Υπάρχουν ειδήσεις που δεν αντέχουν την ψυχρή καταγραφή. Που δεν χωρούν σε τίτλους τύπου «ανήλικη μαχαίρωσε συμμαθήτριά της» και «οδηγήθηκε στη φυλακή». Ειδήσεις που απαιτούν να σταθεί κανείς, να πάρει ανάσα και να αναρωτηθεί όχι μόνο τι συνέβη, αλλά γιατί. Και κυρίως: ποιος απέτυχε.
Του Ανατρεπτικού
Η 16χρονη μαθήτρια από την Κυψέλη έκανε κάτι εγκληματικό. Αυτό δεν αμφισβητείται. Από τύχη δεν θρηνήσαμε θύμα. Όμως η κοινωνική και θεσμική απάντηση σε αυτή την πράξη αποκαλύπτει κάτι πολύ πιο βαθύ και ανησυχητικό: έναν ολόκληρο μηχανισμό που, αντί να δει ένα παιδί σε κρίση, είδε απλώς ένα «πρόβλημα» προς απομάκρυνση. Το πρόβλημα σπρώχνεται λίγο πιο πέρα.
Ένα παιδί μόνο του απέναντι στο κράτος
Η εικόνα μιας 16χρονης να στέκεται ολομόναχη μπροστά σε ανακριτή και εισαγγελέα ανηλίκων είναι από μόνη της πολιτική δήλωση. Όχι εκ μέρους του παιδιού, αλλά εκ μέρους της Πολιτείας. Ένα παιδί φοβισμένο, μπερδεμένο, χωρίς οικογένεια δίπλα του, χωρίς δικηγόρο επιλογής του, χωρίς ένα χέρι να κρατηθεί σε μια από τις πιο τρομακτικές στιγμές της ζωής του.
«Δεν έχει έρθει η μαμά μου. Και εγώ την ψάχνω». Αυτή η φράση δεν είναι λεπτομέρεια. Είναι ο πυρήνας της υπόθεσης.
Μια ανήλικη με ιστορικό παραβατικότητας, που έχει ήδη χαρακτηριστεί, στιγματιστεί και μετακινηθεί από σχολείο σε σχολείο, αντιμετωπίζεται ξανά ως αντικείμενο διαχείρισης. Όχι ως υποκείμενο που χρειάζεται φροντίδα, στήριξη, θεραπευτική και παιδαγωγική παρέμβαση. Το σύστημα, αντί να αναρωτηθεί τι δεν έκανε εγκαίρως, επιλέγει την πιο εύκολη και την πιο σκληρή λύση: τον εγκλεισμό.
Η προφυλάκιση ενός ανήλικου παιδιού δεν είναι ποτέ ουδέτερη απόφαση. Είναι επιλογή. Και εδώ επιλέχθηκε η αυστηρότερη, η πιο ανάλγητη ερμηνεία του νόμου, σε βάρος ενός κοριτσιού που –όπως η ίδια λέει– κουβαλά θυμό, φόβο και τραύμα.
Αντί η Δικαιοσύνη να δει έναν ανήλικο που μεταβολίζει την εγκατάλειψη και τον εκφοβισμό σε βία, είδε απλώς έναν φάκελο. Ένα ποινικό μητρώο. Μια «επικινδυνότητα». Και αποφάσισε να σπρώξει το παιδί ακόμα πιο βαθιά στο περιθώριο.
Η τιμωρία παρουσιάζεται ως λύση. Στην πραγματικότητα όμως λειτουργεί ως επιτάχυνση της καταστροφής.
Η δημόσια συζήτηση γύρω από την υπόθεση ήταν αποκαλυπτική. Ενήλικες διαγωνίζονται σε αυστηρότητα, αναμασούν το παρελθόν της 16χρονης, την αποκαλούν «προβληματική», λες και ο χαρακτηρισμός αρκεί για να εξηγήσει ή να θεραπεύσει οτιδήποτε.
Η κάλυψη εστιάζει στο ποινικό της παρελθόν, σαν να πρόκειται για ενήλικο εγκληματία και όχι για μια ανήλικη που εδώ και χρόνια φωνάζει –με λάθος τρόπο, αλλά φωνάζει– ότι δεν αντέχει άλλο.
Το αίτημα της κατάληψης να αποβληθεί από το σχολείο καταγράφει τον φόβο, αλλά παράλληλα αναπαράγει το μοτίβο: το παιδί «φύγε από εδώ, γίνε πρόβλημα αλλού».
Η μόνη που την πλησίασε
Σε όλη αυτή την ιστορία, ένας άνθρωπος ξεχώρισε. Όχι εκπαιδευτικός. Όχι σύμβουλος. Όχι ψυχολόγος. Η καθαρίστρια του σχολείου.
«Μην κάθεσαι μόνη σου. Αν δεν έχεις κάποιον να κάνεις παρέα, έλα μαζί μου».
Μια απλή ανθρώπινη φράση. Η μόνη πράξη φροντίδας που καταγράφηκε.
Η κυβέρνηση έχει επιλέξει μια ξεκάθαρη γραμμή για τη σχολική βία: αποβολές, αλλαγές σχολικού περιβάλλοντος, απομάκρυνση. Να φύγει το παιδί από το οπτικό πεδίο. Να μην «δυσκολεύει» το σχολείο.
Όπως έχει επισημάνει η ψυχολόγος και ειδική παιδαγωγός Βάσω Ρωμαίου, η αλλαγή σχολείου δεν λύνει τίποτα. Απλώς μεταφέρει το πρόβλημα. Σήμερα στο πρώτο, αύριο στο δεύτερο, μεθαύριο στο τρίτο. Μέχρι πού; Μέχρι τον πλήρη αποκλεισμό. Μέχρι τη φυλακή. Όπως τώρα.
Δεν ενδιαφέρει το παιδί. Ενδιαφέρει η διαχείριση.
Από το περιθώριο, ακόμα πιο έξω
Η 16χρονη ήταν ήδη στο περιθώριο. Τώρα βρίσκεται ακόμα πιο έξω. Πιο μόνη. Πιο απελπισμένη. Και άρα, πιο επικίνδυνη – όχι επειδή είναι «κακή», αλλά επειδή είναι αβοήθητη.
Τα ανήλικα που αυτοκτονούν, που μπλέκουν με ουσίες, που καταφεύγουν στη βία, σπάνια ξεκινούν από γεμάτα σπίτια και σταθερές αγκαλιές. Φεύγουν από κενά. Από απουσίες. Από «δεν πήγε η μαμά μου».
Αυτό το τελευταίο είναι που στοιχειώνει. Όχι το μαχαίρι. Όχι ο φάκελος. Όχι οι τηλεοπτικές κραυγές.
Δεν πήγε η μαμά της.
Και όταν ένα παιδί μεγαλώνει χωρίς να πηγαίνει κανείς, δεν φταίει μόνο το παιδί για το πού θα φτάσει. Φταίει όλο το σύστημα που το κοιτάζει σαν πρόβλημα – και ποτέ σαν παιδί.