Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης κάθε χρόνο τροφοδοτεί τη συζήτηση για τις κατευθύνσεις της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, το κεντρικό ερώτημα είναι πού πρέπει να στραφεί η χώρα ώστε να πετύχει σταθερή ανάπτυξη με κοινωνική ισορροπία και ανθεκτικότητα απέναντι στις διεθνείς κρίσεις.
Του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου Ε.Ε.Α, Επίτιμου Διδάκτορα ΠΑ.ΠΕΙ. & Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας δείχνει ότι η αύξηση του ΑΕΠ από μόνη της δεν αρκεί. Οι ανισότητες διευρύνθηκαν, με τους λίγους να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μερίδιο των κερδών, ενώ η μεσαία τάξη και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πιέζονται συνεχώς. Αυτό οδηγεί σε περιορισμένη κατανάλωση και τελικά σε χαμηλότερη δυναμική. Επομένως, το νέο μοντέλο δεν μπορεί παρά να στοχεύει σε δικαιότερη κατανομή ευκαιριών και στήριξη του παραγωγικού ιστού, με πολιτικές που απαντούν στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
Η μετάβαση σε μια πιο ανταγωνιστική οικονομία περνά μέσα από την καινοτομία. Η Ελλάδα χρειάζεται να ενισχύσει την έρευνα και να δημιουργήσει πιο στενούς δεσμούς ανάμεσα σε πανεπιστήμια, επιχειρήσεις και τοπική αυτοδιοίκηση.
Παράλληλα, απαιτούνται κίνητρα για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, ψηφιακά εργαλεία και σύγχρονες μορφές παραγωγής. Η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής ή των «έξυπνων» συστημάτων δεν είναι πολυτέλεια. Είναι προϋπόθεση για να σταθεί η χώρα στον διεθνή ανταγωνισμό. Σημασία όμως έχει η καινοτομία να μη μείνει προνόμιο των λίγων, αλλά να διαχέεται δίκαια στην κοινωνία και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας.
Αντίστοιχα, η ενεργειακή στρατηγική δεν μπορεί να περιορίζεται σε λίγα μεγάλα έργα. Οι ενεργειακές κοινότητες, όπου συμμετέχουν πολίτες, μικρές επιχειρήσεις και τοπικοί φορείς, αποτελούν υπόδειγμα δίκαιης και συμμετοχικής ανάπτυξης.
Την ίδια στιγμή, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να περάσουν από τον ρόλο του «αδύναμου κρίκου» σε αυτόν του κεντρικού παίκτη. Με φορολογικά κίνητρα, καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και εργαλεία για ψηφιακό μετασχηματισμό, μπορούν να γίνουν μοχλός ανάπτυξης τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Εξίσου κρίσιμο είναι να στηριχθούν συνεργασίες σε τομείς όπως ο αγροδιατροφικός, ο τουριστικός και ο πολιτιστικός, που αξιοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε περιοχής.
Οι επενδύσεις από το εξωτερικό χρειάζονται, αλλά με σαφή προσανατολισμό. Δεν αρκεί να φέρνουν κεφάλαια. Πρέπει να δημιουργούν θέσεις εργασίας, να σέβονται το περιβάλλον και να έχουν πραγματική κοινωνική προστιθέμενη αξία.
Η εκπαίδευση και η κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού είναι ένα ακόμη μεγάλο στοίχημα. Ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, προγράμματα δεξιοτήτων και προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων μπορούν να εγγυηθούν μια αγορά εργασίας βιώσιμη και δίκαιη. Η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης, η σύνδεση με τις ανάγκες της αγοράς και η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας στην κατάρτιση μπορούν να προσφέρουν νέες προοπτικές σε εργαζόμενους και ανέργους.
Τέλος, χωρίς περιφερειακή ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει εθνική ανάπτυξη. Η ενίσχυση των νησιών και της υπαίθρου με υποδομές, υπηρεσίες και νέες επενδυτικές ευκαιρίες είναι προϋπόθεση για να διατηρηθεί ζωντανός ο κοινωνικός ιστός και να σταματήσει η δημογραφική φθορά. Μια δίκαιη αναπτυξιακή στρατηγική δεν θα αφήνει περιοχές στο περιθώριο, αλλά θα αξιοποιεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τόπου, μετατρέποντάς τα σε μοχλό προόδου.
Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από ένα μοντέλο που συγκεντρώνει τα οφέλη στους λίγους. Χρειάζεται μια νέα παραγωγική πορεία που θα στηρίζεται στην καινοτομία, στη δίκαιη μετάβαση, στην ισχυρή μεσαία τάξη και στη συμμετοχή όλων των πολιτών. Μόνο έτσι η ανάπτυξη θα μεταφράζεται σε πραγματική ευημερία για την κοινωνία.