Η Ευρώπη βιώνει παρατεταμένη παρακμή σε γεωπολιτική ισχύ, οικονομική ευρωστία, κοινωνική συνοχή και θεσμική στιβαρότητα, ενώ οι υφιστάμενοι ευρωπαϊκοί θεσμοί αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Ο δημόσιος διάλογος εγκλωβίζεται στο δίπολο μιας φιλοευρωπαϊκής εμμονής στην ιδέα της βαθύτερης ενοποίησης και μιας ευρωσκεπτικιστικής απόρριψης, με κάλεσμα επιστροφής στον εθνοκεντρισμό, αγνοώντας τις πρακτικές αδυναμίες και των δύο πόλων.
Προτείνεται μια υπέρβαση, μέσω της ιδέας ενός πρακτικού ομοσπονδισμού που θα λειτουργεί ως αρθρωτή πλατφόρμα: η ΕΕ μετατρέπεται σε ευέλικτη, οριζόντια υποδομή, όπου κυρίαρχα ευρωπαϊκά κράτη —μέλη και μη— επιλέγουν εθελοντικά τη συμμετοχή τους σε αυτόνομα αρθρώματα-προγράμματα με τη δική τους διακυβέρνηση, προϋπολογισμό και στόχους. Η Επιτροπή λειτουργεί ως τεχνικός συντονιστής, το βέτο διατηρείται ως έσχατη εγγύηση κυριαρχίας, η αναθεώρηση των Συνθηκών απορρίπτεται ως άγονη. Εντός του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου, εργαλεία όπως ενισχυμένες συνεργασίες, ρήτρες διαφυγής και η αρχή της επικουρικότητας ενεργοποιούνται δημιουργικά. Η πλατφόρμα ενσωματώνεται οργανικά σε ένα ευρύ οικοσύστημα ευρωπαϊκών οργανισμών (Συμβούλιο της Ευρώπης, ΕΟΧ, ΕΖΕΣ, ΕΠοΚ), επιτρέποντας τη βαθμιδωτή εμπλοκή τρίτων κρατών.
Η Ευρώπη εξελίσσεται σε Nexus: συνεργασία και στρατηγική αυτονομία χωρίς ομοιομορφία. Όχι ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος, αλλά μια ευρωπαϊκή superapp, εθελοντική, αποτελεσματική, κυρίαρχη.