Στην Ευρώπη των τελών της δεκαετίας του 1930, οι λέξεις «ειρήνη» και «ρεαλισμός» έγιναν συνώνυμα της υποχώρησης. Ο Νέβιλ Τσάμπερλεν, τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας αλλά και ο Γάλλος Εντουάρ Νταλαντιέ, πίστευαν ότι παραχωρώντας στον Χίτλερ «εύλογες απαιτήσεις» θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ειρήνη. Ο Μπενίτο Μουσολίνι αντιμετωπίστηκε ως «σκληρός μεν, αλλά προβλέψιμος» συνομιλητής. Η ιστορία απέδειξε το αντίθετο: ο κατευνασμός δεν απέτρεψε τον πόλεμο· τον προκάλεσε.
Του Ανατρεπτικού*
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης φαίνεται να επαναλαμβάνουν το ίδιο λάθος σε διαφορετικές αλλά εξίσου απειλητικές συνθήκες. Ο αυταρχισμός έχει αλλάξει πρόσωπο: δεν φορά πλέον στολή, αλλά κοστούμι. Και η ανοχή —ή, χειρότερα, η προσαρμογή— απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν θυμίζει επικίνδυνα τη λογική της Συνθήκης του Μονάχου.
Από το Μόναχο στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα
Η Ευρώπη του 2025 βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο μορφές αυταρχικής εξουσίας: μία εντός της Δύσης και μία εκτός.
Από τη μία, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιστρέφει στο κέντρο της αμερικανικής πολιτικής, αμφισβητώντας ευθέως το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, ακόμη και τα ίδια τα θεμέλια του αμερικανικού Συντάγματος εντός της χώρας του κατεβάζοντας στρατό στους δρόμους. Από την άλλη, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, που εδώ και δύο δεκαετίες αμφισβητεί τα σύνορα, δολοφονεί αντιφρονούντες και επιχειρεί να ξαναγράψει τον μεταψυχροπολεμικό χάρτη της Ευρώπης.
Κι όμως, η στάση πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων παραμένει διφορούμενη, αν όχι φοβική. Ορισμένες χώρες συνεχίζουν να μιλούν για «διαύλους επικοινωνίας» με τη Μόσχα, ενώ άλλες, κοιτώντας προς την Ουάσιγκτον, προσπαθούν να προσαρμοστούν στην νέα προεδρία Τραμπ “διότι έτσι επιβάλλεται σε υπεύθυνες χώρες” όπως είπε πρόσφατα ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή.
Η κοινή συνισταμένη; Η απουσία πολιτικού θάρρους.
Οι «ρεαλιστές» της Ευρώπης
Η λογική του κατευνασμού στηρίζεται πάντα στην αυταπάτη του ελέγχου: πως ο αυταρχισμός μπορεί να περιοριστεί με χειραψίες, φωτογραφίες, εμπορικές συμφωνίες και «αμοιβαία κατανόηση».
Σήμερα, οι σύγχρονοι Τσάμπερλεν φορούν ευρωπαϊκά κουστούμια. Ο Εμανουέλ Μακρόν δηλώνει ότι «η Ευρώπη πρέπει να προσαρμοστεί σε κάθε Αμερικανό πρόεδρο» — ακόμη κι αν αυτός αποκηρύξει την ίδια τη δημοκρατία. Οι Γερμανοί επιδεικνύουν υποτίθεται πιο σκληρή στάση για την Ουκρανία, αποφεύγοντας όμως να αναλάβουν το πολιτικό ρίσκο καθώς βλέπουν τον Τραμπ να τα βρίσκει με τον Πούτιν και να αδειάζει συστηματικά τον Ζελένσκι. Και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επιμένει στη «συνέχεια» των διατλαντικών σχέσεων, ακόμη κι όταν αυτές κινδυνεύουν να εκτραπούν σε υποτέλεια.
Ακόμα και εκτός Ευρώπης, η στάση είναι ενδεικτική: ορισμένοι ηγέτες, από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Ινδία, προσεγγίζουν τον Πούτιν με το βλέμμα στραμμένο στο συμφέρον και όχι στις αξίες. Οι ίδιες δυνάμεις που κάποτε έκαναν τα στραβά μάτια στην άνοδο του Μουσολίνι και του Χίτλερ, κάνουν τώρα το ίδιο με τους αυταρχικούς ηγέτες της εποχής τους — απλώς με άλλη γλώσσα και άλλη αισθητική.
Ο φόβος ως στρατηγική
Όπως και στη δεκαετία του ’30, ο φόβος είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής.
Τότε, ήταν ο φόβος του πολέμου· τώρα, ο φόβος της αστάθειας και του οικονομικού κόστους αλλά και η ελπίδες για μία “πολεμική οικονομία” που θα διασώσει τις ηγεσίες και τις κυρίαρχες τάξεις σε βάρος των κοινωνιών. Οι ευρωπαϊκές χώρες εξαρτώνται ενεργειακά από τις ΗΠΑ και τεχνολογικά από τις αμερικανικές πλατφόρμες. Αυτή η εξάρτηση τρέφει την ψευδαίσθηση ότι η σιωπηλή αποδοχή είναι ρεαλισμός. Στην πραγματικότητα, είναι συνενοχή.
Όταν η Ευρώπη αποφεύγει να μιλήσει καθαρά απέναντι σε έναν Τραμπ που δηλώνει πως θα «τελειώσει το ΝΑΤΟ», ή σε έναν Πούτιν που απειλεί ευθέως τα ευρωπαϊκά σύνορα, το μήνυμα είναι σαφές: ο κατευνασμός δεν είναι παρελθόν, είναι πολιτική του παρόντος. Είναι ένδειξη αδυναμίας και παρακμής.
Η σιωπή ως προοίμιο ήττας
Οι δημοκρατίες σπάνια καταρρέουν απότομα· συνήθως διαβρώνονται σιωπηλά.
Στη δεκαετία του ’30, η σιωπή των συμμάχων έδωσε στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι το περιθώριο να δοκιμάσουν τα όρια της διεθνούς ανοχής. Σήμερα, η σιωπή απέναντι στον αυταρχισμό του Τραμπ και την επιθετικότητα του Πούτιν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο: κανονικοποιεί το παράλογο, υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, και προετοιμάζει το έδαφος για μια νέα εποχή απομόνωσης και εθνικισμού.
Η αδυναμία της Ευρώπης να χαράξει μια ανεξάρτητη στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης με κοινωνικό πρόσωπο είναι το μεγαλύτερο πολιτικό της κενό. Όταν η υπεράσπιση των αξιών μετατρέπεται σε διαπραγματεύσιμο όρο, τότε η ίδια η δημοκρατία παύει να είναι αξία και γίνεται προϊόν με ημερομηνία λήξης.
Η αυταπάτη της «συνύπαρξης»
Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται κατά γράμμα, αλλά έχει την κακή συνήθεια να επαναλαμβάνει τις αυταπάτες της.
Τότε, οι Ευρωπαίοι πίστεψαν ότι μπορούν να συνυπάρξουν με τον ολοκληρωτισμό. Σήμερα, πολλοί πιστεύουν ότι μπορούν να συνεννοηθούν με τον αυταρχισμό. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η υποχώρηση των δημοκρατικών αντανακλαστικών.
Ο Πούτιν και ο Τραμπ, αν και διαφορετικοί σε προέλευση και ρητορική, μοιράζονται κάτι κοινό: την περιφρόνηση για το διεθνές δίκαιο και τη δημοκρατική λογοδοσία. Κι αν ο πρώτος χρησιμοποιεί τη βία, ο δεύτερος χρησιμοποιεί τη δημαγωγία. Και στις δύο περιπτώσεις, η Δύση απαντά με την ίδια παθητική στρατηγική: «Ας μην τους προκαλέσουμε».
Από τον κατευνασμό στην αυτοϋπονόμευση
Η αποτυχία του κατευνασμού τη δεκαετία του ’30 δεν οφείλεται μόνο στην ηθική δειλία, αλλά και στη στρατηγική μυωπία. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πίστεψαν ότι ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι ήταν «διαχειρίσιμοι». Σήμερα, η Ευρώπη δείχνει να πιστεύει ότι ο Τραμπ μπορεί να «συνεργαστεί» και ο Πούτιν να «εξημερωθεί». Η Ιστορία διδάσκει ακριβώς το αντίθετο.
Ο Τραμπ είναι πλέον ξεκάθαρο ότι επιχειρεί να διαλύσει την αρχιτεκτονική της μεταπολεμικής Δύσης. Η Ευρώπη θα βρεθεί μπροστά σε έναν υπαρξιακό καθρέφτη: θα συνεχίσει να ελπίζει ότι θα την προστατέψει ένας ηγέτης που περιφρονεί την ίδια την έννοια της συμμαχίας;
Κι αν ο Πούτιν επιχειρήσει νέο κύκλο επιθετικότητας, ποια Ευρώπη θα βρεθεί απέναντί του — η Ευρώπη των αρχών ή η Ευρώπη της σιωπής και των κούφιων λεονταρισμών;
Το τίμημα της δειλίας
Η δημοκρατία δεν χάνεται μόνο όταν την καταλύουν οι εχθροί της, αλλά και όταν την εγκαταλείπουν οι φίλοι της.
Η Ευρώπη βρίσκεται ξανά μπροστά σε μια επιλογή που θα τη στιγματίσει ιστορικά: να σταθεί στο ύψος των αξιών της ή να τις εκχωρήσει, όπως το 1938, στο όνομα της «σταθερότητας».
Ο κατευνασμός απέναντι στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι γεννήθηκε από τον φόβο και την κόπωση των λαών· ο κατευνασμός απέναντι στον Τραμπ και τον Πούτιν γεννιέται από την εξάρτηση και την απουσία στρατηγικής.
Αν η Ευρώπη συνεχίσει να προσεύχεται για ειρήνη χωρίς να τη διεκδικεί, τότε, πράγματι, οι δημοκρατίες προσκυνούν και πάλι τα αυταρχικά καθεστώτα.
Και η Ιστορία —όπως πάντα— δεν θα τις συγχωρήσει.