Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξετάζεται η προσφυγή του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη κατά της ΑΔΑΕ, σε μια από τις πιο κρίσιμες δικαστικές μάχες γύρω από το σκάνδαλο των υποκλοπών και τα θεσμικά αντίβαρα που ορίζει το Σύνταγμα για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών.
Η προσφυγή αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ΑΔΑΕ χειρίστηκε την υπόθεση ενημέρωσης του δημοσιογράφου σχετικά με την άρση του τηλεφωνικού του απορρήτου. Όπως είχε ανακοινώσει η Αρχή, ο υπηρεσιακός φάκελος που ζητήθηκε από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) δεν της τέθηκε ποτέ υπόψη, καθώς η ίδια η ΕΥΠ αρνήθηκε να τον διαθέσει. Το ΣτΕ καλείται πλέον να κρίνει αν η ΑΔΑΕ άσκησε ορθά τις συνταγματικές της αρμοδιότητες και αν η άρνηση της ΕΥΠ συνιστά παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Παράλληλα, το δικαστήριο εξετάζει εάν ο τρόπος απάντησης της ΑΔΑΕ πλήττει τον πυρήνα της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας, καθώς ο Κουκάκης δεν ενημερώθηκε για τους λόγους που κρίθηκε ότι συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια. Το ζήτημα αφορά άμεσα τη συνταγματική κατοχύρωση της ελεύθερης πληροφόρησης και τα όρια του κρατικού απορρήτου απέναντι στην ελευθερία του Τύπου.
Τα «χαμένα» έγγραφα και το ηλεκτρονικό αρχείο της ΕΥΠ
Κατά τη συζήτηση, η εισηγήτρια σύμβουλος ανέφερε ότι η ΕΥΠ, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του ΣτΕ, δήλωσε πως οι αιτήσεις για την έκδοση τριών εισαγγελικών διατάξεων άρσης απορρήτου το 2020 «δεν βρέθηκαν» μετά την αλλαγή της διοίκησης. Ωστόσο, στο ηλεκτρονικό αρχείο της υπηρεσίας καταγράφονται με σαφήνεια οι ημερομηνίες αποστολής των αιτημάτων: 10 Ιουνίου, 13 Ιουλίου και 12 Αυγούστου του 2020.
Η αντίφαση αυτή αποτέλεσε έναν από τους πυλώνες της επιχειρηματολογίας του νομικού παραστάτη του δημοσιογράφου, ο οποίος υποστήριξε ότι η ΑΔΑΕ είχε συνταγματική υποχρέωση να απαιτήσει πλήρη ενημέρωση από την ΕΥΠ και να διαπιστώσει τους λόγους που επικαλέστηκε για την άρση της προστασίας του απορρήτου. Από την άλλη, ο δικηγόρος της ΑΔΑΕ υποστήριξε ότι η Αρχή δεν διαθέτει νομοθετική εξουσιοδότηση να ελέγξει εισαγγελικές διατάξεις, ενώ εκπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για λογαριασμό της ΕΥΠ υποστήριξε ότι οι αποφάσεις της ΑΔΑΕ δεν θα έπρεπε καν να προσβάλλονται.
Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε για την έκδοση της απόφασής του, η οποία αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς θα επηρεάσει συνολικά το πλαίσιο λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών και των υπηρεσιών ασφαλείας σε υποθέσεις που αφορούν την εθνική ασφάλεια.
Νέα κατάθεση στη δίκη για το Predator: «Μου έστελναν μηνύματα με λινκ για το edwlio5»
Εν τω μεταξύ, στη δίκη για τις παρακολουθήσεις μέσω του παράνομου λογισμικού Predator, κατατέθηκαν νέα στοιχεία από την Α.Ρ., πρώην υπάλληλο της ΕΥΠ, η οποία περιέγραψε εκτενώς τη διαδρομή της στην υπηρεσία και τις συνθήκες υπό τις οποίες, όπως υποστηρίζει, έγινε στόχος παρακολούθησης.
Η μάρτυρας ανέφερε ότι εργαζόταν στην ΕΥΠ από το 2009, έχοντας υπηρετήσει σε αντικατασκοπεία, στο προξενείο της Κωνσταντινούπολης και στη Θράκη, πριν απομακρυνθεί αιφνιδίως από τη θέση της και τεθεί σε υπηρεσία χωρίς αντικείμενο. Παρότι δικαιώθηκε νομικά, παρέμεινε στο περιθώριο της υπηρεσιακής ιεραρχίας.
Το 2023, όπως είπε, ενημερώθηκε ότι ήταν ανάμεσα στα θύματα του Predator, ενώ τα πρώτα ύποπτα σημάδια εμφανίστηκαν ήδη από τον Μάρτιο του 2021. Η ίδια ανέφερε ότι λόγω της εκπαίδευσής της αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το κινητό της και ζήτησε επίσημο έλεγχο, ο οποίος επιβεβαίωσε την παρακολούθηση.
Σε ερώτηση της έδρας σχετικά με το αν τα μηνύματα αυτά συνδέονταν με κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, η μάρτυρας απάντησε ότι το αποδίδει σε προηγούμενη καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης που είχε κάνει εντός της υπηρεσίας. «Η επόμενη διοίκηση φαίνεται ότι παρακολουθούσε αν θα προχωρούσα σε καταγγελία για συγκάλυψη», είπε χαρακτηριστικά.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η αναφορά της στο περιεχόμενο των επίμαχων μηνυμάτων: «Υπήρχε ένα λινκ με τον τίτλο edwlio5, που παρέπεμπε σε ένα μικρό δωμάτιο πίσω από το γραφείο του διοικητή. Δεν πάτησα ποτέ τον σύνδεσμο. Το κινητό μου δεν ανήκε σε συνδρομητή, δεν απαντούσε, αλλά τα μηνύματα συνέχισαν και στο νέο κινητό, ακόμη κι αφού άλλαξα συσκευή».
Όταν ρωτήθηκε ποιος θεωρεί ότι έστελνε τα μηνύματα, η μάρτυρας απάντησε: «Αυτοί που είχαν πρόσβαση στο λογισμικό. Δεν πιστεύω ότι το αγόρασαν· πιθανότατα ενοικιάστηκε ή χειριζόταν από αποσπασμένους αστυνομικούς. Για να λειτουργήσει, χρειάζεται άνθρωπο που να σχεδιάζει μηνύματα ώστε να παραπλανήσει τον στόχο».
Η κατάθεση της Α.Ρ. προσθέτει ακόμη ένα κομμάτι στο παζλ των αποκαλύψεων για το Predator, σε μια υπόθεση που συνεχίζει να απασχολεί τη Δικαιοσύνη, την πολιτική σκηνή και την ευρωπαϊκή εποπτεία για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα.
Η εξέλιξη των δύο υποθέσεων –της προσφυγής Κουκάκη στο ΣτΕ και της δίκης για το Predator– υπογραμμίζει ότι το θέμα των υποκλοπών παραμένει ανοικτό σε πολλαπλά επίπεδα. Και οι επόμενες αποφάσεις της Δικαιοσύνης θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό αν και πώς η θεσμική εμπιστοσύνη μπορεί να αποκατασταθεί.