Όσο αναμφισβήτητο είναι ότι ελληνικό μπάσκετ υπήρχε και πριν το 1987, με τις λιγοστές αλλά μεγάλες επιτυχίες του και τους παίκτες θρύλους του, άλλο τόσο αναμφισβήτητο είναι ότι το 1987 δεν άλλαξε μόνο πίστα, αλλά μετατράπηκε σε κάτι περισσότερο από ένα ακόμα άθλημα.
Του Κώστα Κωστάκου
Η κατάκτηση του ευρωμπάσκετ είναι μια από τις σημαντικότερες και φωτεινότερες στιγμές της μεταπολίτευσης. Και σε όποιον φαίνεται υπερβολικό, ή δεν πρόλαβε να το ζήσει ή ζούσε τότε σε μια εντελώς δική του κοσμάρα. Από το 87 και μετά το μπάσκετ δεν αγαπήθηκε απλά στην Ελλάδα: μετατράπηκε σε κομμάτι ταυτότητας. Πάει, στο μπάσκετ ήμασταν καλοί. Κι είχαμε άλλωστε έναν παίκτη που ξανά, όποιος πρόλαβε να τον ζήσει στα χρόνια του, καταλαβαίνει ότι αυτά που έκανε στο γήπεδο δεν ήταν αθλητικά κατορθώματα, ήταν μαγικός ρεαλισμός, πατούσαν ως ένα βαθμό στην πραγματικότητα και από εκεί και πέρα στη φαντασία και τον μύθο, σίγουρα δεν πατούσαν στη γη, η γη ήταν μόνο το σημείο από το οποίο ο Νίκος Γκάλης σηκωνόταν και έμενε στον αέρα όση ώρα ήθελε, όση ώρα χρειαζόταν, όχι πηδώντας στο Θεό, απλά μην πέφτοντας, απλά σχετικοποιώντας τη βαρύτητα, απλά χορεύοντας σε μια κάθετη δέσμη φωτός, περνώντας τελικά την μπάλα πάνω από τα αντίπαλα χέρια και αφήνοντας την να καταλήξει στο καλάθι, ξανά και ξανά και ξανά.
Το 1987 έδωσε τη θέση του στο 1989, με μια ακόμη νίκη επί της Σοβιετικής Ένωσης, το 1989 στο 1990 και στην χωρίς Γκάλη Εθνική, όπου ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο άνθρωπος που έβαλε στην άκρη το τεράστιο επιθετικό του ταλέντο, προκειμένου να φτιαχτεί ένα συγκλονιστικό δίδυμο γκαρντ, τώρα είχε την ευκαιρία, έστω και σε προχωρημένη ηλικία, να το αφήσει να ξεδιπλωθεί σε όλο του το μεγαλείο.
Μετά πέρασαν τα χρόνια, άρχισαν να παίρνουν ευρωλίγκες ελληνικές ομάδες, αλλά η Εθνική αποτύγχανε, ο Παναγιώτης Γιαννάκης έγινε προπονητής, το 2005, μετά από δεκαέξι χρόνια χωρίς μετάλλιο, το χρυσό, στον πιο εύκολο και χωρίς άγχος τελικό έβερ. Ένα χρόνο αργότερα η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, νίκη με κατοστάρα στον ημιτελικό επί των ΗΠΑ, των ΗΠΑ του Λεμπρόν Τζέιμς, του Ντουέιν Γουέιντ, του Καρμέλο Άντονι και άλλων τέτοιων καλούτσικων παικτών. Στον τελικό, που φαινόταν ακόμα πιο σίγουρος, μας διέλυσαν οι Ισπανοί, μας ξανακέρδισαν το 2007, το 2008 φτάσαμε ένα άστοχο σουτ μακριά από τον ημιτελικό της Ολυμπιάδας, το 2009 το τελευταίο μετάλλιο.
Κι ύστερα άλλα δεκαέξι χρόνια. Mε όχι τόσο κακές φουρνιές παικτών και στα αρκετά τελευταία με έναν υπερπαίκτη, με έναν δυο φορές MVP του ΝΒΑ, με ένα πρωταθλητή του NBA που έβαλε πενήντα πόντους στο τελευταίο ματς των τελικών. Κι όμως κάτι δεν δούλευε, κάτι πάντα αποτύγχανε, ήταν σαν το μπάσκετ να έτρεχε πιο γρήγορα από εμάς και να μας είχε ξεπεράσει, να μας είχε ξεπεράσει τόσο, που αποτυγχάναμε έχοντας ακόμα κι αυτό το πυρηνικό όπλο στη σύνθεσή μας.
Και τελικά η σκυταλοδρομία. Από την Εθνική των μέσων του 80, στην Εθνική των μέσων της πρώτης δεκαετίας του 2000, συνεκτικός δεσμός ο παίκτης στην πρώτη και προπονητής στη δεύτερη Παναγιώτης Γιαννάκης. Κι από την δεύτερη στην εθνική που πέρσι ξαναπήγε Ολυμπιάδα και φέτος πήρε το χάλκινο ο παίκτης τότε και προπονητής τώρα Βασίλης Σπανούλης. Ο Σπανούλης που τελειώνει την τεράστια καριέρα του και πέφτει με τη μία στα βαθιά και τον εμπιστεύονται στο Μονακό και τους πάει με την μία στον τελικό. Ο Σπανούλης για τον οποίο ο Ντόντσιτς φοράει το 77 και στο όνομα του οποίου πίνει νερό ο Γιάννης. Οπότε, όταν μετά το τέλος του αγώνα πηγαίνει και χάνεται στις αγκαλιές του Δημήτρη Διαμαντίδη, του Θοδωρή Παπαλουκά και του Κώστα Τσαρτσαρή, ενώ συνεργάτες του είναι στον πάγκο ο Νίκος Ζήσης και στην ομοσπονδία ο Δήμος Ντικούδης, όλα είναι μια σκυταλοδρομία στο χρόνο. Μπορεί κανείς να προεκτείνει νοερά την εικόνα και να τους δει όλους αυτούς να αγκαλιάζουν τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα, τον Φάνη. Κι εκείνη με τη σειρά τους τους παλιότερους, μέχρι το Καλλιμάρμαρο του 1968 κι ακόμα πιο πίσω.
Η φετινή Εθνική όχι απλά ήταν εκείνη που υποσχόταν τα λιγότερα εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά είχαν προλάβει να μεσολαβήσουν και διάφορες μικρές ή μεγάλες μανούρες, ξεκινώντας από αδικαιολόγητες απουσίες παικτών που θα μπορούσαν να είναι κομβικοί, προχωρώντας σε επιστολές εν ενεργεία παικτών καθ’ υπόδειξη της ομάδας τους εναντίον της ομοσπονδίας, ύστερα γκρίνια για τη μη συμμετοχή του Γιάννη σε φιλικά αλλά και επίσημα, στράβωμα εντελώς δικαιολογημένο για το εντελώς απαράδεκτο φιλικό με το Ισραήλ, ερωτήσεις για το επίσημο παιχνίδι με το Ισραήλ, έφτασε να γίνει θέμα μέχρι και μια ξεκάθαρα φιλική σφαλιάρα που έριξε σε κάτι πανηγυρισμούς ο Γιάννης στον παλιό και καλό του φίλο Λαρεντζάκη.
Παρόλα αυτά η ομάδα κατόρθωσε να κερδίσει και δη με πειστικό τρόπο όλα τα παιχνίδια που μπορούσε να κερδίσει. Έχασε μόνο εκείνα που δεν μπορούσε να κερδίσει: ένα που δεν έπαιζε ο Γιάννης και τον ημιτελικό με την Τουρκία, στον οποίο η διαφορά των ομάδων αποδείχτηκε χαώδης. Ως προς τον πειστικό τρόπο νικών, κάναμε βέβαια κάποιες φιλότιμες προσπάθειες να χάσουμε στο τέλος δικά μας ματς και με την Ισπανία και με το Ισραήλ, αλλά αυτά είναι και μέσα στο παιχνίδι. Το πώς πήγαμε όμως χθες να χάσουμε παιχνίδι (και δη τόσο σημαντικό) στο οποίο κερδίζαμε 17 πόντους 3:30 λεπτά πριν το τέλος και 14 πόντους 2:40 πριν το τέλος, είναι μέσα στο παιχνίδι μόνο θεωρητικά. Πρακτικά φτάσαμε ένα χαμένο σπρώξιμο της μπάλας κάτω από το καλάθι για να χάσουμε. Κι αν συνέβαινε αυτό, όντως θα μιλούσαμε για ένα ματς που θα έμενε στα χρονικά. Αλλά ευτυχώς δε συνέβη.
Οπότε τελειώνουν (ή όχι) την καριέρα τους στην Εθνική με ένα μετάλλιο, παίκτες που τα έχουν πάρει όλα σε συλλογικό επίπεδο, αλλά εδώ έτρωγαν πάντα τα μούτρα τους, όπως ο Παπανικολάου και ο Σλούκας. Ο Κώστας Παπανικολάου, ο αρχηγός και ο πιο αφοσιωμένος παίκτης στην ιστορία της Εθνική, ίσως πιο αφοσιωμένος κι απ’ τον ίδιο το Γιαννάκη. Μετά τη νίκη επί της Λιθουανίας έκανε εξαιρετικές δηλώσεις για τον κανιβαλισμό εναντίον της Εθνικής ποδοσφαίρου, για το ανάθεμα και την απαξίωση μετά από αποτυχίες. Ποιος ξέρει τι θα είχε ακούσει ο ίδιος και πόσο θα τον συνόδευε ως κληρονομιά και αστερίσκος μέχρι το τέλος της ζωής του, το ενδεχόμενο να χάναμε χθες. Ο Κώστας Σλούκας, κι αυτός με ένα χαμένο λέι απ και μια χαμένη βολή στο τέλος. Αλλά είναι σαν να υπάρχουν -ή έστω στο μυαλό μου υπάρχουν- δύο Σλούκες. Αυτός που είχε κατακτήσει ένα σωρό ευρωλίγκες στην καριέρα του, χωρίς όμως ποτέ να αναγνωριστεί ως ο αρχηγός της αγέλης, μέχρι που έχασε το τελευταίο σουτ σε έναν τελικό ευρωλίγκας, είδε την ίδια του την ομάδα να μην τον αντιμετωπίζει όπως θα ήθελε, έκανε ένα κλικ στο μυαλό του κι είπε ότι εγώ θα μείνω στην μπασκετική ιστορία αλλιώς. Κι αφού πρώτα δίχασε τους μπασκετόφιλους με μια μεταγραφή και μια ανεπανάληπτη χρονιά, σκέφτηκε ότι υπάρχει μια πρόκληση ακόμα για την καριέρα μου και το στάτους μου: να τους ξαναενώσω. Και το έκανε. Ποια κούραση, ποια τριανταφεύγα, ποια τοξικότητα της ομάδας του με την ομοσπονδία. Πέτυχε τον ένα στόχο του, τώρα έβαλε τον επόμενο. Και τον πέτυχε. Στην καριέρα του και μετάλλιο με την Εθνική.
Χθες στο ματς του μεταλλίου μπουμπουνούσαν νον στοπ τρίποντα ο Ντόρσεϊ και ο Τολιόπουλος. Ο Τολιόπουλος ένας παίκτης που άργησε πολύ να εκτιμηθεί, ένας παίκτης που τα πολύ τελευταία χρόνια κατάλαβαν όλοι ότι ήταν για ένα επίπεδο πιο πάνω από εκείνο στο οποίο τον υπολόγιζαν και ο Ντόρσεϊ, ο οποίος στην μέση των φετινών τελικών του πρωταθλήματος θεωρούνταν καμένο χαρτί από τη μεγάλη πλειοψηφία των μπασκετικών συντακτών, οι οποίοι αναρωτιούνταν πού τον θυμήθηκε ο προπονητής του και γιατί τον βάζει. Ο Ντόρσεϊ που στη συνέχεια καθάρισε στους τελικούς και που φέτος έπαιξε στην Εθνική επειδή δεν μπορούσε να παίξει ένας παίκτης που το ελληνικό μπάσκετ έχει μάθει να εκτιμά απείρως περισσότερο επειδή παίζει άμυνα και οργανώνει το παιχνίδι. Την επόμενη φορά που θα αναρωτηθούμε γιατί δεν βγάζουμε σουτέρ, μπορεί κανείς να δει την αντιμετώπιση που έχουν οι καλοί μας σουτέρ, πόσο λιγότερο καλοί παίκτες μοιάζουν στα μάτια μας. Χθες στο τέλος του ματς του μεταλλίου, μετά από ένα μέτριο ως κακό τουρνουά, μετά από μια μέτρια ως κακή χρονιά, που ακολούθησε την καταπληκτική επιστροφή του πρόπερσι, ο Ντίνος Μήτογλου βάζει δυο κρισιμότατα τρίποντα, θυσιαζόμενος για την ομάδα του και αναδεχόμενος το κόστος να τον ξαναπεί ο άλλος «Τριποντίνο». Ο Κώστας Αντετοκούνμπο έκανε τις πιο ώριμες εμφανίσεις της καριέρας του, με διαύγεια, αυτοσυγκράτηση, πάλευε λυσσαλέα με ένα τρόπο που δεν μας είχε συνηθίσει, ενώ προσέφερε μερικές φάσεις που σκόρπιζαν τον τρόμο στους αντιπάλους. Αποδείχτηκε παραπάνω από σημαντικός, αυτή τη φορά και στη πράξη, όχι μόνο στη θεωρία. Ο Αλέξανδρος Σαμοντούροφ απομένει να φανεί τι καριέρα θα κάνει, ποια θα είναι η εξέλιξή του, αν θα στομώσει ή θα αφήσει μεγάλο στίγμα. Πρόλαβε όμως ήδη και έγινε κρίσιμος μοχλός σε μια ομάδα μεταλλίου. Δεν συμμετείχε απλώς στη δωδεκάδα, ήταν εκεί και καθόρισε πράγματα. Ο Παναγιώτης Καλαϊτζάκης σε όλο το τουρνουά δεν περιορίστηκε στην άμυνα, βρήκε τρόπο να συμβάλει και στην επίθεση, όπως έχει βρει τον τρόπο να επιβιώνει και να είναι πολύτιμος στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού. Λαρεντζάκης και Κατσίβελης χρησιμοποιήθηκαν και βοήθησαν λιγότερο, κουβαλάει όμως ο καθένας τη δική του ιστορία και το μετάλλιο είναι για τον καθένα η δική του απρόσμενη δικαίωση. Ο Θανάσης Αντετοκούνμπο δεν μπορεί να κρίνεται με κριτήρια μπασκετικά, ο Θανάσης Αντετοκούνμπο είναι ιδέα, μια από τις πιο ανεβαστικές ιδέες που κυκλοφόρησαν ποτέ εκεί έξω.
Τέλος ο Γιάννης. Να μιλήσει κανείς για το Γιάννη ως παίκτη; Να μιλήσει κανείς για το Γιάννη ως προσωπικότητα; Να μιλήσει κανείς για το Γιάννη ως σύμβολο; Ως παίκτη, αρκεί νομίζω να πούμε, ότι τέτοιον αθλητή να αγωνίζεται με τα χρώματα είτε εθνικής ομάδας είτε της ομάδας μας, ούτε ξαναείδαμε ποτέ ούτε πρόκειται να ξαναδούμε, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας γέννησής μας, είτε το 1946 είναι αυτή είτε το 2008. Ένας από τους κορυφαίους στο άθλημά του όλων των εποχών αγωνίζεται τα πολλά τελευταία χρόνια με την εθνική της χώρας μας. Ως προσωπικότητα, αρκεί να αντιδιαστείλει τις χθεσινές του δηλώσεις με τις δηλώσεις και τις αναρτήσεις του παικταρά Σενγκούν. Ως σύμβολο, η παρουσία του και η προσφορά του αποτελούν από μόνες του την απάντηση σε εξέχοντες νυν υπουργούς που μπέρδευαν τάχα το επίθετό του και έλεγαν ότι έχει δήθεν γεννηθεί κάπου στην Αφρική, στην τρέχουσα μεταναστευτική πολιτική, σε ιδεολογίες που επικρατούν και στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα που έγινε μια φωτεινότερη χώρα εξαιτίας της οικογένειας Αντετοκούνμπο. Στην Ελλάδα του ζόφου σε ένα σωρό επίπεδα. Στην Ελλάδα που ο λαμπρότερος πρεσβευτής της σήμερα είναι ένα παλικάρι με κατάμαυρη επιδερμίδα, καθαρή φωνή και καθαρή ματιά, και γονείς που ταξίδεψαν κάποτε από πολύ μακριά, λαθραία, παράνομα και όχι παράτυπα, σύμφωνα με τη νέα επίσημη ορολογία, που καθιερώνεται ειρωνικά αυτές ακριβώς τις ημέρες. Στην Ελλάδα που κάτι καλό έκανε και σε αυτήν την οικογένεια και σε αυτά τα παιδιά ώστε να την εκπροσωπούν σήμερα και τα πολλά τελευταία χρόνια με περηφάνια και χαρά. Στην Ελλάδα που αξίζει να επιλέγει την καλύτερη από τη χειρότερη εκδοχή της, στην Ελλάδα που θα άξιζε να ανοίξει το μυαλό της, την καρδιά της, τις αντιλήψεις της και να μη κλειστεί στον εαυτό της ως ανάθεμα.
(Αναδημοσίευση από το προφίλ του Κώστα Κωστάκου στο Facebook)