Η οικονομία της Ευρωζώνης το 2025 κινείται σε μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα σε ήπια ανάκαμψη και διαρκείς προκλήσεις. Οι τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τοποθετούν την ανάπτυξη στο 0,9% για την Ευρωζώνη (1,1% στην ΕΕ), αναθεωρημένη χαμηλότερα λόγω του πιο αβέβαιου διεθνούς εμπορικού περιβάλλοντος και των αυξημένων δασμών, που θολώνουν την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Γράφει ο Μελέτης Ρεντούμης
Παρά ταύτα, η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική, με την ανεργία να υποχωρεί στο 6,2% τον Ιούλιο, ιστορικά χαμηλό για τα δεδομένα της ζώνης του ευρώ. Στο μέτωπο των τιμών, ο πληθωρισμός επανήλθε στο 2,1% τον Αύγουστο, ελαφρώς πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ, κυρίως λόγω τροφίμων και υπηρεσιών, κάτι που ενισχύει την προδιάθεση της ΕΚΤ να διατηρήσει τα επιτόκια στο 2% μετά τις περσινές μειώσεις.
Πίσω από τους μέσους όρους, οι δημοσιονομικές και ανταγωνιστικές ανισορροπίες παραμένουν εμφανείς. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ευρωζώνης στο α’ τρίμηνο του 2025 διαμορφώθηκε στο 2,9% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος ανέρχεται συνολικά στο 88% του ΑΕΠ, με σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ χωρών.
Πιο συγκεκριμένα, η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Ισπανία κινούνται πάνω από το 100% του ΑΕΠ, με την Ιταλία να κατευθύνεται κοντά στο 140% του ΑΕΠ το 2025. Η Επιτροπή προειδοποιεί ότι η χαμηλή παραγωγικότητα, οι υψηλές ενεργειακές δαπάνες και οι δημογραφικές πιέσεις διαβρώνουν την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και απαιτούν σταθερές επενδύσεις σε δεξιότητες, καινοτομία, πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό.
Η πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία επιβαρύνει το κλίμα. Η αλλαγή πρωθυπουργού δεν έλυσε τα θεμελιώδη ζητήματα, καθώς ο νέος επικεφαλής κυβερνά χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ ο οίκος S&P υπενθυμίζει ότι το χρέος υπερβαίνει το 110% του ΑΕΠ και το έλλειμμα προβλέπεται στο 5,6% το 2025.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ακρίβεια που επιμένει σε βασικά αγαθά, ο δομικός πληθωρισμός υπηρεσιών, η στεγαστική πίεση και η γεωπολιτική αστάθεια από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις ρωσικές προκλήσεις, λειτουργούν σωρευτικά αποθαρρυντικά για την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Στη Γερμανία, η οικονομία δείχνει σημάδια στάσιμης ανάκαμψης, καθώς η IFO αναθεώρησε οριακά ανοδικά το 2025, αλλά η μεγέθυνση παραμένει χαμηλή και εκτεθειμένη στις αναταράξεις του εμπορίου και του κόστους. Αυτό έχει σημασία για ολόκληρη την Ευρωζώνη, καθώς η γερμανική βιομηχανία συμπαρασύρει παραγγελίες και εξαγωγικές αλυσίδες αξίας.
Με βάση τα παραπάνω, η ΕΚΤ μπροστά σε αυτό το μίγμα, κρατά στάση αναμονής, με τον πληθωρισμό κοντά στον στόχο αλλά την ανάπτυξη υποτονική και προκρίνει σταθερότητα επιτοκίων, καθώς οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν εάν οι πρόσφατοι δασμοί και η πολιτική αβεβαιότητα θα μετατραπούν σε δεύτερο κύμα πιέσεων στο κόστος και τις προσδοκίες.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η εικόνα παραμένει σχετικώς καλύτερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η Επιτροπή προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 2–2,3% το 2025, στηριζόμενο σε κατανάλωση, τουρισμό και συνεχιζόμενη ενεργοποίηση των κονδυλίων του RRF, ενώ οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης επιβεβαιώνουν την επενδυτική βαθμίδα και αναγνωρίζουν την πτώση της ανεργίας και τη βελτίωση του τραπεζικού συστήματος.
Το χρέος παραμένει υψηλό, αλλά ακολουθεί καθοδική τροχιά, καθώς από 153% του ΑΕΠ το 2024 υποχώρησε περαιτέρω στις αρχές του 2025 και σύμφωνα με την Επιτροπή, μπορεί να κινηθεί γύρω στο 146% μέχρι το τέλος του έτους, με πολύ μακρά μέση διάρκεια και περιορισμένο κόστος εξυπηρέτησης.
Ωστόσο, η Ελλάδα δεν είναι απρόσβλητη από το γεωπολιτικό ρίσκο. Η επιβράδυνση σε βασικούς εμπορικούς εταίρους, οι αβεβαιότητες του εξωτερικού εμπορίου και οι πιέσεις στο κόστος κατοικίας μπορούν να μετριάσουν το διαθέσιμο εισόδημα και την επενδυτική διάθεση. Η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων, η θωράκιση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η στοχευμένη αξιοποίηση του RRF ιδίως σε παραγωγικό κεφάλαιο, καινοτομία, πράσινες και ψηφιακές υποδομές, είναι κρίσιμες για να συνεχιστεί η απομείωση του χρέους και να προσελκυσθούν πρόσθετες ιδιωτικές επενδύσεις, περιλαμβανομένων ΣΔΙΤ και επανεπενδύσεων σε logistics, ενέργεια και τεχνολογία.
Συνολικά, η Ευρωζώνη το 2025 βρίσκεται σε χαμηλές αποδόσεις, καθώς η ήπια ανάπτυξη, ο πληθωρισμός κοντά στον στόχο, αλλά και η έντονη ανομοιογένεια σε χρέος και ελλείμματα, παραμένουν ένα διαρθρωτικό πρόβλημα.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως για την Ελλάδα, το παράθυρο ευκαιρίας είναι υπαρκτό αλλά στενό καθώς η συνέπεια στη δημοσιονομική πολιτική, η επίσπευση μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν παραγωγικότητα και η εξαγωγική βάση και η σταθερή απορρόφηση επενδυτικών πόρων θα κρίνουν αν η χώρα θα κεφαλαιοποιήσει τη σχετική της υπεραπόδοση ή θα συρθεί σταδιακά μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που παλεύει να ξαναβρεί την ανταγωνιστικότητά του, μέσα από σημαντικές γεωπολιτικές συγκρούσεις.
Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός