Για σχεδόν τρία χρόνια η Ουκρανία πολεμούσε με αμερικανικά όπλα, αμερικανικά δολάρια και με τη βεβαιότητα ότι η Ουάσιγκτον θα κάλυπτε το κόστος ενός πολέμου φθοράς απέναντι στη Ρωσία. Αυτή η βεβαιότητα κατέρρευσε απότομα με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Η αμερικανική βοήθεια περικόπτεται δραστικά, η πίεση για ειρηνευτική λύση αυξάνεται και ο Βλαντίμιρ Πούτιν δηλώνει πρόθυμος να συζητήσει αλλά μόνο με τις ΗΠΑ.
Στο κενό που ανοίγει, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αποφασίσει αν θα αναλάβει πλήρως το βάρος της συνέχισης του πολέμου. Και η απάντησή της δεν αφορά μόνο την Ουκρανία, αλλά αποκαλύπτει με ωμό τρόπο πώς αντιλαμβάνεται το διεθνές δίκαιο, την αλληλεγγύη και –τελικά– τους ίδιους τους πολίτες της.
Από την αμερικανική ομπρέλα στην ευρωπαϊκή μοναξιά
Από τη ρωσική εισβολή το 2022 μέχρι σήμερα, η Ουκρανία στηριζόταν σχεδόν ολοκληρωτικά στην αμερικανική χρηματοδότηση. Δεν επρόκειτο μόνο για όπλα και πυρομαχικά, αλλά για τη συνολική επιβίωση του ουκρανικού κράτους: μισθοί δημοσίων υπαλλήλων, συντάξεις, βασικές κρατικές λειτουργίες. Το ουκρανικό κράτος λειτουργούσε, σε μεγάλο βαθμό, με αμερικανικά χρήματα.
Αυτό το μοντέλο τελειώνει. Ο νέος αμερικανικός αμυντικός προϋπολογισμός προβλέπει μόλις 800 εκατομμύρια δολάρια για την Ουκρανία για τα επόμενα δύο χρόνια – ποσό σχεδόν συμβολικό, αν αναλογιστεί κανείς το κόστος του πολέμου. Πολιτικά, το μήνυμα είναι σαφές: οι ΗΠΑ αποσύρονται από τον ρόλο του βασικού χρηματοδότη και μεταφέρουν την ευθύνη στην Ευρώπη.
Ο Τραμπ δεν κρύβει τη στρατηγική του. Θέλει να επιβάλει ένα ειρηνευτικό σχέδιο, ακόμα κι αν αυτό παγώσει τον πόλεμο με όρους δυσμενείς για το Κίεβο. Ο Πούτιν, από την πλευρά του, δεν έχει κανέναν λόγο να αρνηθεί. Η Ευρώπη, όμως, αντιδρά αλλιώς.
Θέλει πράγματι η Ευρώπη ειρήνη;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει ΑΕΠ σχεδόν εννέα φορές μεγαλύτερο από της Ρωσίας. Αν ήθελε πραγματικά ειρήνη, θα μπορούσε να αναλάβει μια σοβαρή διπλωματική πρωτοβουλία, με πραγματική ισχύ πίεσης. Δεν το έκανε. Ούτε το 2022, ούτε το 2023, ούτε σήμερα.
Ο λόγος είναι βαθύτερος από τη ρητορική περί «υπεράσπισης της δημοκρατίας». Η ΕΕ έχει αποφασίσει να επενδύσει περίπου 800 δισ. ευρώ στους εξοπλισμούς την επόμενη δεκαετία. Όταν ένα οικονομικό και βιομηχανικό μοντέλο μετασχηματίζεται σε πολεμικό, η ειρήνη παύει να είναι στόχος και γίνεται πρόβλημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη έχει παρέμβει τουλάχιστον δύο φορές για να αποτρέψει την Ουκρανία από το να εγκαταλείψει τον πόλεμο: μία το 2022, με την παρέμβαση Μπόρις Τζόνσον στις συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης, και μία σήμερα, με την απόρριψη του ειρηνευτικού σχεδίου Τραμπ. Το ανεπίσημο δόγμα είναι σαφές: συνέχιση του πολέμου, ανεξαρτήτως κόστους – αρκεί το κόστος να μην το πληρώνουν οι ίδιοι.
Τα δεσμευμένα ρωσικά κεφάλαια και το νομικό ναρκοπέδιο
Μπροστά στην αμερικανική αποχώρηση, το Βερολίνο και η Κομισιόν πρότειναν ένα φιλόδοξο σχέδιο: τη χρήση 215 δισ. ευρώ δεσμευμένων ρωσικών κεφαλαίων που βρίσκονται στην Ευρώπη, κυρίως στο Βέλγιο. Τα χρήματα αυτά θα δίνονταν στην Ουκρανία, με την υπόσχεση ότι θα επιστραφούν όταν η Ρωσία καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις.
Η πρόταση αυτή στηρίζεται σε μια σχεδόν φαντασιακή αλληλουχία γεγονότων: ήττα της Ρωσίας, πολιτική ανατροπή στη Μόσχα, διεθνής απόφαση για αποζημιώσεις. Τίποτα από αυτά δεν φαίνεται ρεαλιστικό στο ορατό μέλλον. Όμως η πολιτική επικοινωνία βασίστηκε στον φόβο της «ρωσικής αρκούδας» και σε μια καταιγίδα προπαγάνδας.
Το βελγικό «όχι» και το τέλος της γερμανικής παντοδυναμίας
Τα ρωσικά κεφάλαια, όμως, δεν βρίσκονται σε κάποιο αφηρημένο ευρωπαϊκό ταμείο. Είναι κατατεθειμένα στο Βέλγιο. Και αν η Ρωσία προσφύγει δικαστικά, το πιθανότερο είναι ότι θα δικαιωθεί. Το διεθνές δίκαιο μπορεί να παραβιάζεται συστηματικά, αλλά όταν πρόκειται για χρήματα τέτοιου μεγέθους, οι κανόνες εφαρμόζονται.
Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, το Βέλγιο έθεσε έναν όρο: αν μπλέξει νομικά, η ΕΕ θα καλύψει πλήρως το κόστος, επιστρέφοντας τα χρήματα στη Ρωσία και πληρώνοντας και τα πρόστιμα. Εκεί, η Ευρώπη υποχώρησε. Το σχέδιο κατέρρευσε. Η εποχή που η Γερμανία επέβαλλε μονομερώς τις επιλογές της φαίνεται να έχει τελειώσει.
Plan B: κοινός δανεισμός 90 δισ. ευρώ
Η λύση που επελέγη ήταν ο κοινός δανεισμός 90 δισ. ευρώ, τα οποία θα δοθούν στην Ουκρανία ως άτοκο δάνειο. Και αυτά, θεωρητικά, θα αποπληρωθούν από τις μελλοντικές ρωσικές αποζημιώσεις. Μια υπόσχεση που επαναλαμβάνεται σαν ξόρκι.
Η Ουκρανία βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας, με άνοιγμα περίπου 72 δισ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά της επιτρέπουν να σταθεί απέναντι στις ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες. Γιατί εκεί θα κατευθυνθεί μεγάλο μέρος του δανείου.
Ποιος κερδίζει από τον κοινό δανεισμό;
Όπως αποκάλυψε το Politico, στους όρους του δανείου περιλαμβάνονται δεσμεύσεις για το ποσοστό των χρημάτων που θα δαπανηθούν σε αγορές όπλων από ευρωπαϊκές πολεμικές βιομηχανίες. Με απλά λόγια, η Ευρώπη δανείζει χρήματα για να αγοράζονται ευρωπαϊκά όπλα. Ένας κλειστός κύκλος, απολύτως ελεγχόμενος.
Ο κοινός δανεισμός εξυπηρετεί και κάτι ακόμα: μοιράζει το κόστος σε όλα τα κράτη-μέλη. Μέχρι σήμερα, το βάρος σήκωναν κυρίως η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία. Τώρα, θα το σηκώσουμε όλοι.
«Δεν θα επιβαρύνει τους εθνικούς προϋπολογισμούς» – το μεγάλο παραμύθι
Το επίσημο αφήγημα λέει ότι το κόστος δεν θα επιβαρύνει τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Στην πραγματικότητα, θα επιβαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Και αυτό σημαίνει λιγότερα χρήματα για το Ταμείο Συνοχής και την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Δηλαδή για χώρες όπως η Ελλάδα.
Πέρα από τα 90 δισ., η ΕΕ θα πληρώνει περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως σε τόκους από το 2028 και για επτά χρόνια. Και ταυτόχρονα θα χρηματοδοτεί τον δικό της εξοπλιστικό παροξυσμό. Οι γερμανικές αμυντικές βιομηχανίες, με αύξηση κερδών 36% το 2024, δεν μπορούν να μείνουν παραπονεμένες.
Και αν η Ευρώπη ήθελε πραγματικά να εφαρμόσει το διεθνές δίκαιο;
Εδώ αναδύεται το πιο αποκαλυπτικό παράδειγμα υποκρισίας. Φανταστείτε ένα διαφορετικό ευρωπαϊκό σχέδιο: δάνειο 90 δισ. ευρώ στην Κύπρο για την ανοικοδόμηση της κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου. Άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής. Αποζημίωση των περιουσιών των Κυπρίων για την εισβολή του 1974 και την κατοχή, με εγγύηση του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Αμνηστία για τα εγκλήματα των εισβολέων –εκτός από όσα αφορούν εγκλήματα κατά πολιτών– και στέρηση δικαιώματος ψήφου στον εισβολέα στα Ηνωμένα Έθνη για δέκα χρόνια. Εγγύηση ασφάλειας του νησιού από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Και, στο τέλος, επιστροφή της Αμμοχώστου στους νόμιμους ιδιοκτήτες της και ανακήρυξή της σε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Θα ήταν μια υποδειγματική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Μόνο που όλα αυτά υπάρχουν μόνο στη φαντασία.
Η υποκρισία ως ευρωπαϊκή σταθερά
Η σύγκριση δεν γίνεται για να εξισωθούν ανόμοιες ιστορικές περιπτώσεις, αλλά για να αναδειχθεί κάτι θεμελιώδες: η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν καθοδηγείται από αρχές, αλλά από συμφέροντα. Το διεθνές δίκαιο επικαλείται μόνο όταν εξυπηρετεί τις συγκυριακές της επιλογές.
Τουλάχιστον ας σταματήσει να προσπαθεί να μας πείσει ότι όσα κάνει τα κάνει στο όνομα της δικαιοσύνης και της διεθνούς έννομης τάξης. Γιατί αυτό προϋποθέτει ότι μας θεωρεί αφελείς.
Ποιος πληρώνει και ποιος αποφασίζει;
Το κόστος των 90 δισ. για την Ουκρανία θα το πληρώσουν οι λαοί της ΕΕ. Χωρίς να έχουν ποτέ ερωτηθεί. Καμία σοβαρή δημοσκόπηση δεν έχει διεξαχθεί για το τι πιστεύει η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για τον πόλεμο, για τους εξοπλισμούς, για τον ρόλο της Ευρώπης.
Ίσως γιατί, αν ρωτηθεί σοβαρά, η απάντηση δεν θα είναι αυτή που θα επιθυμούσαν οι Βρυξέλλες ή το Μαξίμου.