Η καθιερωμένη ετήσια συνέντευξη του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν αποτέλεσε ούτε φέτος έκπληξη. Για ακόμη μία χρονιά λειτούργησε ως μια απολύτως ελεγχόμενη πλατφόρμα προβολής των θέσεων του Κρεμλίνου, επιβεβαιώνοντας ότι ο θεσμός της «άμεσης επικοινωνίας» με τους πολίτες παραμένει περισσότερο επικοινωνιακός μύθος παρά ουσιαστικός διάλογος.
Παρά τις επίσημες διακηρύξεις, η διαδικασία ήταν αυστηρά σκηνοθετημένη: εκατομμύρια ερωτήματα φιλτραρίστηκαν εκ των προτέρων, ενώ ο αυθορμητισμός περιορίστηκε σε απολύτως ασφαλή όρια.
Γεωπολιτική συγκυρία και πολλαπλά ακροατήρια
Η φετινή διοργάνωση πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο έντονης γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Με τον Ντόναλντ Τραμπ να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο συμφωνίας για την Ουκρανία έως το τέλος του έτους, Βρυξέλλες και Κίεβο παρακολουθούν με ανησυχία τις κινήσεις της Μόσχας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ρώσος πρόεδρος αξιοποίησε το πεντάωρο τηλεοπτικό γεγονός για να απευθύνει μηνύματα σε πολλαπλά ακροατήρια: στο εσωτερικό της Ρωσίας, στη Δύση και στους διεθνείς συνομιλητές του.
Ο πόλεμος «βάσει σχεδίου» και η εικόνα ενότητας
Κεντρικό θέμα της συνέντευξης ήταν, όπως αναμενόταν, ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αν και ο όρος «πόλεμος» εξακολουθεί να αποφεύγεται επισήμως, ο Πούτιν μίλησε ανοιχτά για τη σύγκρουση, υποστηρίζοντας ότι εξελίσσεται «βάσει σχεδίου». Τυχόν προβλήματα, σύμφωνα με τον ίδιο, αποδίδονται στην «υπερβολική γραφειοκρατία».
Μέσα από επιλεγμένες ερωτήσεις στρατιωτικών ανταποκριτών, βετεράνων και συγγενών πεσόντων, καλλιεργήθηκε η εικόνα μιας κοινωνίας ενωμένης και προσανατολισμένης προς τη νίκη. Όπως επισημαίνει ο πολιτικός αναλυτής Αντρέι Κολεσνίκοφ, το βασικό μήνυμα του Κρεμλίνου είναι ότι «μια ειρήνη με ρωσικούς όρους πλησιάζει» και ότι η κοινωνική συναίνεση παραμένει ισχυρή, παρά τα σημάδια κόπωσης.
«Ειρήνη» μόνο με ρωσικούς όρους
Δεύτερο σαφές συμπέρασμα ήταν ότι η έννοια της ειρήνης, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πούτιν, συνδέεται αποκλειστικά με τις ρωσικές απαιτήσεις. Παρότι δήλωσε ανοιχτός σε συνομιλίες, επανέλαβε τη ρητορική που προηγήθηκε της εισβολής του 2022.
Αναφέρθηκε στο «καθεστώς του Κιέβου» ως προϊόν «πραξικοπήματος», επανέφερε το αφήγημα περί «νεοναζισμού» και άφησε να εννοηθεί ότι η Ουκρανία οφείλει να εγκαταλείψει την προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και να αποσυρθεί από εδάφη στην ανατολική χώρα. Για ακόμη μία φορά, απέδωσε τις ευθύνες του πολέμου στη διεύρυνση της Συμμαχίας.
Ευρώπη, ΝΑΤΟ και το αφήγημα της περικύκλωσης
Το τρίτο μήνυμα αφορούσε τις σχέσεις με την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Ο Πούτιν εξήρε τις σχέσεις της Ρωσίας με την Κίνα και τη Λευκορωσία, ενώ εξαπέλυσε σφοδρή κριτική κατά των Ευρωπαίων ηγετών, κατηγορώντας τους για «ληστεία» λόγω των σχεδίων αξιοποίησης παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων υπέρ της Ουκρανίας.
Στο στόχαστρό του βρέθηκε και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, τον οποίο επέκρινε για προειδοποιήσεις περί προετοιμασίας για πόλεμο μεγάλης κλίμακας. Απαντώντας σε ερώτηση του BBC για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης, διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπάρξουν νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις, εφόσον «γίνουν σεβαστά τα συμφέροντα της Ρωσίας».
Οικονομία, επιστράτευση και το αόρατο κόστος
Το τέταρτο σημείο αφορούσε το εσωτερικό μέτωπο. Παρά την επιβράδυνση της οικονομίας και τις πληθωριστικές πιέσεις, ο Πούτιν υποστήριξε ότι «δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας», επικαλούμενος επίσημα στατιστικά στοιχεία και παρεμβάσεις των χρηματοπιστωτικών αρχών.
Ανέφερε επίσης ότι νέοι, ακόμη και φοιτητές, κατατάσσονται εθελοντικά στον στρατό. Ωστόσο, εκτιμήσεις που μιλούν για περίπου ένα εκατομμύριο απώλειες, καθώς και η μη αποστράτευση των επιστρατευμένων του 2022, αναδεικνύουν τις δυσκολίες της Μόσχας στην αναπλήρωση ανθρώπινου δυναμικού. Όπως σημειώνει ο Κολεσνίκοφ, ο Ρώσος πρόεδρος «δεν φαίνεται να προβληματίζεται από το ανθρώπινο, οικονομικό ή ψυχολογικό κόστος» της συνέχισης του πολέμου.
«Παραδοσιακές αξίες» ως ιδεολογικό όπλο
Τέλος, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και πάλι στις λεγόμενες «παραδοσιακές αξίες». Ο Πούτιν επανέλαβε την αντι-LGBTQ+ ρητορική του, παρουσιάζοντάς την ως στοιχείο εθνικής συνοχής και κοινό σημείο αναφοράς με άλλες συντηρητικές κοινωνίες.
Η επίκληση αυτών των αξιών λειτουργεί ως ιδεολογικός συνδετικός κρίκος μεταξύ του πολέμου στο μέτωπο και της εσωτερικής πολιτισμικής ατζέντας του Κρεμλίνου. Ακόμη και οι σποραδικές επικριτικές παρεμβάσεις πολιτών που εμφανίστηκαν στην οθόνη, χαρακτηρίζοντας την εκδήλωση «τσίρκο», δεν αρκούσαν για να αμφισβητήσουν τον βασικό της στόχο: να καταδείξει ότι, παρά τις διεθνείς πιέσεις και την κοινωνική κόπωση, ο Πούτιν παραμένει προσηλωμένος σε έναν πόλεμο χωρίς σαφές τέλος και σε μια σύγκρουση με τη Δύση που παρουσιάζεται ως υπαρξιακή.