Έφυγε από τη ζωή, στις 19 Νοεμβρίου 2025, σε ηλικία 73 ετών, ο Αργύρης Ζήλος – μια από τις πιο σταθερές, απαιτητικές και καθοριστικές φωνές της ελληνικής μουσικοκριτικής. Για περισσότερα από πενήντα χρόνια, σε περιοδικά, ραδιόφωνο και εφημερίδες, διαμόρφωσε όσο λίγοι το πλαίσιο μέσα στο οποίο συζητάμε, ακούμε και κατανοούμε τη μουσική. Συνεπής μέχρι το τέλος, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς δημόσιες σχέσεις, υπήρξε για δεκαετίες η ενσάρκωση του όρου «μουσικοκριτικός» στην Ελλάδα.
Από ένα πικάπ στο σαλόνι σε μια ζωή αφιερωμένη στον ήχο
Στη LiFO είχε περιγράψει πως μεγάλωσε μπροστά σε ένα πικάπ. Γονείς άσχετοι με τη μουσική, αλλά ένας θείος πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη έφερε στο σπίτι τα πρώτα ρώσικα βινύλια: Τσαϊκόφσκι, Μότσαρτ, Μπετόβεν. Ένα Beatles 45άρι ήταν αρκετό για να ανοίξει τον δρόμο – από εκεί κι έπειτα, κάθε χαρτζιλίκι γινόταν δίσκος.
Το 1973 πραγματοποίησε το πρώτο μεγάλο άλμα. Μέσα από μια προσωπική γνωριμία με τον Πιτ Κωνσταντέα και τον Κώστα Καββαθά, μπήκε στον νεοσύστατο τότε Ήχο, το περιοδικό hi-fi που θα γινόταν σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά ακροατών. Η παρουσία του γρήγορα ξεχώρισε: μεθοδικός, «καθαρός» στις κρίσεις του, αυστηρός αλλά πάντα δίκαιος.
Ο κριτικός που δεν χάιδευε αυτιά
Από τις σελίδες του Ήχου, του Αθηνοράματος, του Διφώνου, του Τέταρτου, του Ποπ & Ροκ, του Audio και αργότερα από τον αέρα της ΕΡΑ, του Τοπ FM, του 902 και του Rock FM, ο Ζήλος υπήρξε για 45 χρόνια ένας ακούραστος εξερευνητής του νέου στη διεθνή μουσική σκηνή.
Με το διαπεραστικό του βλέμμα και την ακεραιότητα της κρίσης του, αποδόμησε εμπορικά φαινόμενα, ανέδειξε δημιουργούς πριν γίνουν «μόδα», δεν δίστασε να συγκρουστεί. Δεν τον ενδιέφερε να είναι αρεστός – τον ενδιέφερε να είναι σωστός. Γι’ αυτό και, παρότι συχνά «έβγαζε ξινό» σε καλλιτέχνες, σχεδόν όλοι τον διάβαζαν. Και περίμεναν, με αγωνία, το επόμενο κείμενό του. Το ίδιο και οι υπόλοιποι μουσικοκριτικοί.
Χαρακτηριστικό δείγμα του ύφους του, μια από τις πιο διάσημες κριτικές του: όταν η Δέσποινα Βανδή κυκλοφόρησε τον δίσκο «Υποφέρω», ο Ζήλος έγραψε μόνο δύο λέξεις.
«Κι εγώ!»
Ένας δάσκαλος χωρίς πρόθεση να γίνει δάσκαλος
Όσοι συνεργάστηκαν μαζί του τον θυμούνται ως έναν άνθρωπο ευγενή, με βαθιά γνώση, ανεξάντλητο πάθος και συχνά απροσπέλαστο χιούμορ. Δεν επεδίωξε ποτέ φιλίες, φωτογραφίες ή δημόσιες σχέσεις με καλλιτέχνες. Αντίθετα, έμεινε πιστός σε μια παλαιά, σχεδόν κλασική αντίληψη για τον ρόλο του κριτικού: αποστασιοποίηση, ακρίβεια, αυστηρότητα, αγάπη για την ουσία.
Εκεί γύρω στα είκοσί μου τον γνώρισα στο Δίφωνο. Δούλεψα μαζί του αρκετά χρόνια. Κάθε φορά που σήκωνα το τηλέφωνο, δεν ήξερα αν θα τελειώσει σε πέντε λέξεις ή σε μια ατάκα που μόνο εκείνος θα τολμούσε να ξεστομίσει. Ήταν ικανός να γίνει ακριβοδίκαιος ή ακριβοάδικος ανάλογα με την περίσταση, αλλά πάντα με γνώμονα την αλήθεια όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν. Και αυτό είχε μεγάλο τίμημα – αλλά και τεράστιο σεβασμό.
Το τέλος μιας εποχής που δεν θα ξανάρθει εύκολα
Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τα δημόσια πράγματα· εμφανιζόταν σπάνια. Με τον θάνατό του κλείνει οριστικά ένας κύκλος πέντε δεκαετιών γραφής, ήχου και κριτικής. Ένας κύκλος που σφράγισε τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα συζητάει για μουσική.
Ο Αργύρης Ζήλος υπήρξε πολλά περισσότερα από ένας αυστηρός κριτικός. Υπήρξε μια ολόκληρη σχολή – όχι μόνο για το τι ακούγαμε, αλλά για το πώς το ακούγαμε. Για το πώς στέκεσαι απέναντι στην τέχνη, ακόμη κι όταν αυτό δεν σε κάνει «αρεστό».
Αποχαιρετισμός σε έναν άνθρωπο που πάτησε το play για τελευταία φορά
Η απώλειά του αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό σ’ έναν χώρο που τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει ριζικά – συχνά προς το χειρότερο. Ο ρόλος του μουσικοκριτικού μπορεί να έχει εκφυλιστεί, αλλά ο Ζήλος θα παραμείνει παράδειγμα του πώς μπορεί κάποιος να σταθεί με συνέπεια, ήθος και αφοσίωση απέναντι στην τέχνη.
Ο Αργύρης Ζήλος πάτησε για τελευταία φορά το play.
Το ταξίδι, όμως, που ξεκίνησε από έναν σωρό ρώσικα βινύλια στην παιδική του ηλικία, θα συνεχίσει να ηχεί σε όσους έμαθαν να ακούν χάρη σε εκείνον.