Το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε νέους κανόνες για τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους, απαιτώντας από αυτούς να εγκρίνουν οι ίδιοι οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με το Πεντάγωνο, είτε διαβαθμισμένη είτε μη, πριν τη δημοσίευσή της.
Οι δημοσιογράφοι που δεν συμμορφώνονται κινδυνεύουν να χάσουν την πρόσβασή τους στο Πεντάγωνο. Η ανακοίνωση αυτή, γνωστοποιημένη με υπόμνημα την Παρασκευή, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από δημοσιογραφικούς οργανισμούς και ενώσεις.
Διεθνείς οργανισμοί καταγγέλλουν περιορισμούς στον Τύπο
Το Reuters υπογραμμίζει ότι «ένας ελεύθερος και ανεξάρτητος Τύπος είναι απαραίτητος για την αμερικανική δημοκρατία», ενώ οι New York Times τονίζουν ότι η κίνηση αυτή «καταπνίγει το δικαίωμα του κοινού να καταλάβει τι κάνει η κυβέρνησή του». Η Wall Street Journal εκφράζει ανησυχία για τον αντίκτυπο στους δημοσιογράφους της, ενώ η Washington Post χαρακτηρίζει την πρωτοβουλία αντίθετη προς την Πρώτη Τροπολογία και το δημόσιο συμφέρον.
Ακολουθούν ορισμένες από τις δηλώσεις τους:
REUTERS
«Ανησυχούμε εντονότατα για τους πρόσφατα ανακοινωθέντες περιορισμούς που επέβαλε το Πεντάγωνο στη δημοσιογραφική κάλυψη. Ένας ελεύθερος και ανεξάρτητος Τύπος είναι απαραίτητος για την αμερικανική δημοκρατία διασφαλίζοντας διαφάνεια και λογοδοσία. Η όποια προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να περιορίσει τη δυνατότητα των δημοσιογράφων να καλύπτουν την ειδησειογραφία υπονομεύει την προστασία που παρέχει η Πρώτη Τροπολογία (του Συντάγματος των ΗΠΑ) και περιορίζει την ελεύθερη ροή των πληροφοριών που είναι κρίσιμη για τον ενημερωμένο δημόσιο διάλογο. Παραμένουμε δεσμευμένοι στην κάλυψη (ειδήσεων που αφορούν) το Πεντάγωνο με έναν αμερόληπτο, ακριβή και ανεξάρτητο τρόπο, ο οποίος συνάδει με τις Αρχές του Οργανισμού Thomson Reuters», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Reuters.
NEW YORK TIMES
«Το να ζητάς από τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους να υποκύψουν σε τέτοιου είδους περιορισμούς βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την προστασία που παρέχει το Σύνταγμα για έναν ελεύθερο Τύπο σε μια δημοκρατία και (συνιστά) μια συνεχιζόμενη προσπάθεια να καταπνίξεις το δικαίωμα του κοινού να καταλάβει τι κάνει η κυβέρνησή του. Αυτό είναι ένα ακόμη βήμα σε μια ανησυχητική τάση περιορισμού της πρόσβασης σε ό,τι κάνει ο στρατός με έξοδα του φορολογούμενου. Οι δημοσιογράφοι μας θα συνεχίσουν να μεταδίδουν τα γεγονότα εις βάθος και αντικειμενικά», δήλωσε εκπρόσωπος της εφημερίδας New York Times.
WALL STREET JOURNAL
«Είμαστε σφόδρα ενοχλημένοι από αυτή την εξέλιξη και από αυτό που σηματοδοτεί. Αξιολογούμε επί του παρόντος τον αντίκτυπό της στο δημοσιογραφικό μας δυναμικό», είπε εκπρόσωπος της Wall Street Journal.
WASHINGTON POST
«Το Σύνταγμα προστατεύει το δικαίωμα της δημοσιογραφικής κάλυψης των ενεργειών δημοκρατικά εκλεγμένων και διορισμένων κυβερνητικών αξιωματούχων. Όποια απόπειρα της κυβέρνησης να ελέγξει τα μηνύματα και να περιορίσει την πρόσβαση είναι αντίθετη προς την Πρώτη Τροπολογία και ενάντια στο δημόσιο συμφέρον. Η Washington Post θα συνεχίσει να επιδιώκει την ακριβή και δίκαιη δημοσιογραφική κάλυψη με γνώμωνα αυτό το συμφέρον», σχολίασε ο Ματ Μάρεϊ, εκτελεστικός διευθυντής της εφημερίδας.
Αβεβαιότητα για ξένους δημοσιογράφους
Οι νέες ρυθμίσεις συμπίπτουν με αλλαγές στις βίζες των ξένων δημοσιογράφων, με τη διάρκεια να μειώνεται στις 240 ημέρες και μόλις 90 για κινέζους ανταποκριτές. Περίπου 100 διεθνή μέσα ενημέρωσης προειδοποιούν ότι αυτό «θα περιορίσει την ποσότητα και την ποιότητα της κάλυψης» της αμερικανικής επικαιρότητας. Δημοσιογράφοι αναφέρουν ότι η σύντομη διάρκεια των βίζων δυσχεραίνει την εγκατάσταση, τη δημιουργία δικτύου πηγών και την κατανόηση της χώρας, ενώ ανοίγει τον δρόμο για πρακτικές λογοκρισίας και πίεσης από την κυβέρνηση.
Το Γαλλικό Πρακτορείο επικοινώνησε με πολλούς ξένους δημοσιογράφους για το άρθρο αυτό. Λίγοι απάντησαν και όσοι δέχθηκαν να μιλήσουν το έκαναν με την προϋπόθεση ότι δεν θα κατονομασθούν.
Η συντομότερη διάρκεια της βίζας «δημιουργεί τις συνθήκες για ένα σύστημα λογοκρισίας, στο πλαίσιο του οποίου η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να εξαργυρώνει την πρόσβαση με αντάλλαγμα την υπακοή», εκφράζει την ανησυχία της σε ανακοίνωση η Κάθριν Γιάκομπσεν, εκπρόσωπος της μη κυβερνητικής οργάνωσης Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων.
«Η ελευθερία του Τύπου δεν σταματά στα σύνορα. Εξαρτάται από ανταποκριτές που μπορούν να εργάζονται εδώ χωρίς να φοβούνται ότι ο καιρός τους είναι μετρημένος», διαμαρτύρεται από την πλευρά του στο X ο πρόεδρος της δημοσιογραφικής ένωσης National Press Club, Μάικ Μπαλσάμο.
«Ταραξίες»
Αυτή η δημοσιογραφική ένωση, που έχει την έδρα της στην Ουάσινγκτον, επισημαίνει ότι οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να προκαλέσουν αντίποινα εναντίον αμερικανών δημοσιογράφων που εργάζονται στο εξωτερικό.
Μολονότι οι ανταποκριτές που ερωτήθηκαν δεν έκαναν λόγο για ιδιαίτερη εχθρότητα εκ μέρους του ίδιου του Λευκού Οίκου, υπογραμμίζουν ότι πολιτικές φυσιογνωμίες του κινήματος MAGA (Make America Great Again) δεν διστάζουν να στοχοθετήσουν ειδικά ξένους δημοσιογράφους.
Ο Ρίτσαρντ Γκρενέλ, στενός συνεργάτης του Ντόναλντ Τραμπ που είχε διατελέσει πρεσβευτής στη Γερμανία, ζήτησε πρόσφατα μέσω του X να αρθεί η βίζα ενός δημοσιογράφου της δημόσιας γερμανικής τηλεόρασης ZDF.
«Δεν υπάρχει χώρος στις Ηνωμένες Πολιτείες γι’ αυτού του είδους τους ταραξίες», έγραψε επικρίνοντας μια βιντεοσκοπημένη παρέμβαση αυτού του δημοσιογράφου αφιερωμένη σ’ έναν από τους συμβούλους που έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή στον Λευκό Οίκο, τον Στίβεν Μίλερ.
Μετά τον θάνατο από σφαίρα του Τσάρλι Κερκ, φίλου του αμερικανού προέδρου, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος της αμερικανικής διπλωματίας είχε προειδοποιήσει όλους τους ξένους που «χειροκροτούν, προσπαθούν να εκλογικεύσουν ή αντιμετωπίζουν με ελαφρότητα» αυτή τη δολοφονία.
Προεδρικές επιθέσεις και πολιτικές πιέσεις
Η πίεση δεν περιορίζεται στο Πεντάγωνο: ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα επιπλήξει δημοσιογράφους, ξένους και Αμερικανούς, και συνεργάτες του όπως ο Ρίτσαρντ Γκρενέλ έχουν στοχοποιήσει ξένα ΜΜΕ, ζητώντας ακόμα και άρση βίζας. Δημοσιογραφικές ενώσεις προειδοποιούν για αντίποινα εναντίον Αμερικανών δημοσιογράφων στο εξωτερικό, ενώ ο περιορισμός της ελευθερίας του Τύπου στις ΗΠΑ θεωρείται ότι επηρεάζει και την παγκόσμια ενημέρωση.
Ακροδεξιά “κατάληψη” στον Λευκό Οίκο
Στο αντίθετο άκρο, μέσα γνωστά για προώθηση ιδεών παρόμοιων με αυτές του Τραμπ, όπως το βρετανικό GB News, λαμβάνουν ιδιαίτερη προσοχή και πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, όπως φαίνεται από πρόσφατες επισκέψεις και ταξίδια με το προεδρικό αεροπλάνο. Η επιλογή αυτή ενισχύει την ανησυχία ότι η κυβέρνηση προτιμά μέσα που υιοθετούν ή μαλακώνουν τη θέση της.
«Μη διστάσετε να μου επισημάνετε τέτοια σχόλια», συμβούλευσε μέσω του X ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Κρίστοφερ Λαντάου.
Η επιστροφή στην εξουσία του ρεπουμπλικανού δισεκατομμυριούχου δεν ήταν κακή είδηση για όλα τα ξένα ΜΜΕ. Ορισμένα, που είναι γνωστό ότι προωθούν στις χώρες τους ιδέες παρόμοιες με αυτές του Ντόναλντ Τραμπ, είναι ευπρόσδεκτα στον Λευκό Οίκο.
Παράδειγμα, ο βρετανικός τηλεοπτικός σταθμός GB News, στους αστέρες του οποίου περιλαμβάνεται ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος Reform UK, που έγινε πρόσφατα δεκτός στο Οβάλ Γραφείο.
Μια δημοσιογράφος του GB News προσκλήθηκε να ταξιδέψει με το αμερικανικό προεδρικό αεροπλάνο, όπου οι θέσεις είναι σπάνιες, όσο και περιζήτητες, με την ευκαιρία της επίσκεψης του Ντόναλντ Τραμπ την περασμένη εβδομάδα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Όταν ο πρόεδρος εμφανίσθηκε στο χώρο των δημοσιογράφων μέσα στο αεροπλάνο, τον διαβεβαίωσε ότι οι τηλεθεατές του καναλιού της θα ήθελαν να τον δούν να «αλλάζει θέσεις» με τον πρωθυπουργό των Εργατικών Κιρ Στάρμερ.
Η νέα πολιτική του Πενταγώνου και οι συνοδευτικές παρεμβάσεις δημιουργούν ένα σκηνικό ασφυκτικού ελέγχου στην ενημέρωση, εγείροντας ερωτήματα για το μέλλον της ελευθερίας του Τύπου στις Ηνωμένες Πολιτείες.