Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο θρυλικός ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός και ακτιβιστής, πέθανε σε ηλικία 89 ετών στο σπίτι του στο Σάντανς της Γιούτα, όπως ανακοίνωσε η εκπρόσωπός του Σίντι Μπέργκερ.
Ο θάνατος τον βρήκε στον ύπνο του, έχοντας στο πλευρό του τα αγαπημένα του πρόσωπα, κλείνοντας έτσι μια ζωή που συνδέθηκε με την ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου αλλά και με την υπεράσπιση του ανεξάρτητου σινεμά.
Από το Μπρόντγουεϊ στο Χόλιγουντ
Γεννημένος το 1937 στη Σάντα Μόνικα, ο Ρέντφορντ ξεκίνησε με όνειρο να γίνει ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά.
Λέγεται, ότι κατά τα σχολικά του χρόνια, όταν επέστρεφε στο σπίτι από το σχολείο σταματούσε έξω από τα στούντιο της Fox, για να παρακολουθήσει τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής.
Ωστόσο, οι δικοί του δεν περίμεναν πολλά πράγματα από τον νεαρό Ρόμπερτ. Αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι ήταν καλός στον αθλητισμό, ήταν επιρρεπής στην… παραβατική συμπεριφορά: έπινε πολύ και έκανε μικροκλοπές.
Όταν τελείωσε το σχολείο άρχισε να δουλεύει ως σερβιτόρος αρχικά και μετά στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνιας, ώστε να μαζέψει χρήματα και να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Ένα ταξίδι που κράτησε περίπου έναν χρόνο.
Πήγε στο Παρίσι, στη συνέχεια στη Φλωρεντία, αλλά η πρώτη «κρυάδα» δεν άργησε να έρθει. Δοκιμάζοντας την τύχη του στη Σχολή Καλών Τεχνών της ιταλικής πόλης, δέχθηκε τόσο κακές κριτικές που απογοητευμένος επέστρεψε στις ΗΠΑ. Και μάλλον αυτή ήταν η καλύτερη κίνηση που θα μπορούσε να κάνει.
Σπούδασε τέχνη στην Ευρώπη και στη Νέα Υόρκη, ώσπου μια υποτροφία στη δραματική σχολή τον έφερε στη σκηνή.
Το 1959 εμφανίστηκε στο Μπρόντγουεϊ και λίγο αργότερα στην τηλεόραση, προτού κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με το «Warhunt» (1962). Η καθιέρωση ήρθε το 1967 με το «Ξυπόλητοι στο πάρκο» δίπλα στην Τζέιν Φόντα.
Ο σταρ που αρνήθηκε να γίνει σταρ
Η δεκαετία του ’70 τον βρήκε στην κορυφή του Χόλιγουντ με ταινίες όπως «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969), «The Sting» (1973), «All the President’s Men» (1976) και «The Great Gatsby» (1974). Παρά τη γοητεία του, που τον έκανε το «χρυσό αγόρι» της αμερικανικής οθόνης, ο ίδιος δεν αισθάνθηκε ποτέ άνετα με τη διασημότητα. Συχνά επέλεγε ρόλους που αποδόμησαν την εικόνα του ειδώλου, όπως στον «Electric Horseman» ή στο «Indecent Proposal».
Από την υποκριτική στη σκηνοθεσία και στο Sundance
Το 1980 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, το «Ordinary People», που τιμήθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας. Ωστόσο, η πιο σημαντική του κληρονομιά ήταν η ίδρυση του Ινστιτούτου και του Φεστιβάλ Sundance, που ανέδειξε γενιές ανεξάρτητων δημιουργών και καθιερώθηκε ως κορυφαίο βήμα για το παγκόσμιο indie σινεμά.
Οι εμβληματικές ταινίες του
Ο Ρέντφορντ έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο στην ταινία War Hunt (1962) ενώ τα προηγούμενα χρόνια έπαιζε ως ηθοποιός στα θέατρα του Μπρόντγει και έκανε επιτυχημένες τηλεοπτικές εμφανίσεις σε διάσημες σειρές.
Ο γοητευτικός σταρ με τα γαλάζια μάτια αρχικά γνώρισε την επιτυχία ως πρωταγωνιστής σε ταινίες όπως το «Ξυπόλυτοι στο Πάρκο» ( Barefoot in the Park, 1967), Butch Cassidy and the Sundance Kid (1969) και την πολιτική σάτιρα «Ο υποψήφιος» (The Candidate 1972).
Ο Ρέντφορντ έγραψε κινηματογραφική ιστορία με την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ στο ρομαντικό δράμα του 1973 “The Way We Were“, παίζοντας με τη Μία Φάρρου στον «Υπέροχο Γκάτσμπι» (The Great Gatsby,1974) και συμπρωταγωνιστώντας με την Φαίη Ντάναγουεϊ στο κατασκοπευτικό θρίλερ στις «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα» (Three Days of the Condor,1975).
Μάλιστα, για την ερμηνεία του στην αστυνομική ταινία “The Sting” (Το Κεντρί, 1973) ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.
Η ταινία «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» (1976) – στην οποία ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Ντάστιν Χόφμαν υποδύονται τους δημοσιογράφους της Washington Post που κάλυπταν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ – ήταν μια ταινία-ορόσημο για τον σταρ.
Η ταινία έλαβε οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων αυτών για Καλύτερη Ταινία και Καλύτερη Σκηνοθεσία (Άλαν Τζ. Πακούλα), ενώ κέρδισε και το Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου (Γκόλντμαν).
Το 1985 έπαιξε με την Μέριλ Στριπ στο ρομαντικό δράμα «Πέρα από την Αφρική» (Out of Africa), συγκινώντας εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο.
Τα επόμενα χρόνια ο Ρέντφορντ αφοσιώθηκε κυρίως στη σκηνοθεσία και το φεστιβάλ Sundance αλλά συνέχιζε να εμφανίζεται σποραδικά και ως ηθοποιός.
Ο Ρέντφορντ υποδύθηκε τον Αλεξάντερ Πιρς στις ταινίες Captain America: The Winter Soldier (2014) και Avengers: Endgame (2019).
Η τελευταία του ενασχόληση με τον κινηματογράφο ήταν ως εκτελεστικός παραγωγός στην τηλεοπτική σειρά Dark Winds, από το 2022.
Ένας σταθερός ακτιβιστής
Πέρα από την τέχνη, ο Ρέντφορντ υπήρξε ακούραστος ακτιβιστής για την προστασία του περιβάλλοντος, στηρίζοντας οργανώσεις όπως το Natural Resources Defense Council και το National Wildlife Federation. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 εγκαταστάθηκε στα βουνά της Γιούτα, μετατρέποντας τη φύση σε μόνιμο καταφύγιο και πηγή έμπνευσης.
Ιδιωτική ζωή και καλλιτεχνική παρακαταθήκη
Διατήρησε πάντα χαμηλό προφίλ στην προσωπική του ζωή. Ο πρώτος του γάμος με τη Λόλα Βαν Βάγκενεν κράτησε 27 χρόνια, ενώ το 2009 παντρεύτηκε τη Γερμανίδα καλλιτέχνιδα Σίμπιλ Ζάγκαρς.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ θα παντρευτεί για δεύτερη φορά το 2009, την επί χρόνια σύντροφό του Σίμπιλ Ζάγκαρς.
Η είδηση του θανάτου του έγινε γνωστή το μεσημέρι της 16ης Σεπτεμβρίου. Όπως έκανε γνωστό η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του Σίντι Μπέργκερ, ο διάσημος ηθοποιός άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στη Γιούτα, χωρίς να γίνουν περισσότερες λεπτομέρειες γνωστές.
Παρέμεινε ενεργός έως τα βαθιά του χρόνια, με την τελευταία του ερμηνεία να έρχεται το 2017 στο «Our Souls at Night» δίπλα στην Τζέιν Φόντα.
Το χρυσό αγόρι που ήθελε να γίνει ζωγράφος
Παρά τα εκατοντάδες βραβεία και τη διεθνή αναγνώριση, ο ίδιος έλεγε πως η πρώτη του αγάπη ήταν η ζωγραφική. «Η υποκριτική μου φαινόταν γελοία στην αρχή», είχε παραδεχθεί. Κι όμως, αυτός που ξεκίνησε με φιλοδοξία να ζωγραφίζει τοπία και πορτρέτα κατέληξε να χαράξει ανεξίτηλα τον καμβά της κινηματογραφικής Ιστορίας.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω του όχι μόνο μια ανεκτίμητη καλλιτεχνική παρακαταθήκη αλλά και το όραμα ενός σινεμά που τολμά να ξεπερνά τα όρια της βιομηχανίας και να αναζητά την αλήθεια της ανθρώπινης εμπειρίας.