«Η υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι που επικρατούν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού», υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που δημοσιοποίησε την Τετάρτη.
Σημειώνει ωστόσο ότι: «η αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, σε συνδυασμό με τις χαμηλές χρηματοδοτικές του ανάγκες για την επόμενη διετία, αλλά και η ισχυροποίηση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα, αμβλύνουν σε μεγάλο βαθμό τους κινδύνους. Ωστόσο, τυχόν απότομη χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα».
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Έκθεση, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας:
*Ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές αναταράξεις. Ωστόσο, η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ταυτόχρονα, τα υψηλά επιτόκια και η μεταβλητότητα στις αγορές εγκυμονούν κινδύνους για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εκτός τραπεζικού τομέα που δύναται να επηρεάσουν τις τράπεζες δευτερογενώς.
Το ποσοστό ΜΕΔ των τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε οριακά (Ιούνιος 2023: 8,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%). Επισημαίνεται ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν πλέον πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ, με μία εξ αυτών να είναι κάτω από το 5%. Ωστόσο, θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες που στοχεύουν στην εξυγίανση του εναπομείναντος αποθέματος ΜΕΔ και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Ιούνιος 2023: 1,8%).
*Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών διαμορφώθηκε σε υψηλό επίπεδο. Βραχυπρόθεσμα, η επίδραση από τις αυξήσεις των βασικών επιτοκίων στο καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα των τραπεζών είναι θετική, καθώς η πλειονότητα των δανείων τους έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα η επίδραση αυτή ενδέχεται να μετριαστεί από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, λόγω αφενός της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και αφετέρου του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την άντληση ρευστότητας και την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων. Ταυτόχρονα, σε συνθήκες επιβράδυνσης του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, η προσπάθεια των τραπεζών για υγιή πιστωτική επέκταση και διατήρηση της υφιστάμενης κερδοφορίας καθίσταται δυσχερέστερη.
*Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων υποχώρησε ελαφρά και η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους παραμένει χαμηλή. Ωστόσο, η αυξημένη κερδοφορία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου.
*Η υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι που επικρατούν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Η αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, σε συνδυασμό με τις χαμηλές χρηματοδοτικές του ανάγκες για την επόμενη διετία, αλλά και η ισχυροποίηση των μεγεθών του τραπεζικού τομέα, αμβλύνουν σε μεγάλο βαθμό τους κινδύνους. Ωστόσο, τυχόν απότομη χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις με δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών όσο και στον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Συνεπώς, αναδεικνύεται η σημασία συνέχισης της πορείας εξυγίανσης και περαιτέρω ενδυνάμωσης των βασικών μεγεθών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μικρο- και μακροπροληπτικής εποπτείας για την ενίσχυση και διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Την επανεξέταση όλων των φοροαπαλλαγών από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ζήτησε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας καθώς, όπως είπε, «η χώρα έχει ανάγκη από έσοδα.»
Υποστήριξε δε ότι τα έσοδα που αναμένεται να εισπράξει το Δημόσιο από την πώληση των μετοχών που κατέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας παρόλο που είναι ελάχιστα σε σχέση με αυτά που διέθεσε για τη σωτηρία τους, δεν είναι λίγα αν συνυπολογιστούν τα οφέλη που έχει αποκομίσει από το PSI καθώς και υψηλά μερίσματα που έχει διαθέσει η Τράπεζα της Ελλάδος τα οποία προέρχονται κατά κύριο λόγο από το ELA (σ.σ την ρευστότητα που χορηγούσε στις Τράπεζες).
Ο ίδιος επανέλαβε ότι η παραοικονομία στην Ελλάδα ξεπερνάει τα 40 δισ. ευρώ ενώ, όπως είπε, θα πρέπει να επανεξεταστεί η κοινωνική χρησιμότητα των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών και το κατά πόσο αυτές αφορούν τους πραγματικά ευάλωτους.
Μιλώντας στο συνέδριο που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών, ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι η Ελλάδα «επέστρεψε από το χείλος του γκρεμού και αποτελεί πλέον διεθνές success story».
Παρά ταύτα, όπως ανέφερε, παρατηρούνται καθυστερήσεις σε αρκετούς τομείς, όπως αυτός της απονομής της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, εξέφρασε την στήριξη του στον αρμόδιο υπουργό Γιώργο Φλωρίδη, υπογραμμίζοντας ότι «θα τα καταφέρει».
Συνέστησε δε τη συνέχιση της «ορθόδοξης δημοσιονομικής πολιτικής» προκειμένου ο Προϋπολογισμός να διπλασιάσει το 2024 το πρωτογενές του πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ. Προσέθεσε δε ότι το Δημόσιο Χρέος μειώνεται ραγδαία, εκτιμώντας ότι εφέτος οι πραγματικοί μισθοί στη χώρα θ΄αυξηθούν.
Για τις τράπεζες ανέφερε ότι είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες παρόλο που το 50% των κεφαλαίων τους αποτελείται από αναβαλλόμενο φόρο και εξέφρασε την προσδοκία να εμφανιστούν εκτός από την Unicredit η οποία έχει εκφράσει ενδιαφέρον για την εξαγορά του 9% της Alpha Bank, και άλλοι στρατηγικοί επενδυτές για Εθνική και Τράπεζα Πειραιώς.
Για την πορεία των επιτοκίων προέβλεψε ότι αν ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει κάτω από το 3% σε μόνιμη βάση τον Αύγουστο του 2024, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι πιθανόν να προχωρήσει σε μικρή μείωση των βασικών της επιτοκίων.