Στις ημέρες μας σημειώνονται ολοένα και περισσότερα περιστατικά βίας μεταξύ νέων καλλιεργώντας έναν οξύ κοινωνικό προβληματισμό και μια ανησυχία. Η επιθετική συμπεριφορά, είτε εκδηλώνεται σε σχολεία είτε σε άλλους δημόσιους χώρους, πρέπει να αποτελέσει έναυσμα για να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια και τη πολυπλοκότητα του φαινομένου.
Γράφει η Μαργαρίτα Ζωγράφου*
Πρωτίστως, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η εφηβεία συνιστά μια περίοδο κατά την οποία ο νέος άνθρωπος μπαίνει σε μια διαδικασία αμφισβήτησης των ήδη υπαρχόντων αξιών και κανόνων. Αποκτά την ανάγκη να επαναπροσδιορίζει τα όρια και την ταυτότητα του στην πραγματικότητα στην οποία ζει. Η βιαιότητα μπορεί να εμφανιστεί ως το μέσον για την έκφραση του συσσωρευμένου θυμού, και για την προσπάθεια απόκτησης δύναμης και αίσθησης ελέγχου υπέρ των συνομηλίκων.
Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να σχολιάσουμε την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτού του είδους τα γεγονότα. Η έξαρση του φαινομένου τυγχάνει συχνά πολύ έντονης προβολής με αποτέλεσμα την καλλιέργεια ενός συλλογικού πανικού λόγω του επαναλαμβανόμενου στιγματισμού του νεαρού ατόμου ως “επικίνδυνου” και “αποφευκτέου”. Κάθε περιστατικό νεανικής παραβατικότητας και βίας μεταφράζεται ως η απόδειξη μιας πλήρους ηθικής κοινωνικής καταρράκωσης , η οποία παρουσιάζεται ως μη αναστρέψιμη , δημιουργώντας ένα γενικευμένο αίσθημα αδυναμίας επίλυσης του ζητήματος. Μακροπρόθεσμα, δεν αντιμετωπίζεται ουσιαστικώς το πρόβλημα, δεδομένου ότι πολλοί καταλήγουν να κρίνουν την κατάσταση ως απελπιστική και ανεπίλυτη.
Η αντίδραση αυτή είναι εν μέρει λογική, αν λάβουμε υπόψη ότι τέτοιου είδους γεγονότα έχουν την δύναμη να σοκάρουν το κοινωνικό σύνολο , αλλά είναι εκ του αποτελέσματος ανεπαρκής. Είναι ουσιώδες να μη σταθούμε μόνο στην τιμωρία για την καταστολή της νεανικής βίαιης συμπεριφοράς αλλά να αναζητήσουμε τη ρίζα και το υπόβαθρο του προβλήματος. Η τιμωρία, ως μέθοδος καταστολής του προβλήματος, δεν αρκεί για να μειώσει σε βάθος χρόνου την κοινωνική αυτή μάστιγα. Ιδανικά, θα ήταν αποτελεσματικότερο να διεισδύσουμε σε βαθύτερες πτυχές της ζωής του. Μια από τις βασικότερες αποτελεί η σύνδεση του με τους βασικότερους θεσμούς κοινωνικοποίησης και κατά πόσο αυτοί λειτούργησαν με υγιή τρόπο. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την σχέση του με το οικογενειακό του περιβάλλον, το ενδοσχολικό περιβάλλον και σαφώς τον κοινωνικό του περίγυρο (παρέες, κοντινοί άνθρωποι) αλλά και τα σύγχρονα πρότυπα που τον επηρεάζουν.
Η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο έμαθε να κοινωνικοποιείται στο πλαίσιο αυτών των θεσμών και οι αξίες που αυτοί του εμφύσησαν μπορούν να δώσουν πολύτιμες απαντήσεις και να φέρουν στους φως αθέατες αιτίες της συμπεριφοράς του. Κατ’ επέκταση, όταν αναλυθεί η πηγή του προβλήματος, μπορεί να δοθεί μια λύση.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό αντί για πανικό και στιγματισμό, να βρεθεί μια πιο βαθιά, ουσιαστική προσέγγιση που θα βλέπει τους νέους όχι ως απειλή, αλλά ως ανθρώπους που έχουν ανάγκη κατεύθυνσης, ενσυναίσθησης και υποστήριξης. Γιατί τελικά, η βία των εφήβων δεν είναι μόνο δικό τους πρόβλημα είναι η αντανάκλαση μιας ευρύτερης παθογενους κατάστασης.
*Δρ. Μαργαρίτα Ζωγράφου
Ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια
Διδάκτωρ Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας