Ο νομικός σύμβουλος της Επιτροπής Βιοηθικής Τ. Βιδάλης γράφει στο Syntagma Watch για την απεργία πείνας του Π. Ρούτσι, επισημαίνοντας δύο κρίσιμα ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων: το δικαίωμα του γονέα στην εκταφή του παιδιού του και το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του απεργού απέναντι στη ζωή και την υγεία του:
Η απεργία πείνας του Π. Ρούτσι, με αίτημα την εκταφή του παιδιού του, θύματος των Τεμπών, έχει προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Στο σύντομο αυτό σχόλιο, επισημαίνονται δύο ζητήματα που αφορούν θεμελιώδη δικαιώματα.
Το αίτημα για την εκταφή της σωρού είτε με σκοπό την αναγνώριση του θύματος είτε για τη διαπίστωση της αιτίας του θανάτου αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του δικαιώματος της προσωπικότητας του γονέα, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (άρθ. 5 παρ.1, άρθ. 9 παρ. 1) και στο διεθνές δίκαιο (άρθ. 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ, άρθ. 7 Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων ΕΕ). Γιατί η σχέση με το νεκρό δεν διακόπτεται για τον ζώντα όσο διατηρούνται τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις από τη συμβίωσή τους πριν το θάνατο. Το γεγονός του θανάτου επηρεάζει καίρια την ανάπτυξη της προσωπικότητας του γονέα, ανατρέποντας ό,τι ονειρεύεται για το μέλλον του παιδιού του. Τούτο, μοιραία, έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην οργάνωση και την πορεία της δικής του ζωής, προσωπικής και κοινωνικής. Γι’ αυτό το λόγο, ακόμη και σε συγκριτικά ηπιότερες καταστάσεις, ο γονέας αποφασίζει για το σώμα του παιδιού (και αντίστροφα), όταν π.χ. ζητείται η συναίνεσή του στη δωρεά οργάνων του νεκρού για μεταμοσχεύσεις.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι το σώμα του νεκρού είναι «αντικείμενο» του δικαίου (δεν έχει επομένως το ίδιο «δικαιώματα»). Ο σεβασμός του, όμως, αποτελεί μια απαράβατη σταθερά σε όλα τα σύγχρονα νομικά συστήματα, ακριβώς επειδή παραμένουν ενεργά τα δικαιώματα στην προσωπικότητα των οικείων του. Το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει στην απολύτως προσωπική αυτή σχέση των τελευταίων με το νεκρό, για οποιονδήποτε λόγο (με εξαίρεση τις προϋποθέσεις της ταφής για λόγους δημόσιας υγείας και μόνο): όταν παρεμβαίνει με ενέργειες ή παραλείψεις, παραβιάζει το άρθρο 5 παρ. 1 Σ, αλλά και το άρθρο 9 παρ. 1 Σ (8 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 7 Χάρτη ΕΕ), στο μέτρο που η αδιαμεσολάβητη σχέση γονέα/παιδιού βρίσκεται στον πυρήνα της «οικογενειακής ζωής».
Με βάση τα παραπάνω: α) Η δικαστική αρχή δεσμεύεται από το δικαίωμα στην προσωπικότητα να δεχθεί το αίτημα της εκταφής, χωρίς άλλη καθυστέρηση (που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του απεργού πείνας), διαφορετικά στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη, β) η κυβέρνηση, ακόμη κι αν εδώ πρόκειται για αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαιοσύνης, δεν είναι απαλλαγμένη ευθυνών, όπως ισχυρίζεται. Δεσμεύεται από το ίδιο θεμελιώδες δικαίωμα να αλλάξει αμέσως τη νομοθεσία (ακόμη και με έκτακτη νομοθέτηση, δηλαδή με πράξη νομοθετικού περιεχομένου) επιβάλλοντας ρητά την υποχρέωση εκταφής στο πλαίσιο δικαστικής διερεύνησης, εφ’ όσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τους οικείους του νεκρού. Αν αυτό δεν συμβεί, υπάρχει ζήτημα πολιτικής ευθύνης του υπουργού Δικαιοσύνης.
Αν τίποτε από τα παραπάνω δεν συμβεί εγκαίρως και οι αρχές αρκεστούν να παρακολουθούν τον απεργό πείνας διακινδυνεύοντας τη ζωή του, θα χρειαστεί να σκεφτούμε το δικαίωμά του να διαθέτει εκείνος ελεύθερα το σώμα του. Το δικαίωμα αυτό προκύπτει ευθέως από τη γενική βάση του αυτοκαθορισμού μας (άρθ. 2 παρ. 1 Σ.) και, εφόσον συνδέεται με την ατομική υγεία, εκφράζεται από το ειδικότερο δικαίωμα του άρθρου 5 παρ. 5 Σ. Στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου, τόσο ο Χάρτης της ΕΕ για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα όσο και η Σύμβαση του Οβιέδο κατοχυρώνουν ρητά την αρχή της συναίνεσης ύστερα από ενημέρωση του προσώπου για αποφάσεις σχετιζόμενες με την υγεία του, ως απόλυτο δικαίωμα που αδρανεί μόνο όταν δεν μπορεί να ασκηθεί αυτοπρόσωπα ή με νόμιμο αντιπρόσωπο.
Αυτό σημαίνει ότι όσο ο απεργός πείνας μπορεί να εκφράζει βούληση για την εξακολούθηση της απεργίας και δεν συναινεί στη λήψη τροφής, η βούληση αυτή δεσμεύει απολύτως τις αρχές. Αν ο ίδιος δεν μπορεί να εκφράζει τέτοια βούληση, οι αρχές είναι υποχρεωμένες να ζητούν συναίνεση από τους οικείους του (και μάλιστα από εκείνον που είναι πρώτος στην υποχρέωση διατροφής, κατά το οικογενειακό δίκαιο). Αν οι οικείοι δεν συναινέσουν ως το τέλος, δεν υπάρχει κανένα απολύτως περιθώριο για οποιαδήποτε ιατρική πράξη, κατά το Σύνταγμα και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που προαναφέρθηκαν. Τονίζουμε εδώ ότι το αδίκημα της παράλειψης λύτρωσης από κίνδυνο ζωής (άρθ. 307 Π.Κ.) δεν στοιχειοθετείται για οποιονδήποτε βρίσκεται δίπλα στον απεργό, καθώς δεν υπάρχει «πρόθεση», αλλά κανόνες δικαίου υπέρτερης ισχύος που δεσμεύουν κάθε σχετική πράξη. Είναι αυτονόητο ότι οι κανόνες αυτοί δεσμεύουν και τον εισαγγελέα που ενδεχομένως θα κληθεί να διατάξει την υποχρεωτική σίτιση του απεργού πείνας.
Συμπερασματικά: αν δεν ικανοποιηθεί άμεσα το αίτημα της εκταφής του απεργού πείνας, παραβιαστεί δηλαδή το δικαίωμα στην προσωπικότητά του, το ισχύον δίκαιο δεν αφήνει περιθώρια αποτροπής του δικού του θανάτου, εφ’ όσον επιμείνει στην απόφασή του.
Τάκης Βιδάλης
Μέλος European Group on Ethics in Science and New Technologies (Ευρωπαϊκή Επιτροπή)