυμα που πιέζει προς μια νέα κανονικότητα, αυτή του πολέμου όπου όχι μόνο θα πρέπει να αποδεχτούμε τον θάνατο των παιδιών μας, αλλά να τον θεωρήσουμε σχεδόν πολιτική υποχρέωση.
Η ρητορική του πολέμου γίνεται ευρωπαϊκή πολιτική
Ο Δένδιας δεν είναι μόνος. Ο αρχηγός του Γαλλικού Στρατού, στρατηγός Φαμπιέν Μαντόν, προειδοποίησε τους Γάλλους: «να είστε έτοιμοι να χάσετε τα παιδιά σας σε πόλεμο με τη Ρωσία».
Στη Γερμανία, ο υπουργός Άμυνας Πιστόριους μιλά για το «τελευταίο ειρηνικό καλοκαίρι» της Ευρώπης, ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανοίγει τον δρόμο για προαιρετική, και ενδεχομένως σύντομα υποχρεωτική, στράτευση και αποθηκεύει χιλιάδες τόνους τροφίμων «για καλό και για κακό».
Δεν είναι τυχαίες αυτές οι δηλώσεις. Είναι τα πρώτα βήματα μιας προσπάθειας να καμφθούν οι κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στην πολεμική προετοιμασία που συντελείται με ταχύτητα. Όμως αυτή η προσπάθεια προσκρούει σε μια βασική αντίφαση: η Ευρώπη γηράσκει. Οι νέοι λιγοστεύουν. Η Ελλάδα κινδυνεύει να φτάσει τα 8 εκατομμύρια το 2050. Αν υπάρχει κάτι που δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει η ήπειρος, είναι οι άνθρωποί της — και μάλιστα οι νεότεροι.
Για ποια δικαιώματα να πεθάνουν;
Το κήρυγμα της αυτοθυσίας απευθύνεται σε μια γενιά που δεν βλέπει ούτε προοπτική ούτε δικαιοσύνη και που τώρα θα πρέπει να αποδεχτεί να γίνει «κρέας για τα κανόνια» και τα drones. Για ποια «ευρωπαϊκά ιδανικά» να σκοτωθούν όσοι δουλεύουν σερβιτόροι για 700 ευρώ και μένουν με τους γονείς τους μέχρι τα 40; Για ποια «ασφάλεια» να θυσιαστούν όσοι βλέπουν τις ελίτ να κάνουν πάρτι με απευθείας αναθέσεις, «ΟΠΕΚΕΠΕδες» και κάθε είδους δημόσιο χρήμα, όχι μόνο εδώ στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη της Ούρσουλας, της Κάλας, του Κόστα, του Μακρόν, του Μερτς, του Στάρμερ και του Τουσκ;
Δεν είναι οι ίδιοι οι νέοι, φυσικά, που ζητούν τον πόλεμο. Είναι οι μεγαλύτερες ηλικίες, είναι οι γέροντες — εκείνοι που δεν πρόκειται να πολεμήσουν — που εμφανίζονται πιο πρόθυμοι να αποδεχτούν την πολεμική ρητορική. Ένα μνημόσυνο με ξένα κόλυβα. Των παιδιών και των εγγονών τους.
Ο πόλεμος ως χρυσή μπίζνα
Παράλληλα, η εικόνα από τα μέτωπα και τα παρασκήνια του πολέμου που διεξάγεται ήδη είναι αποθαρρυντική. Στην Ουκρανία, οι στρατιώτες έχουν προσδόκιμο ζωής λίγων ημερών στα χαρακώματα, γι’ αυτό και δεκάδες χιλιάδες λιποτακτούν κάθε μήνα. Στη Ρωσία, ο Πούτιν αποφεύγει νέα επιστράτευση, προτιμώντας να «αγοράζει» νέους από φτωχές επαρχίες με χιλιάδες δολάρια.
Και ενώ οι φτωχοί πεθαίνουν, κάποιοι άλλοι πλουτίζουν. Στην Ουκρανία, σκάνδαλα εκατομμυρίων: βίλες στην Ελβετία, χρυσές τουαλέτες, χρήματα για την άμυνα που εξαφανίζονται. Στη Γερμανία, οι εξοπλιστικές βιομηχανίες τρίβουν τα χέρια τους: η μετοχή της Rheinmetall έχει εκτοξευθεί 1800% από το 2022. Ρεπορτάζ αποκαλύπτουν σκηνοθετημένες «ρωσικές» επιθέσεις με drones ώστε να δικαιολογηθεί η ανάγκη επανεξοπλισμού. Και πολιτικοί όπως ο καγκελάριος Μερτς κατηγορούνται ότι πιέζουν για συμβόλαια που ωφελούν τις «φιλικές» εταιρείες.
Η Ευρώπη θέλει να ξαναγράψει την ίδια τραγωδία
Η Ιστορία έχει ξαναπαιχτεί. Το 1914 οι νέοι πήγαιναν χαμογελώντας στα χαρακώματα. Τέσσερα χρόνια μετά, όσοι επιβίωσαν στράφηκαν ενάντια στους αξιωματικούς και στα καθεστώτα που τους έστειλαν στο σφαγείο. Μόνο στη Μάχη του Σομ χάθηκαν μέσα σε 3 μήνες 4,5 εκατομμύρια ψυχές Γάλλων, Βρετανών και Γερμανών. Σήμερα, η φρίκη μεταδίδεται ζωντανά: στρατιώτες που διαμελίζονται από αόρατα drones, σώματα διασκορπισμένα στις λάσπες της Ανατολικής Ευρώπης. Κανείς νέος δεν μπορεί να αποδεχτεί πλέον τον ρομαντισμό της παλιάς προπαγάνδας.
Αν οι ευρωπαίοι ηγέτες και στρατηγοί θέλουν πραγματικά να εμπνεύσουν αυτό το «πνεύμα αυτοθυσίας», μπορούν να δώσουν το καλό παράδειγμα: να μπουν οι ίδιοι πρώτα στα φέρετρα που επικαλούνται, με την ευρωπαϊκή σημαία που τόσο αγαπούν. Τους υποσχόμαστε ότι θα τους αποχαιρετίσουμε με κάθε τιμή.
Από την υπόσχεση Δημοκρατίας στη βιομηχανία πολέμου
Όταν η Ελλάδα μπήκε στην Ε.Ε., μιλούσαμε για Δημοκρατία, ανάπτυξη, κοινό μέλλον. Με το ευρώ, για σταθερότητα και ισχυρή οικονομία. Δεν μας προειδοποίησαν για την απώλεια δημόσιου πλούτου, ούτε για τον εκφυλισμό των θεσμών, ούτε για την επιστροφή ναζιστικών φαντασμάτων. Και σίγουρα δεν μας είπαν ότι τα λόμπι των εμπόρων όπλων θα έκαναν τα πάντα για να επιβάλουν μια φιλοπολεμική Ευρώπη, πρόθυμη να ξοδεύει εκατοντάδες δισ. σε αεροπλάνα, πλοία και πυραύλους — την ώρα που «δεν υπάρχουν λεφτά» για Υγεία, Παιδεία ή κοινωνική πολιτική.
Τώρα μας ετοιμάζουν για κάτι χειρότερο: να συνηθίσουμε την ιδέα ότι τα παιδιά στα φέρετρα είναι αναπόφευκτο κόστος.
Τα δικά μας παιδιά. Όχι τα δικά τους.
Και ο λαός; Πάντα χαμένος, νικητής ή ηττημένος
Το ερώτημα παραμένει: τι έχει να κερδίσει ένας 18χρονος Ευρωπαίος από έναν πόλεμο; Ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα; Ποιοι θα ωφεληθούν και ποιοι θα πληρώσουν;
Ο Μπρεχτ το είπε όπως κανείς:
«Ο πόλεμος που έρχεται δεν είναι ο πρώτος.
Πριν απ’ αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι.
Όταν τελείωσε ο τελευταίος, υπήρχαν νικητές και νικημένοι.
Στους νικημένους, ο φτωχός λαός πέθαινε από την πείνα.
Στους νικητές ο φτωχός λαός πέθαινε το ίδιο.»
Η Ευρώπη, αντί να ζητά θυσίες, οφείλει να λογοδοτήσει. Και όσοι μας καλούν να συνηθίσουμε τα φέρετρα, ας θυμούνται: θα «φύγουν» όπως έζησαν — δημοσία δαπάνη.