Η σύγκρουση στην Ολομέλεια της Βουλής για την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το επεισόδιο Αθανασίου-Γεωργιάδη-Πολάκη στάθηκαν αφορμές για να ξεδιπλωθεί η νέα στρατηγική του Μεγάρου Μαξίμου έναντι του ΚΙΝ.ΑΛ και προσωπικά του Νίκου Ανδρουλάκη. Η κυβέρνηση ταυτίζει, πλέον, τον τελευταίο με την Κουμουνδούρου καταλογίζοντάς του “επιτήδεια ουδετερότητα” και ροπή προς τον “Πολακισμό”. Η επίθεση του ίδιου του πρωθυπουργού στον Κώστα Σκανδαλίδη και η μομφή ό,τι το νέο ΚΙΝ.ΑΛ αποφεύγει να πάρει θέση σχετικά με την “σκευωρία Novartis” και να υποστηρίξει τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τα άλλα στελέχη του που ενεπλάκησαν με ευθύνη της προηγούμενης κυβέρνησης συμπληρώνουν το κάδρο αυτής της στρατηγικής.
Πρόκειται για μία κίνηση με πολύ υψηλό ρίσκο για τη Ν.Δ. Ο στόχος είναι προφανής και είναι διττός:
–Να ωθήσει το ΚΙΝ.ΑΛ προς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να δημιουργήσει μεγαλύτερο χώρο για το κυβερνών κόμμα στην πολιτική περιοχή του Κέντρου,
–Να εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ δεύτερου και τρίτου κόμματος στην “κεντροαριστερή πολυκατοικία”.
Η τελευταία δημοσκόπηση της Pulse (Σκάϊ) έδειξε πως σ’ αυτή την -θολή και ασχημάτιστη- περιοχή του Κέντρου συνωστίζονται και οι τρεις “παίκτες” των νέων συσχετισμών. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με επιρροή 26%, ο Νίκος Ανδρουλάκης με 22%, και ο Αλέξης Τσίπρας με 20%.
Για τον τρίτο το ποσοστό αυτό πρέπει μάλλον να θεωρηθεί υψηλό δεδομένου πως είχε να καλύψει πολύ μεγαλύτερη απόσταση από την ριζοσπαστική αριστερά που αποτελεί την παραδοσιακή του βάση. Χωρίς καλά καλά να έχει υλοποιήσει τον σχεδιασμό της διεύρυνσης και της ήπιας μετάβασης προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (και επιπλέον με τις γνωστές εσωτερικές αντιστάσεις), αποτελεί σημαντικό πολιτικό κεκτημένο για το αρχηγικό προφίλ Τσίπρα.
Ο πρωθυπουργός και ο νέος αρχηγός του ΚΙΝ.ΑΛ δικαίως έχουν μεγαλύτερη επιρροή στο Κέντρο εξαιτίας της κομματικής παράδοσης που εκπροσωπούν αλλά και των προσωπικών πολιτικών τους χαρακτηριστικών. Ο δεύτερος, όμως, είναι ήδη πολύ κοντά στον πρώτο, κι αυτό δικαίως προκαλεί ανησυχία στο Μέγαρο Μαξίμου. Οι πιθανότητες, ωστόσο, είναι υπέρ του να κλείσει κι άλλο αυτή η διαφορά επειδή ο κ. Ανδρουλάκης έχει μεγαλύτερη ευελιξία ως προς αυτό (γι’ αυτό επιμένει στον στόχο της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, όπως λέει), ενώ ο πρωθυπουργός πρέπει να αναπληρώνει κάθε βήμα-άνοιγμα προς το Κέντρο με ισοδύναμες κινήσεις που θα προστατεύουν τα νώτα του από τα δεξιά. Εκεί όπου καραδοκούν μικρότερα σχήματα (η ομιλία του Κ. Μπογδάνου στη Βουλή ήταν ενδεικτική) και η Ελληνική Λύση. Γι’ αυτό και εξηγείται η προσπάθεια να ταυτιστεί ο Νίκος Ανδρουλάκης με την “κακή εκδοχή” του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Η συγκεκριμένη στρατηγική, από την άλλη, έχει σοβαρά κενά.
Πρώτον, προκαλεί ακόμα μεγαλύτερες ρωγμές στο ταχέως απενεργοποιούμενο αντι-Σύριζα μέτωπο. Στον χώρο του ΚΙΝ.ΑΛ καθώς και στην περιφέρειά του (εκσυγχρονιστές, Βενιζέλος κ.ά) βρίσκονται πρόσωπα που είχαν πρωταγωνιστήσει παλαιότερα στην τάση να ηττηθεί ολοκληρωτικά ο ΣΥΡΙΖΑ σε βαθμό που να μην μπορέσει να επιστρέψει στη διακυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός βάζει τώρα απέναντί του όλα αυτά τα πρόσωπα, ήταν, δε, χαρακτηριστική η επίθεση του Άδωνη Γεωργιάδη στον Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλο, κορυφαίο στέλεχος του ΚΙΝ.ΑΛ από τα πλέον “φλογοβόλα” κατά του Αλέξη Τσίπρα.
Δεύτερον, δημιουργεί την εντύπωση πως ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΚΙΝ.ΑΛ συγκροτούν πιά αντικυβερνητικό μέτωπο (στο οποίο ad hoc εντάσσονται και τα άλλα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης), κάτι που αφενός ενισχύει -έστω και πλασματικά- το αφήγημα περί “προοδευτικής διακυβέρνησης”, αφετέρου καθιστά τη Ν.Δ μόνη απέναντι σε όλους.
Τούτων δοθέντων, το δίλημμα περί αυτοδυναμίας που διατύπωνε παλαιότερα -εσχάτως πολύ λιγότερο- ο πρωθυπουργός μετατρέπεται στην μοναδική πολιτική διέξοδο για τη Ν.Δ. Η στρατηγική της σύγκρουσης με το ΚΙΝ.ΑΛ του στερεί το επιχείρημα πως, εφόσον χρειαστεί, θα μπορέσει να βρει στο πρόσωπο του Νίκου Ανδρουλάκη έναν πρόθυμο κυβερνητικό εταίρο. Τίποτε, βεβαίως, δεν είναι “μόνιμο” στην πολιτική (το είδαμε το 2012, όταν από τις συγκρούσεις Σαμαρά-Βενιζέλου φθάσαμε στη συγκυβέρνηση), όμως η αίσθηση που δημιουργείται στο εκλογικό σώμα είναι αυτή που περιγράψαμε.
Όμως, η δημοσκοπική αριθμητική έχει προσώρας άλλα σχέδια. Με βάση την δημοσκόπηση της Pulse αλλά και σχεδόν όλες που έχουν προηγηθεί, η αυτοδυναμία της Ν.Δ -εφόσον είναι πρώτο κόμμα- στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με το νέο εκλογικό νόμο του κλιμακωτού μπόνους είναι αβέβαιη και εάν επιτευχθεί πολιτικά επισφαλής αφού μπορεί να αφορά κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 151 έδρες!
Έτσι, η Ν.Δ ακόμα κι αν διατηρήσει σημαντική διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ (περίπου 8 μονάδες), είτε δεν θα μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση και θα απαιτηθεί και τρίτη αναμέτρηση, είτε θα πρέπει να αναζητήσει εταίρους στην υπερδεξιά Ελληνική Λύση, σε κάποιο άλλο παρόμοιο σχήμα (π.χ Δημιουργία-Μπογδάνος) που ίσως θα έχει εισέλθει στη Βουλή -εξαιρετικά αμφίβολο-, είτε, τέλος, να προσπαθήσει να προσεγγίσει το ΚΙΝ.ΑΛ που τώρα καταγγέλει για “ισαποστακισμό” και ροπή στον “Πολακισμό”.
Την παραπάνω ανάλυση προφανώς κάνουν και άλλοι παράγοντες εκτός θεσμικού πολιτικού παιχνιδιού και δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Όπως, σύμφωνα με πληροφορίες που μεταδίδει το Euractiv από τις Βρυξέλλες, και η Κομισιόν που, κατά το δημοσίευμα, προωθεί την ιδέα τεχνοκρατικής κυβέρνησης με επιχείρημα -μεταξύ άλλων- ότι: είναι ο τεράστιος όγκος χρημάτων που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία μέχρι το 2026, και φοβούνται ότι η υπάρχουσα κυβέρνηση είναι «έρμαιο ισχυρών πιέσεων και δεσμεύσεων σε μια περίκλειστη ομάδα Ελλήνων επιχειρηματιών». Και αναφέρει πως “δεν είναι τυχαίο άλλωστε που τον Ιούνιο του 2021, το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης ήταν το μόνο που άλλαξε πριν λάβει το πράσινο φως των Βρυξελλών με τη Γερμανία και άλλα κράτη να ζητούν «διευκρινίσεις» από την Αθήνα σχετικά με την επιλογή των εταιρειών που θα επωφεληθούν από τα φθηνά δάνεια.”
Το δημοσίευμα καταλήγει πως, μπροστά στο φάσμα της “ακυβερνησίας” και σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να προωθηθούν, ώστε η Ελλάδα να σταθεί εφικτό να εκταμιεύσει τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, εκπονούνται ήδη σενάρια για κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή τεχνοκρατών.