Ήξερα ότι ο Νικόλας νοσηλεύεται, εδώ και τρεις βδομάδες. Παρασκευή μεσημέρι, με πήρε ο κυρ – Γιάννης.
«Σε ζητάει…»
Σήμερα πήγαμε μαζί στην κλινική.
Η κλινική είναι πνιγμένη στο πράσινο, καλοβαλμένη, φρεσκοβαμμένη, με περιποιημένους περιβάλλοντες χώρους.
Πρώτη δυσάρεστη εντύπωση, καθώς πλησιάζουμε, είναι οι φωνές: κάποιος φωνάζει θυμωμένα, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λέει. Ξαφνικά, ησυχία. Ο κυρ – Γιάννης μου δείχνει την πτέρυγα αριστερά της εισόδου.
«Εδώ έχουν τα πιο βαριά περιστατικά»
Σηκώνω το βλέμμα. Από τις σιδεριές δυο παραθύρων κρέμονται πλυμένα εσώρουχα, στο ένα αντρικά, στο άλλο γυναικεία. Σε άλλο παράθυρο ένας ασθενής καπνίζει και μας κοιτάζει.
Ανοίγουν από μέσα και μπαίνουμε. Στον προθάλαμο, στις σκάλες, στις αίθουσες αναμονής καθαριότητα, ίσως και λίγη πολυτέλεια στη διακόσμηση, που δε συναντάς στα δημόσια νοσοκομεία.
Ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο. Στις σκάλες η Μάγδα την πέφτει στον κυρ- Γιάννη, που τον έχει γνωρίσει πια καλά. Θέλει να της δώσει το κινητό του, για να τηλεφωνήσει. Την αποφεύγει, για λίγο.
Διασχίζουμε το διάδρομο. Δεξιά κι αριστερά, θάλαμοι. Πολλοί ασθενείς είναι έξω, στο διάδρομο. Άντρες και γυναίκες, ανάκατα. Πολλά νέα παιδιά. Δεκαεφτά, είκοσι, είκοσι πέντε. Το πρόβλημά τους φαίνεται στο βλέμμα τους και στη στάση του σώματος. Άλλος μισοκαθισμένος, άλλος πηγαινοέρχεται νευρικά.
Υπάρχουν αρκετοί ηλικιωμένοι. Οι περισσότεροι είναι παραμορφωμένοι. Τους λείπουν δόντια, μαλλιά, το βλέμμα τους είναι ακόμα πιο γυάλινο, η έκφρασή τους θολή, η ομιλία τους μπερδεμένη. Τα ψυχοφάρμακα αφήνουν ανεξίτηλα τα ίχνη τους, όταν τα παίρνεις για χρόνια.
Οι ασθενείς είναι ξυρισμένοι, κουρεμένοι, λουσμένοι, περιποιημένοι, καθαροί.
Λόγω σπουδών και επαγγέλματος βλέπω συνέχεια νοσοκόμες και νοσηλεύτριες. Πρώτη φορά τα πρόσωπά τους είναι έτσι σοβαρά και θλιμμένα. Μου έκανε εντύπωση και συνέχισα να παρατηρώ, η εικόνα δεν άλλαξε, ως το τέλος.
Σε ελάχιστο χρόνο «γνωρίζω» αρκετούς ασθενείς. Ο διπλανός του Νικόλα στο θάλαμο φαίνεται πενηντάρης. Καπνίζει συνέχεια. Εκατό, εκατόν είκοσι τσιγάρα την ημέρα. Είναι ήσυχος, αλλά το αριστερό του χέρι, από τον καρπό ως τα δάχτυλα είναι δεμένο με επιδέσμους. Απόπειρα; Ατύχημα; Όταν του μιλάς απαντά ψιθυριστά και όσο πιο σύντομα γίνεται, σχεδόν με μονοσύλλαβα. Ο Νικόλας με διαβεβαιώνει ότι ο Άνθιμος δεν «καταπίνει τον καπνό».
Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο τρίτος του θαλάμου. Ένας λεπτοκαμωμένος μελαχρινός πόντιος, με έξυπνη φυσιογνωμία. Γνωριζόμαστε (κάνει τις συστάσεις ο κυρ – Γιάννης, που ξέρει τους πάντες), χαμογελά σαν τον καλύτερο δημοσιοσχεσίτη και σε δέκα δευτερόλεπτα έχει εξαφανιστεί.
Εμφανίζεται πάλι η Μάγδα και διεκδικεί το κινητό του κυρ- Γιάννη. Αυτός έχει προνοήσει και το έχει μετακινήσει από τη θήκη του στη ζώνη, στην τσέπη του γιλέκου. Της εξηγεί ότι το ξέχασε στο σπίτι. Η Μάγδα απογοητεύεται, αλλά παραμένει, γιατί θέλει κουβέντα.
Είναι απροσδιόριστης ηλικίας, καπνίζει κι αυτή συνέχεια, έχει τα ούλα γυμνά. Μας λέει ότι «σήμερα βγαίνει» – κάτι που ο κυρ -Γιάννης (που γνωρίζει κάτι παραπάνω) περνάει στο ντούκου.
Βγαίνω στο διάδρομο. Ακριβώς απέναντι ένα παλικαράκι, ίσαμε δεκαεφτά χρονών, κάθεται στα πόδια του και κουνάει το κορμί του πέρα δώθε. Η όψη του δείχνει ανήσυχη. Ξαφνικά σηκώνεται και απομακρύνεται.
«Προχτές έκανε απόπειρα… προσπάθησε να αυτοστραγγαλιστεί»
Όσο περιμένουμε τον Νικόλα, ο κυρ- Γιάννης μου γνωρίζει το Χρήστο. Λεπτός, μελαχρινός, με δυο έντονα μαύρα μάτια, ανήσυχα και αεικίνητα.
«Ο Χρήστος είναι ποιητής»
«Ναι; Και τι γράφεις, Χρήστο;»
Ο Χρήστος εξηγεί, σοβαρός και με μια δόση υπερηφάνειας.
«Γράφω στίχους για τότε που είχα πρόβλημα, γράφω για το Θεό μου, που με έσωσε, γράφω για τους ανθρώπους…»
Έρχεται ο Νικόλας και βγαίνουμε για μια σύντομη βόλτα στο προαύλιο.
Κάτω από τα δέντρα, στο ξύλινο τραπέζι, δυο άντρες έχουν απλώσει σακούλες με φαγητά και τρώνε. Ένας είναι ο ασθενής, ο άλλος ο συγγενής του. Σε λίγο τους βλέπω να τα μαζεύουν, να ανοίγουν ένα πορτ παγκάζ και να τακτοποιούν ό,τι περίσσεψε. Τους ακούω να μιλάνε. Τότε μονάχα καταλαβαίνω ποιος είναι ο ασθενής και ποιος ο επισκέπτης.
Καθώς περνάμε κοντά από ένα σιδερόφραχτο παράθυρο, που φωτίζει το μέσον μιας εσωτερικής σκάλας, ακούμε μια φωνή:
«Θείο, έχεις ένα ευρώ;»
Πίσω από τα σίδερα είναι μισοκαθισμένος ένας νεαρός άντρας, όχι πάνω από εικοσιπέντε, κοντοκουρεμένος, με όμορφα χαρακτηριστικά. Ο κυρ- Γιάννης πλησιάζει. Ο φίλος παίρνει το ευρώ. Από πίσω σπεύδει μια μεσόκοπη, με γκρίζα μαλλιά και στριμώχνεται στο παράθυρο.
«Δώσε και σε μένα!»
Ο κυρ -Γιάννης απομακρύνεται, χωρίς να της δώσει.
Επιστρέφουν με το Νικόλα, στο θάλαμό του. Τον αποχαιρετώ στην είσοδο. Η νοσηλεύτρια που ξεκλειδώνει την πόρτα μιλάει με κάποια συνάδελφό της:
«Πες της να κάνει καφέ…»
«Έχει πορτοκαλάδα»
«Όχι, καφέ θέλω!»
Ο κυρ – Γιάννης, αμετανόητος χιουμορίστας, ακόμα και μέσα στη μαυρίλα που βρίσκεται, λέει δυνατά:
«Κάνε καφέ, και θα έρθω εγώ να σας πω το φλιτζάνι!»
Η νοσοκόμα της πόρτας αυθόρμητα βγάζει ένα πλατύ χαμόγελο.
Ήταν το πρώτο και το τελευταίο που είδα εκεί.
Φέρνοντας γύρα το κτίριο, ακούω και πάλι κάποιον (ή κάποια;) να φωνάζει, ακατάληπτες φράσεις.
Ξαναπερνάω κοντά στο παράθυρο της σκάλας.
«Θείο, δώσε ένα τσιγάρο»
Είναι αυτός που πήρε το ευρώ από τον κυρ – Γιάννη.
«Δεν καπνίζω»
«Τότε, δώσε ένα ευρώ»
Πλησιάζω και του δίνω το νόμισμα. Το πρόσωπό του λάμπει, καθώς με ευχαριστεί.
Καταφθάνει η γυναίκα που δεν είχε πάρει τίποτα πριν.
«Θείο, δώσε και σε μένα!»
Αυτή τη φορά είναι πιο τυχερή. Ένας τρίτος εμφανίζεται και καθώς οι πρώτοι έχουν αποχωρήσει, αρπάζεται από τα σίδερα.
«Δώσε και σε μένα!»
Και αυτός νέος, ούτε τριάντα χρονών. Παίρνει ό,τι κέρματα έχουν απομείνει στο πορτοφόλι, τα κοιτά σοβαρός να λάμπουν στο χέρι του. Απομακρύνομαι.
Από ένα παράθυρο του πρώτου ορόφου ακούω το όνομά μου. Πίσω από τις σιδεριές είναι ο ποιητής.
«Σε παρακαλώ, να σου πω ένα λεπτό…»
Πλησιάζω.
«Μια χάρη… πες ότι ήρθες να με δεις, για να βγω κι εγώ λίγο έξω»
«…»
«Πες ότι ήρθες επισκεπτήριο για μένα… να βγω πέντε λεπτά στον καθαρό αέρα»
Δεν μπορώ να διακρίνω καθαρά την έκφρασή του, ακούω όμως τους παλμούς της φωνής του. Ακούω και τη δική μου φωνή, σταθερή:
«Όχι, Χρήστο, δεν επιτρέπεται…»
«Αφού δεν επιτρέπεται…»
Στρέφει μεμιάς και φεύγει από το παράθυρο.
Παίρνω μερικές φωτογραφίες, με το κινητό. Τον ακούω και πάλι, με ζεστή φωνή, χωρίς να τον βλέπω:
«Φωτογραφίζεις τον ήλιο, ε;»
Έρχεται ο κυρ – Γιάννης και φεύγουμε.
Δεν κοιτάζω πίσω.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook του Πάνου Ζέρβα