Η Κίνα, η πλέον ανερχόμενη δύναμη στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία, κατακλύζει τις διεθνείς αγορές με εκατομμύρια βενζινοκίνητα και πετρελαιοκίνητα οχήματα που δεν βρίσκουν πλέον αγοραστές στην εγχώρια αγορά.
Με την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων να γνωρίζει θεαματική άνθηση στο εσωτερικό, τα παραδοσιακά μοντέλα καύσης μένουν στα αζήτητα — και οι κινεζικές εταιρείες στρέφονται στο εξωτερικό, ανατρέποντας τις ισορροπίες της παγκόσμιας αγοράς.
Η άνθηση των ηλεκτρικών και η κατάρρευση της παλιάς φρουράς
Μέσα σε λίγα χρόνια, η βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων της Κίνας κατέκτησε τη μισή εγχώρια αγορά, συνθλίβοντας τις πωλήσεις βενζινοκίνητων αυτοκινήτων στις οποίες κυριαρχούσαν επί δεκαετίες πολυεθνικοί κολοσσοί όπως οι Volkswagen, GM και Nissan. Σύμφωνα με ανάλυση του Reuters, οι τεράστιες επιδοτήσεις και οι επιθετικές πολιτικές προώθησης των EVs χρηματοδότησαν δεκάδες νέους κινεζικούς κατασκευαστές, δημιουργώντας έναν αδυσώπητο πόλεμο τιμών που άφησε πίσω του «θύματα» τις παραδοσιακές αυτοκινητοβιομηχανίες.
Ακόμη και παλαιόκαμπες κινεζικές εταιρείες είδαν τις πωλήσεις τους να καταρρέουν. Ως αντίδραση, διοχέτευσαν στο εξωτερικό εκατομμύρια αυτοκίνητα με κινητήρες εσωτερικής καύσης, τα οποία δεν είχαν πλέον καμία τύχη στην κινεζική αγορά.
Έκρηξη εξαγωγών: Από 1 σε 6,5 εκατομμύρια οχήματα
Ο όγκος των εξαγωγών οχημάτων ορυκτών καυσίμων είναι εντυπωσιακός. Από το 2020, το 76% των κινεζικών εξαγωγών αυτοκινήτων αφορά μοντέλα βενζίνης και diesel. Οι συνολικές αποστολές έχουν εκτοξευθεί από το 1 εκατομμύριο σε ενδεχομένως πάνω από 6,5 εκατομμύρια φέτος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Automobility.
Μόνο οι εξαγωγές των βενζινοκίνητων οχημάτων ήταν αρκετές για να καταστήσουν την Κίνα την κορυφαία χώρα εξαγωγής αυτοκινήτων στον κόσμο, ξεπερνώντας παραδοσιακούς παίκτες όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία.
Η μεγάλη αντίφαση του Πεκίνου
Το φαινόμενο αποκαλύπτει μια βαθιά εσωτερική αντίφαση: η Κίνα προωθεί επιθετικά τα ηλεκτρικά οχήματα στο εσωτερικό της, την ίδια στιγμή που εξάγει κατά κύματα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα σε αναδυόμενες και δευτερογενείς αγορές.
Η αντίφαση αυτή είναι το αποτέλεσμα δύο διαφορετικών εποχών βιομηχανικής πολιτικής. Από τη δεκαετία του 1980, το Πεκίνο αξιοποίησε τις τεχνολογίες δυτικών εταιρειών μέσω υποχρεωτικών κοινοπραξιών, χτίζοντας τη δική του βιομηχανία συμβατικών οχημάτων. Τώρα όμως, η νέα εποχή καινοτόμων κινεζικών εταιρειών —με τη BYD να ηγείται— έχει αλλάξει ριζικά τους κανόνες του παιχνιδιού.
Οι κρατικοί κολοσσοί στο επίκεντρο
Οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς είναι οι κρατικοί όμιλοι SAIC, BAIC, Dongfeng και Changan. Οι εταιρείες αυτές, που κάποτε στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στη συνεργασία τους με ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες, είδαν τις πωλήσεις των κοινοπραξιών τους να βυθίζονται.
Η SAIC-GM, για παράδειγμα, είδε τις ετήσιες πωλήσεις της στην Κίνα να υποχωρούν από 1,4 εκατ. σε μόλις 435.000 οχήματα μεταξύ 2020 και 2024. Αντίθετα, οι εξαγωγές της SAIC —χωρίς τη GM— εκτινάχθηκαν από περίπου 400.000 σε πάνω από 1 εκατομμύριο οχήματα μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Κατακτώντας τις αγορές που άφησαν πίσω τους οι Δυτικοί
Οι ίδιες εταιρείες που άλλοτε ήταν εξαρτημένες από τη δυτική τεχνογνωσία, πλέον καταλαμβάνουν αγορές όπου κυριαρχούσαν οι πρώην συνεργάτες τους. Οι κινεζικές μάρκες διεισδύουν σε Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή, Ρωσία, Αφρική και νοτιοανατολική Ασία, προσφέροντας φθηνά, αξιόπιστα και άμεσα διαθέσιμα αυτοκίνητα — ακριβώς τη στιγμή που οι δυτικές εταιρείες συρρικνώνουν την παραγωγή συμβατικών μοντέλων.
Ένα παγκόσμιο τοπίο που αλλάζει
Η μεγάλη πλημμυρίδα κινεζικών βενζινοκίνητων οχημάτων είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο με πολλαπλές επιπτώσεις: από τον ανταγωνισμό στις τοπικές αγορές έως την πίεση στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα προστατευτισμού.
Τα διεθνή δεδομένα δείχνουν μια πραγματικότητα που δύσκολα θα αναστραφεί: οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες, λες και «ξεφορτώνονται» τα παλαιού τύπου οχήματα στο εξωτερικό, χρησιμοποιούν τις εξαγωγές ως γέφυρα για να ενισχύσουν την παγκόσμια επιρροή τους και να χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση.
Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο αυτό αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του πώς η κινεζική βιομηχανική πολιτική επαναδιαμορφώνει —και ενίοτε αιφνιδιάζει— την παγκόσμια οικονομική τάξη.