Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια αυξανόμενη απειλή στον χώρο της υγειονομικής περίθαλψης: ο ανθεκτικός στα φάρμακα μύκητας Candidozyma auris (νέα ονομασία του Candida auris) εξαπλώνεται με ταχύ ρυθμό σε νοσοκομεία και κλινικές, προκαλώντας ανησυχία στις υγειονομικές αρχές.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), ο μύκητας αυτός μπορεί να προκαλέσει σοβαρές λοιμώξεις, ιδίως σε ασθενείς που είναι ήδη εύθραυστοι ή ανοσοκατεσταλμένοι, και είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί με τα συνήθη αντιμυκητιασικά φάρμακα.
Αύξηση κρουσμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη
Μεταξύ 2013 και 2023, πάνω από 4.000 κρούσματα έχουν καταγραφεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις γειτονικές χώρες, με αύξηση των περιστατικών τα τελευταία χρόνια. Οι χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων είναι η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Γερμανία, ενώ πρόσφατες επιδημίες έχουν αναφερθεί στην Κύπρο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Το 2023, ο μύκητας εντοπίστηκε σε συνολικά 18 χώρες.
Ο επικεφαλής της ομάδας του ECDC για την αντοχή στα αντιμικροβιακά, Διαμαντής Πλαχούρας, δήλωσε ότι σε ορισμένες περιοχές ο C. auris είναι πλέον τόσο διαδεδομένος που μοιάζει με ενδημικό νοσοκομειακό μικροοργανισμό, καθιστώντας δύσκολη τη διάκριση νέων κρουσμάτων από τα υπάρχοντα.
Υποκαταγραφή και έλλειψη προγραμμάτων επιτήρησης
Ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων πιθανώς υποτιμάται. Από τις 36 ευρωπαϊκές χώρες που περιλαμβάνονται στην έκθεση, μόνο 17 διαθέτουν εθνικά προγράμματα επιτήρησης για τον C. auris, ενώ μόλις 15 έχουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για την πρόληψη και τον έλεγχο λοιμώξεων.
Συμπτώματα και διάγνωση
Τα συμπτώματα του C. auris δεν είναι σταθερά και ποικίλλουν ανάλογα με τη θέση της λοίμωξης. Μολυσμένα άτομα μπορεί να εμφανίσουν πυρετό και ρίγη, ενώ ο μύκητας μπορεί να επηρεάσει το αίμα, τραύματα ή ακόμη και τα αυτιά. Η διάγνωση απαιτεί εργαστηριακές εξετάσεις, καθώς η κλινική εικόνα δεν είναι χαρακτηριστική.
Ταχύτατη εξάπλωση και διεθνής διάδοση
Ο C. auris αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία το 2009 και, μόλις εισαχθεί σε μια χώρα, εξαπλώνεται γρήγορα, κυρίως μέσω ασθενών που νοσηλεύονται σε χώρες όπου ήδη υπάρχει ο μύκητας. Όπως εξηγεί ο Πλαχούρας, «συνήθως ένας ασθενής φέρνει τον μύκητα από μια άλλη χώρα, και μέσα σε λίγα χρόνια ο οργανισμός εξαπλώνεται στο νέο περιβάλλον».
Προειδοποίηση για ενίσχυση των μέτρων
Το ECDC καλεί τις χώρες να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους για έγκαιρη ανίχνευση και έλεγχο του C. auris, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωσή του. Ο Πλαχούρας τονίζει: «Αποτελεί μεγάλη ανησυχία και σαφή απειλή για την ασφάλεια των ασθενών στα νοσοκομεία σε όλη την Ευρώπη».
Η αύξηση των κρουσμάτων του Candidozyma auris υπογραμμίζει την ανάγκη για αυστηρά μέτρα πρόληψης, τακτική επιτήρηση και ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας στον τομέα της δημόσιας υγείας, προκειμένου να αποφευχθεί μια πιθανή ευρύτερη κρίση στα νοσοκομειακά περιβάλλοντα.
Ο Candida auris είναι ένας είδος μύκητα που αποτελεί ιδιαίτερη απειλή για την υγεία, κυρίως σε νοσοκομειακά περιβάλλοντα. Ακολουθούν τα βασικά χαρακτηριστικά του:
- Ανθεκτικός στα φάρμακα: Πολλές μορφές του C. auris είναι ανθεκτικές σε συνήθη αντιμυκητιασικά φάρμακα, γεγονός που καθιστά τις λοιμώξεις δύσκολες στη θεραπεία.
- Ευκολία εξάπλωσης: Μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα σε νοσοκομεία και κλινικές μέσω μολυσμένων επιφανειών ή επαφής με μολυσμένο προσωπικό ή ασθενείς.
- Σοβαρές λοιμώξεις: Προκαλεί κυρίως λοιμώξεις σε άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως ασθενείς που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ ή έχουν υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις. Μπορεί να επηρεάσει το αίμα, τα τραύματα ή τα αυτιά και σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές ή θάνατο.
- Δύσκολη διάγνωση: Τα συμπτώματα δεν είναι χαρακτηριστικά και απαιτούν ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις για επιβεβαίωση της μόλυνσης.
- Σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη: Εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία το 2009 και έκτοτε εξαπλώνεται σε νοσοκομεία σε πολλές χώρες, καθιστώντας τον έναν σημαντικό παθογόνο μικροοργανισμό της σύγχρονης δημόσιας υγείας.