Η κατάρρευση της κυβέρνησης Φρανσουά Μπαϊρού στη Γαλλία αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου εξελίξεων που φαίνεται να ανατρέπουν πολλά από όσα ίσχυαν ως τώρα στην παγκόσμια οικονομία και τις αγορές, καθώς η Γαλλία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη της ΕΕ, με την πρώτη σε μέγεθος (Γερμανία) ήδη σε ενεργειακή κρίση. Αξίζει να εξετάσουμε τι κρύβεται πίσω από τις εξελίξεις αυτές και να δούμε γιατί τόσο οι αιτίες όσο και οι επιπτώσεις τους είναι σημαντικές.
1. Το νέο τοπίο
Η κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαϊρού, που «απολύθηκε» την προηγούμενη μόλις εβδομάδα με 364 ψήφους κατά και μόλις 194 υπέρ από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση, έχει τεράστια πολιτική σημασία για την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μία εποχή που η στρατηγική της ΕΕ εστιάζεται σε οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο από αμφισβητούμενης λογικής επιλογές.
Η ηγεσία της ΕΕ, περιλαμβανομένων εκείνων της Γαλλίας και της Γερμανίας, έχει εμπλακεί σε μία ανήθικη προσπάθεια επηρεασμού ή ανατροπής των εκλογών σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Μολδαβία. Παράλληλα, σε μια εποχή που οδεύει προς τη λήξη του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας, αντί να επιδιώξει την επανασύνδεση του αγωγού φυσικού αερίου με τη Ρωσία (που θα επέτρεπε στη Γερμανία και γενικότερα στην ΕΕ να ανταγωνιστεί παραγωγικά αντίπαλες δυνάμεις όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ, με χαμηλό ενεργειακό κόστος), προσπαθεί να εμπλακεί σε ευθεία πολεμική σύγκρουση με τη Ρωσία, τη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του κόσμου.
Οι αποφάσεις αυτές συνοδεύονται μάλιστα από ένα πανάκριβο πρόγραμμα εξοπλισμού, το Rearm Europe, με κόστος που, αντί να χρησιμοποιηθεί για το αναπτυξιακό όφελος των οικονομιών των κρατών-μελών (που θα μπορούσε να είχε ξεχρεώσει και αναβαθμίσει πέντε χώρες σαν την Ελλάδα), κατευθύνεται στα ταμεία πέντε μεγάλων εταιριών πολέμου. Το τεράστιο αυτό πρόγραμμα οδηγεί σε υπερχρέωση της ΕΕ και των κρατών-μελών και στο τέλος του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, καθώς οι πόροι του κοινωνικού κράτους, των αποταμιεύσεων και κρατήσεων των εργαζομένων, αντί να κατευθυνθούν σε υγεία και συντάξεις, θα μπουν στις τσέπες των πολυεθνικών εταιριών πολέμου.
Είναι φυσικό ότι τόσο στη Γαλλία όσο και στις άλλες χώρες, η τεράστια αυτή «αναδιανομή πλούτου» από τα κοινωνικά ταμεία στις πολυεθνικές του πολέμου οδηγεί σε μεγάλες αντιδράσεις, αναταράξεις και πολιτικές μετακινήσεις. Όμως οι αναταράξεις είναι και οικονομικές, καθώς η ΕΕ δεσμεύτηκε όχι μόνο να αγοράσει 600 δισ. πανάκριβο υγροποιημένο αέριο από τις ΗΠΑ, αλλά και να κάνει επενδύσεις 100 δισ. στις ΗΠΑ, όλα αυτά για να μειώσει τους δασμούς στα γερμανικά αυτοκίνητα ο πρόεδρος Τραμπ.
2. Οι οικονομικές επιπτώσεις
Οι χειρισμοί της ηγεσίας της ΕΕ, εν ολίγοις, πέραν του κινδύνου πυρηνικού πολέμου, θα κοστίσουν όχι λιγότερο από 1,5 τρισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 8% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Είναι φυσικό ότι καθώς η ΕΕ μετατρέπεται σε ζώνη πολέμου, πολιτικής αβεβαιότητας, πολιτικοοικονομικής σήψης και οικονομικής χρεοκοπίας, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας και των χρηματιστηριακών αξιών στο επόμενο διάστημα.
Ήδη στο δεύτερο τρίμηνο του 2025, παρά το ότι τα επιτόκια έχουν μειωθεί σε επίπεδα 2% και οι ανταγωνίστριες Ρωσία, Κίνα και ΗΠΑ έχουν ισχυρή ανάπτυξη, η ΕΕ κατέγραψε ανάπτυξη μόλις 0,1%. Δεν αποτελεί έκπληξη επίσης ότι στο προηγούμενο διάστημα ο χρυσός ξεπέρασε το ευρώ και κατέλαβε τη δεύτερη θέση παγκοσμίως ως σημαντικό αποθεματικό περιουσιακό στοιχείο για τις κεντρικές τράπεζες, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενώ το δολάριο διατηρεί την ηγετική του θέση παγκοσμίως.
3. Χρηματιστηριακές προοπτικές
Σε ένα περιβάλλον υψηλής γεωπολιτικής αβεβαιότητας, πανάκριβου ενεργειακού κόστους, μείωσης κερδών και ανταγωνιστικής θέσης, πολιτικής κατάρρευσης και μηδενικής ανάπτυξης, η ΕΕ φαίνεται να βρίσκεται στον μονόδρομο αυξημένων δημοσιονομικών προβλημάτων και χαμηλότερης ελκυστικότητας για επενδύσεις.
Στο επόμενο διάστημα αναμένεται σταδιακή μείωση των χρηματιστηριακών επενδύσεων στη Γαλλία αλλά και στην ΕΕ, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας. Ο ευαίσθητος κρίκος αναμένεται να είναι οι Τράπεζες (περιλαμβανομένων των Ελληνικών), καθώς και οι εταιρίες Τροφίμων, Ψυχαγωγίας και Εναλλακτικής Ενέργειας. Έμμεσα αρνητικά, αν και σε μικρότερο βαθμό, αναμένεται να επηρεαστούν και αμερικανικές πολυεθνικές τροφίμων με έκθεση στην ευρωπαϊκή αγορά.
Αντίθετα, αναμένεται flight to safety με επενδύσεις σε δολάριο και πιθανή ενίσχυσή του, καθώς και χρηματιστηριακές τοποθετήσεις σε αμερικανικές εταιρίες στον κλάδο της τεχνολογίας και, δευτερευόντως, σε αμερικανικές εταιρίες πολέμου.
Κωνσταντίνος Βέργος
Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Μεγάλη Βρετανία