Η εικόνα που αναδύεται από τη νέα πανελλαδική έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την ALCO, είναι σχεδόν δυστοπική.
Μια γενιά νέων ανθρώπων, μορφωμένων, εξοικειωμένων με την τεχνολογία, με αξίες και υψηλές προσδοκίες από τη ζωή, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια αγορά εργασίας που δεν μπορεί να της προσφέρει ούτε αξιοπρέπεια ούτε προοπτική. Η Generation Z —οι νέοι έως 29 ετών— φαίνεται να μεγαλώνουν μέσα σε μια νέα “κανονικότητα” χαμηλών μισθών, επισφάλειας και ψυχικής εξάντλησης, που καθυστερεί τη μετάβαση στην ενήλικη ζωή και αποσαθρώνει την εμπιστοσύνη τους προς το μέλλον.
Η έρευνα, με τίτλο «Νέοι και Εργασία 2025», καταγράφει την καθημερινότητα, τις αξίες και τις αγωνίες των νέων εργαζομένων στην Ελλάδα. Το δείγμα των 1.500 νέων ανθρώπων, που συμμετείχαν τον Οκτώβριο του 2025, αποτυπώνει μια γενιά που εργάζεται, αλλά δεν ζει. Που σπουδάζει, αλλά δεν αξιοποιείται. Που μαθαίνει, αλλά δεν προοδεύει. Και πάνω απ’ όλα, μια γενιά που φοβάται ότι η εργασία —αντί να αποτελεί γέφυρα προς την αυτονομία— έχει μετατραπεί σε μηχανισμό καθήλωσης και εξάντλησης.
Οικονομική εξάρτηση: η ενηλικίωση που δεν έρχεται ποτέ
Το πρώτο εύρημα που προκαλεί εντύπωση —και ανησυχία— είναι η εκτεταμένη οικονομική εξάρτηση των νέων εργαζομένων. Μόλις το 20% ζουν μόνοι τους, ενώ το 45% εξακολουθεί να μένει με τους γονείς του. Ανάμεσά τους, όσοι εργάζονται με μερική απασχόληση φτάνουν το 65%. Το 70% δηλώνει ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για τις βασικές ανάγκες, και σχεδόν τα δύο τρίτα εξαρτώνται οικονομικά από την οικογένεια.
Η ελληνική Generation Z, λοιπόν, δεν είναι “γενιά του καναπέ”, αλλά “γενιά της ανάγκης”. Η παρατεταμένη παραμονή στην οικογενειακή εστία δεν είναι επιλογή, αλλά επιβίωση. Με μισθούς που σπάνια ξεπερνούν τα 800 ευρώ και με ενοίκια που έχουν εκτοξευθεί, η οικονομική αυτονομία γίνεται άπιαστο όνειρο. Κι έτσι καθυστερεί η δημιουργία νοικοκυριού, η απόκτηση οικογένειας, η συγκρότηση επαγγελματικής ταυτότητας.
Η κρίση των προηγούμενων δεκαετιών έχει αφήσει ανεπούλωτα τραύματα: η ανεργία των νέων εξακολουθεί να είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, η αγορά κατοικίας παραμένει εχθρική, και το κοινωνικό κράτος αδύναμο. Το αποτέλεσμα είναι μια “παγωμένη μετάβαση” στην ενηλικίωση – μια γενιά που εργάζεται, αλλά δεν μπορεί να ζήσει ως ενήλικη.
Εκπαίδευση χωρίς αντίκρισμα: το παράδοξο των πτυχίων
Ένα δεύτερο κρίσιμο εύρημα είναι η ασυνέχεια μεταξύ εκπαίδευσης και απασχόλησης. Το 38% των νέων δηλώνουν ότι η εργασία τους δεν έχει καμία σχέση με τις σπουδές τους, ενώ σχεδόν οι μισοί θεωρούν ότι η εκπαίδευσή τους δεν τους προετοίμασε επαρκώς για την αγορά εργασίας. Κι όμως, η Generation Z είναι η πιο μορφωμένη γενιά στην ελληνική ιστορία: το 86% δηλώνει ισχυρή διάθεση για συνεχιζόμενη μάθηση και το 65% νιώθει επαρκές στις ψηφιακές δεξιότητες.
Αυτή η αντίφαση φωτίζει ένα δομικό πρόβλημα: η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να απορροφήσει τους νέους της γνώσης. Οι επιχειρήσεις χαμηλής τεχνολογικής έντασης, η έλλειψη καινοτόμων θέσεων εργασίας και η απουσία σύνδεσης πανεπιστημίων – αγοράς οδηγούν σε μαζική υποαπασχόληση πτυχιούχων.
Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος “παραγωγικού αναλφαβητισμού”: η κοινωνία επενδύει στη μόρφωση των νέων, αλλά η οικονομία τους ανταμείβει με προσωρινές συμβάσεις και χαμηλούς μισθούς. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η αποσύνδεση της γνώσης από την εργασία δημιουργεί “διπλή παγίδα”: απογοήτευση και απαξίωση της προσπάθειας.
Εργασιακή καθημερινότητα: burnout στα 25
Αν υπάρχει ένα κοινό συναίσθημα που διατρέχει την έρευνα, είναι η εξουθένωση. Το 62% δηλώνει ότι η δουλειά επηρεάζει αρνητικά την προσωπική του ζωή, το 60% βιώνει επαγγελματική εξάντληση και το 46% αναφέρει επιβάρυνση της υγείας ή του ύπνου του. Μόνο ένας στους πέντε νέους αισθάνεται ότι διατηρεί ισορροπία μεταξύ εργασίας και ζωής, ενώ το 53% υποφέρει από άγχος και στρες.
Η Generation Z μεγαλώνει σε μια εποχή όπου η εργασία δεν είναι πια απλώς κόπος, αλλά διαρκής αυτοπαρακολούθηση. Η πίεση της απόδοσης, η αβεβαιότητα της σύμβασης, η απουσία συλλογικής προστασίας και τα θολά όρια μεταξύ “δουλεύω” και “ζω” διαμορφώνουν μια νέα κουλτούρα ψυχικής κόπωσης.
Αν η προηγούμενη γενιά μιλούσε για το “δικαίωμα στην εργασία”, η σημερινή ζητά το “δικαίωμα στην ανάσα”. Οι νέοι εργάζονται περισσότερο, αλλά νιώθουν λιγότερο συνδεδεμένοι με ό,τι κάνουν. Το burnout δεν είναι πια σύμπτωμα —είναι το περιβάλλον.
Ηθική της εργασίας: η ψυχική υγεία πάνω από το χρήμα
Μέσα σε αυτή την ασφυκτική πραγματικότητα, η Generation Z ανατρέπει και το αξιακό πλαίσιο γύρω από την εργασία. Για το 70% η ψυχική υγεία προηγείται της οικονομικής ασφάλειας, ενώ το 73% θεωρεί ότι η δουλειά πρέπει να έχει νόημα πέρα από την αμοιβή. Σχεδόν οι μισοί βλέπουν την εργασία ως πηγή ταυτότητας και αυτοεκτίμησης, αλλά το 44% δηλώνει ότι θα εγκατέλειπε μια δουλειά που δεν τον εκφράζει, ακόμη κι αν έχανε εισόδημα.
Η νέα γενιά δεν θέλει απλώς “δουλειά”, αλλά εργασία με σκοπό. Θέλει να αισθάνεται ότι συνεισφέρει, ότι εκφράζεται, ότι υπάρχει νόημα. Ωστόσο, η ελληνική αγορά εργασίας παραμένει, όπως φαίνεται, κλειστή σε αυτή την αξιακή μετατόπιση: μόνο το 36% δηλώνει ότι μπορεί να αναπτύσσει πρωτοβουλίες και να εκφράζει ιδέες, ενώ μόλις το 24% νιώθει ότι η δημιουργικότητα επιβραβεύεται.
Ταυτόχρονα, το 72% δηλώνει ότι θα προτιμούσε να εργάζεται σε εταιρείες με κοινωνική και περιβαλλοντική ευαισθησία —ένα ποσοστό που μαρτυρά τη βαθιά επιθυμία για εργασιακή ηθική και συλλογική ευθύνη. Κι όμως, το 65% θα δεχόταν “μαύρη εργασία” αν δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ένα αντιφατικό, αλλά απολύτως ανθρώπινο εύρημα: όταν η επιβίωση πιέζει, ακόμη και οι αξίες δοκιμάζονται.
Θεσμική δυσπιστία, κοινωνική διαθεσιμότητα
Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς αποτελεί ακόμη έναν κρίσιμο δείκτη: μόνο το 15% των νέων εμπιστεύεται τους κρατικούς μηχανισμούς προστασίας της εργασίας, ενώ το 65% δηλώνει το αντίθετο. Παρ’ όλα αυτά, η πίστη στη συλλογική δράση δεν έχει χαθεί.
Το 30% δηλώνει ότι υπάρχει ενεργό σωματείο στον χώρο εργασίας του, το 36% έχει συμμετάσχει σε κινητοποίηση ή απεργία, και ένα εντυπωσιακό 67% δηλώνει ότι θα συμμετείχε αν πίστευε πως το αίτημα είναι δίκαιο. Μπορεί η Generation Z να αποστασιοποιείται από τον παραδοσιακό συνδικαλισμό, ωστόσο δεν απορρίπτει την ιδέα της συλλογικότητας.
Οι νέοι γνωρίζουν τα δικαιώματά τους (το 60% το δηλώνει ρητά), αλλά δεν νιώθουν ότι το κράτος ή οι θεσμοί τους τα προστατεύουν. Έτσι, η δράση μετατοπίζεται από την πίστη στους θεσμούς, στην πίστη στη δικαιοσύνη του αιτήματος —μια βαθιά πολιτική μεταβολή, που αποτυπώνει το πέρασμα από τη θεσμική νομιμότητα στη βιωματική νομιμοποίηση.
Ένα μέλλον χωρίς πυξίδα
Αν υπάρχει ένα πεδίο όπου η απαισιοδοξία είναι καθολική, αυτό είναι οι προοπτικές. Το 72% των νέων δηλώνει ότι δεν βλέπει επαγγελματικό μέλλον στην Ελλάδα, μόλις το 9% αισθάνεται ικανοποιημένο από τις προοπτικές του, και το 46% σκέφτεται να εργαστεί στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα κινδυνεύει να βιώσει ένα δεύτερο brain drain, αυτή τη φορά όχι από τη γενιά των “μεταναστών της κρίσης”, αλλά από τη γενιά που μεγάλωσε μέσα σε αυτή. Η πικρή ειρωνεία είναι ότι το 79% των ερωτηθέντων πιστεύει πως οι γονείς τους έζησαν καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας.
Ταυτόχρονα, ενώ το 53% δηλώνει άνεση απέναντι στην τεχνητή νοημοσύνη, το 65% θεωρεί αδύνατη τη δημιουργία οικογένειας υπό τις παρούσες συνθήκες. Μια γενιά που προσαρμόζεται τεχνολογικά, αλλά ασφυκτιά κοινωνικά. Μια γενιά που κατανοεί τις αλλαγές, αλλά νιώθει ότι δεν θα επωφεληθεί από αυτές.
Μια γενιά με χαμηλές προσδοκίες, όχι χαμηλές ικανότητες
Το συμπέρασμα της έρευνας, όπως το διατυπώνουν οι επιστήμονες του ΙΝΕ ΓΣΕΕ και της ALCO, είναι σαφές:
«Η Generation Z της Ελλάδας είναι μια μορφωμένη, ευαίσθητη και αξιακά ώριμη γενιά, που όμως ζει μέσα σε καθεστώς χαμηλών προσδοκιών και δομικής αβεβαιότητας».
Η προοπτική ενός νέου κύματος μετανάστευσης αναδύεται ως απειλή. Χωρίς αναβάθμιση μισθών, ενίσχυση σταθερότητας, ανασυγκρότηση συλλογικής προστασίας και επένδυση στην ψυχική υγεία και τη δια βίου μάθηση, καμία πολιτική “brain regain” δεν μπορεί να πετύχει.
Η Generation Z δεν ζητά απλώς καλύτερους μισθούς· ζητά ζωή με νόημα και δικαιοσύνη. Ζητά να συμμετέχει σε έναν κόσμο που την ακούει, την εμπιστεύεται και της επιτρέπει να δημιουργήσει. Αντί γι’ αυτό, αντικρίζει μια αγορά που της ζητά να προσαρμόζεται αδιάκοπα, να επιβιώνει αθόρυβα και να ονειρεύεται με μέτρο.
Το στοίχημα της επόμενης μέρας
Η έρευνα «Νέοι και Εργασία 2025» δεν περιγράφει απλώς ένα κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ένα πολιτικό διακύβευμα. Αν η νέα γενιά συνεχίσει να αισθάνεται εγκλωβισμένη, τότε η ελληνική κοινωνία κινδυνεύει να γεράσει χωρίς μέλλον.
Η λύση δεν βρίσκεται μόνο στους δείκτες ανάπτυξης, αλλά στη μεταρρύθμιση της εργασιακής κουλτούρας:
– Στην αναβάθμιση των αμοιβών, ώστε η εργασία να ξαναγίνει πηγή αξιοπρέπειας.
– Στην ενίσχυση της σταθερότητας και της κοινωνικής προστασίας.
– Στην ουσιαστική σύνδεση εκπαίδευσης και παραγωγής.
– Και, πάνω απ’ όλα, στη μέριμνα για την ψυχική υγεία και την ισορροπία ζωής–εργασίας.
Αν η Generation Z φύγει, δεν θα φύγει μόνο για υψηλότερους μισθούς· θα φύγει για ένα μέλλον που πιστεύει ότι υπάρχει αλλού. Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό μήνυμα της έρευνας: πως η νέα γενιά δεν αμφισβητεί απλώς τις ευκαιρίες της· αρχίζει να αμφισβητεί την ίδια τη χώρα της.
Σε μια εποχή που η Τεχνητή Νοημοσύνη υπόσχεται άλματα παραγωγικότητας, η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει το σημαντικότερο κεφάλαιο που διαθέτει: το ανθρώπινο. Γιατί, όπως υπενθυμίζουν οι ερευνητές, η Generation Z δεν ζητά μόνο δουλειά. Ζητά έναν λόγο να μείνει.