Η ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ μπαίνει και πάλι σε φάση ευθείας αντιπαράθεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση εκτοξεύοντας νέες απειλές.
Σε συνέντευξή του στο CNBC, ο Αμερικανός πρόεδρος όχι μόνο επανέφερε την απειλή επιβολής υψηλών δασμών –μέχρι και 35%– σε περίπτωση που οι Βρυξέλλες δεν τηρήσουν τη δέσμευση για επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ, αλλά άνοιξε ξανά μέτωπο, στοχεύοντας ευθέως τη φαρμακοβιομηχανία.
«Δώρο» ή οικονομικός εκβιασμός;
Ο Τραμπ περιέγραψε το ποσό των 600 δισ. δολαρίων ως «δώρο» προς την Αμερική, με πλήρη ελευθερία χρήσης: «Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω με αυτά τα χρήματα», είπε, χωρίς να κρύψει την πρόθεσή του να τα αξιοποιήσει με γνώμονα τα αμερικανικά συμφέροντα. Για τους επικριτές του, η τοποθέτηση αυτή μοιάζει περισσότερο με πολιτική εργαλειοποίηση μιας εμπορικής συμφωνίας, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει τριγμούς στην ήδη εύθραυστη διατλαντική σχέση.
Προσωπικές αιχμές και πολιτικό μήνυμα
Στην ίδια συνέντευξη, ο Τραμπ δεν δίστασε να επιτεθεί προσωπικά στην πρωθυπουργό της Ελβετίας, κατηγορώντας την ότι «δεν ήθελε να ακούσει» τα επιχειρήματά του. Η αναφορά αυτή, αν και φαινομενικά δευτερεύουσα, εντάσσεται στη συνήθη στρατηγική του να προσωποποιεί τις διαπραγματεύσεις, ασκώντας πίεση σε ηγέτες που θεωρεί ότι αντιστέκονται στις απαιτήσεις του.
Η φαρμακοβιομηχανία στο στόχαστρο
Ο Τραμπ κατήγγειλε ότι τα ευρωπαϊκά φάρμακα «παράγονται στην Κίνα, την Ιρλανδία και αλλού» και αποφέρουν τεράστια κέρδη στην ΕΕ. Η πρόθεσή του είναι να επιβάλει άμεσα χαμηλούς δασμούς, οι οποίοι, μέσα σε 12 έως 18 μήνες, θα εκτοξευθούν στο 150% και κατόπιν στο 250%. Στόχος, όπως είπε, είναι να μεταφερθεί η παραγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες — ένα μήνυμα με σαφή πολιτική φόρτιση, ενόψει και της εκλογικής χρονιάς, προς τη βιομηχανική και φαρμακευτική καρδιά της Αμερικής.
Επικίνδυνο σπιράλ εμπορικών αντιποίνων
Οι απειλές αυτές ενδέχεται να πυροδοτήσουν ένα νέο σπιράλ εμπορικών αντιποίνων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, σε μια περίοδο που οι διεθνείς αγορές βρίσκονται ήδη υπό πίεση. Εάν οι Βρυξέλλες απαντήσουν με αντίμετρα, το κόστος μπορεί να αποδειχθεί υψηλό και για τις δύο πλευρές — όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική τους συνεργασία.