Ένα κινηματογραφικό επταήμερο που ξεκινά με ειρωνεία, αίμα και ανθρωπιά
Η πρώτη κινηματογραφική εβδομάδα του Νοεμβρίου ανοίγει με τον πιο πολυσυζητημένο Έλληνα σκηνοθέτη της εποχής μας. Η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, «Βουγονία» (Bugonia), που απέσπασε παρατεταμένο χειροκρότημα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, έρχεται στις αίθουσες για να προκαλέσει, να αναστατώσει και, εν τέλει, να καθρεφτίσει μια κοινωνία σε αποσύνθεση. Δίπλα της, δύο εξαιρετικά ντοκιμαντέρ με πρωταγωνίστριες τη Νοάμ και τη Φατμά φέρνουν στην οθόνη το σκληρότερο πρόσωπο της πραγματικότητας, ενώ οι φίλοι της φαντασίας θα βρουν καταφύγιο στο «Κυνηγός: Επικίνδυνη Ζώνη», ένα ακόμη κεφάλαιο του γνωστού φραντσάιζ τρόμου και επιστημονικής φαντασίας.
Ο Λάνθιμος στο τέλος ενός κύκλου
Ο Γιώργος Λάνθιμος ανακοίνωσε πρόσφατα ότι σκοπεύει να απέχει για ένα διάστημα από τον κινηματογράφο. Εξουθενωμένος από τρεις απαιτητικές ταινίες σε λιγότερο από τρία χρόνια, φαίνεται να αναγνωρίζει το σημείο όπου η δημιουργική κόπωση συναντά τον κίνδυνο της επανάληψης. Όμως πριν αποσυρθεί, μας χαρίζει ένα ακόμη έργο που λειτουργεί ως πολιτικό καθρέφτισμα και υπαρξιακό ξόρκι.
Η «Βουγονία» είναι μια διαπεραστική, μαύρη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας – ή ίσως ένα θρίλερ με κωμική καρδιά – που σχολιάζει τη βαρβαρότητα του σύγχρονου κόσμου, σατιρίζοντας θεσμούς, εξουσίες και ψευδοϊδεολογίες. Εμπνευσμένη χαλαρά από το νοτιοκορεατικό καλτ φιλμ Save the Green Planet, η ταινία μεταμορφώνεται στα χέρια του Λάνθιμου σε κάτι πιο γήινο, πιο δυτικό και πιο ειρωνικό.
Το σενάριο του Γουίλ Τρέισι, με λόγο οξυδερκή και πολιτικά αιχμηρό, δίνει υπόσταση σε έναν κόσμο που μοιάζει εξωπραγματικός, μα στην ουσία είναι απολύτως οικείος. Οι ερμηνείες της Έμα Στόουν – για πολλούς, το απόλυτο κινηματογραφικό alter ego του Λάνθιμου – και του Τζέσι Πλέμονς δίνουν σάρκα και οστά σε μια σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, στο ανθρώπινο και το απάνθρωπο.
Η συνωμοσία της ανθρώπινης φύσης
Ο Τέντι, ένας 40χρονος μελισσοκόμος απομονωμένος στην ύπαιθρο, ζει περιτριγυρισμένος από θεωρίες συνωμοσίας και υπαρξιακές ενοχές. Πιστεύει ότι η πανίσχυρη CEO μιας φαρμακοβιομηχανίας, η Μισέλ, είναι εξωγήινη από την Ανδρομέδα, υπεύθυνη για την εξαφάνιση της ανθρωπότητας. Αποφασίζει, λοιπόν, να την απαγάγει – με την ελπίδα ότι θα τη φέρει σε επαφή με τον «Αυτοκράτορα» του πλανήτη της, για να διαπραγματευτεί τη σωτηρία του ανθρώπινου είδους.
Η υπόθεση θα μπορούσε να είναι η πλοκή μιας b movie του ’80, όμως στα χέρια του Λάνθιμου μετατρέπεται σε μια αλληγορία για τον παραλογισμό του σύγχρονου κόσμου: από τη μία, οι συνωμοσιολόγοι που αποζητούν νόημα μέσα στο χάος, και από την άλλη, οι τεχνοκράτες που αποδομούν κάθε έννοια ηθικής στο βωμό του κέρδους.
Το σενάριο κινείται σαν λεπίδι ανάμεσα στην παράνοια και την πραγματικότητα, θέτοντας το ερώτημα: ποιος είναι τελικά ο αληθινός τέρας; Ο παράφρων που πιστεύει σε φαντάσματα ή η εταιρική μηχανή που, με ψυχρή λογική, καταστρέφει τη φύση και τους ανθρώπους της;
Ένα κινηματογραφικό εργαστήριο ηθικής
Ο Λάνθιμος, πιστός στη λοξή του ματιά, δημιουργεί ένα σύμπαν όπου ο σαρκασμός συναντά το σπλάτερ, και το σλάπστικ χιούμορ λειτουργεί ως ανάσα μέσα στο σκοτάδι. Το μοντάζ του Γιώργου Μαυροψαρίδη χτίζει ένα ρυθμό νευρώδη, σχεδόν χιουμοριστικό, που όμως αφήνει στο φόντο μια γεύση απαισιοδοξίας.
Ο σκηνοθέτης αποφεύγει τις διανοουμενίστικες παγίδες και επιστρέφει σε κάτι πιο αυθεντικό: μια πολιτική φάρσα με τραγικό βάθος. Η «Βουγονία» δεν είναι απλώς μια ιστορία απαγωγής. Είναι μια εξερεύνηση της ηθικής αμφισημίας, ένα κινηματογραφικό πείραμα πάνω στα όρια του ανθρώπου, που δεν χρειάζεται εξωγήινους για να περιγράψει την αποξένωση και τη βαρβαρότητά μας.
Η ειρωνεία του τίτλου – που παραπέμπει στον αρχαίο μύθο σύμφωνα με τον οποίο οι μέλισσες γεννιούνται από τη σήψη ενός βοδιού – αποκτά μεταφυσική διάσταση. Ο άνθρωπος, μοιάζει να λέει ο Λάνθιμος, περιμένει την αναγέννησή του από το ίδιο του το σάπιο σώμα.
Η Έμα Στόουν, η μούσα που οδηγεί το χάος
Η συνεργασία του Λάνθιμου με την Έμα Στόουν έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο γόνιμους καλλιτεχνικούς διαλόγους του σύγχρονου κινηματογράφου. Στη «Βουγονία» η Στόουν κινείται ανάμεσα στη σατανική ψυχρότητα και την ανθρώπινη ευθραυστότητα, προσφέροντας μια ερμηνεία που θυμίζει τα μεγάλα πορτρέτα της παρακμής του ’70.
Δίπλα της, ο Τζέσι Πλέμονς δημιουργεί έναν Τέντι γεμάτο εμμονές, παράλογες βεβαιότητες και έναν παράξενο ρομαντισμό – έναν αντιήρωα που δεν είναι ούτε θύτης ούτε θύμα, αλλά καθρέφτης ενός κόσμου που παραλογίζεται.
Ο κόσμος μετά τη «Βουγονία»
Η ταινία του Λάνθιμου μοιάζει να κλείνει έναν δημιουργικό κύκλο. Μετά τον «Αστακό», τον «Φαβορίτα» και το «Poor Things», η «Βουγονία» είναι το πιο συνειδητά πολιτικό έργο του, ένα φιλμ που δεν ενδιαφέρεται πια να προκαλέσει απλώς σοκ, αλλά να απογυμνώσει τη σύγχρονη ηθική από τα στολίδια της.
Η κοινωνία που περιγράφει δεν είναι μελλοντική – είναι η δική μας, απλώς λίγο πιο ακραία. Ο Λάνθιμος δεν μιλά για δυστοπία· μιλά για το παρόν, για έναν πολιτισμό που αυτοκαταστρέφεται εν ονόματι της προόδου.
Από το σινεμά της ειρωνείας στο σινεμά της απόγνωσης
Αν κάποτε ο Λάνθιμος κατηγορήθηκε για ψυχρότητα, εδώ φανερώνει έναν πιο ανθρώπινο, σχεδόν θλιμμένο πυρήνα. Η σάτιρά του δεν στοχεύει απλώς να γελοιοποιήσει τον κόσμο των ισχυρών, αλλά να καταδείξει την κοινή μας ενοχή. Ο Τέντι και η Μισέλ είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: ο παρανοϊκός που ψάχνει Θεό και ο τεχνοκράτης που υποδύεται τον Θεό.
Η «Βουγονία» καταλήγει σε μια αίσθηση σκοτεινής λύπης. Ο άνθρωπος μπορεί να μη χρειάζεται πια τους εξωγήινους για να αφανιστεί· αρκεί η ίδια του η φύση. Ο Λάνθιμος, με την ειρωνική του γλώσσα, μοιάζει να ψιθυρίζει: αν υπάρχει ζωή μετά τον άνθρωπο, ας είναι πιο ανθρώπινη από εμάς.
Οι άλλες πρεμιέρες της εβδομάδας
«Κυνηγός: Επικίνδυνη Ζώνη» (Predator: Badlands)
Ο Νταν Τράχτενμπεργκ, γνωστός από το «Θήραμα», επιστρέφει στο σύμπαν του «Κυνηγού» με μια άγρια περιπέτεια που ισορροπεί ανάμεσα σε δυστοπική φαντασία και βιντεοπαιχνίδι. Η Ελ Φάνινγκ, με το αθώο πρόσωπο και την ατσάλινη παρουσία της, δίνει ρυθμό σε μια ιστορία όπου τα τέρατα πολεμούν άλλα τέρατα. Πίσω από τις ψηφιακές μάσκες και τα αιματοβαμμένα πλάνα, η ταινία θυμίζει τις b movies του ’80, με τον Τράχτενμπεργκ να αποτίει φόρο τιμής στην υπερβολή τους.
«Συνύπαρξη, Λέμε Τώρα!» (Coexistence, My Ass!)
Η Άμπερ Φάρες σκηνοθετεί την Νοάμ Σούστερ Ελιάσι, μια stand-up κωμικό από την «Όαση της Ειρήνης» στο Ισραήλ, που μετατρέπει το χιούμορ σε πολιτική αντίσταση. Μέσα από τις σατιρικές της εμφανίσεις και τη θρασύτητα της ειρωνείας, ξεδιπλώνεται μια συγκλονιστική μαρτυρία για το αδιέξοδο της ισραηλινοπαλαιστινιακής συνύπαρξης. Το ντοκιμαντέρ, βραβευμένο σε Σάντανς και Θεσσαλονίκη, είναι μια κραυγή υπέρ της λογικής, σε έναν κόσμο που έχει επιλέξει τον φόβο.
«Κράτα την Ψυχή σου στο Χέρι και Περπάτα» (Put Your Soul on Your Hand and Walk)
Η Σεμπιντέ Φαρσί συνομιλεί μέσω βιντεοκλήσεων με τη Φατμά, μια 24χρονη φωτογράφο αποκλεισμένη στη Γάζα. Η σχέση τους γίνεται το χρονικό μιας καταστροφής που δεν έχει τέλος. Η Φατμά, με το γλυκό της χαμόγελο, μετατρέπεται σε σύμβολο επιμονής – ώσπου ο θάνατός της από βομβαρδισμό δίνει στο φιλμ μια αβάσταχτη τραγικότητα. Το ντοκιμαντέρ, βραβευμένο με τη Χρυσή Αθηνά, υπερβαίνει την κινηματογραφία για να γίνει ιστορική μαρτυρία.
«Christy» του Ντέιβιντ Μισό
Η Σίντνεϊ Σουίνι επιχειρεί να αποτινάξει την τηλεοπτική της περσόνα, ενσαρκώνοντας την αληθινή ιστορία της πυγμάχου Κρίστι Μάρτιν. Όμως, πίσω από τη σκληρή μεταμόρφωση και τα δράματα του ρινγκ, το φιλμ παραμένει μια χολιγουντιανή απόπειρα που δεν βρίσκει ποτέ ψυχή. Το σενάριο ακολουθεί τα χνάρια της Wikipedia, και η σκηνοθεσία του Μισό μοιάζει περισσότερο με υπηρεσιακή παρά με εμπνευσμένη.
Ένα σινεμά που κοιτά τον κόσμο στα μάτια
Αυτή η κινηματογραφική εβδομάδα δεν προσφέρει μόνο ψυχαγωγία· προσφέρει μια ηθική εμπειρία. Από τη μαύρη φάρσα του Λάνθιμου μέχρι τα ρεαλιστικά δάκρυα των Φάρες και Φαρσί, από τη δυστοπία του «Κυνηγού» μέχρι την ψευδαίσθηση της «Κρίστι», οι ταινίες συνομιλούν, η καθεμία με τον τρόπο της, με την ίδια πραγματικότητα: έναν κόσμο κουρασμένο, φοβισμένο, αλλά ακόμη ικανό να ελπίζει.
Και ίσως αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό μήνυμα της «Βουγονίας» – πως, όσο κι αν βουλιάζουμε στη σήψη, η τέχνη εξακολουθεί να μας δείχνει τον δρόμο προς την αναγέννηση.