Η εξαιρετικά μεγάλη δυσκολία να βρεθεί ικανοποιητικός κοινός τόπος μεταξύ της Αθήνας και των δανειστών σε μια πραγματικά βιώσιμη συμφωνία που θα επιλύει μακροπρόθεσμα το «ελληνικό πρόβλημα» δεν οφείλεται, προφανώς, ούτε στις «theatrale» παραστάσεις του Γιάνη Βαρουφάκη, ούτε στην επιτηδευμένη αντίδραση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ σχετικά με την καθυστέρηση στην υποβολή ελληνικών αντιπροτάσεων.
Δυστυχώς, η εγχώρια δημοσιογραφική και πολιτική ανάλυση αγνοεί ή υποτιμά τους πραγματικούς λόγους πίσω από τα αδιέξοδα και τους εκβιασμούς, ενώ εστιάζει την προσοχή της κυρίως στο εσωτερικό ζήτημα, είτε των αντιδράσεων εντός του ΣΥΡΙΖΑ, είτε των αστοχιών του οικονομικού επιτελείου.
Ας προσπαθήσουμε να αναδείξουμε ορισμένες πτυχές που δημιουργούν σοβαρότατα «κενά» μεταξύ της Αθήνας και των Θεσμών:
1. Η τελευταία 5μερής στο Βερολίνο (Μέρκελ, Ολάντ, Λαγκάρντ, Ντράγκι, Κομισιόν) αποτέλεσε σημείο καμπής. Οι Θεσμοί προσήλθαν, μετά απ΄ αυτή, με ενιαία σκληρή πρόταση έναντι της Αθήνας –αυτή που παρέδωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον Αλέξη Τσίπρα-, αφού προηγουμένως συμφώνησαν μεταξύ τους και ήραν τις αντιθέσεις σχετικά με το μείζον θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Το ΔΝΤ αρνείται (με βάση το καταστατικό του) να συνεχίσει να συμμετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα αφού θεωρεί –και δικαίως- πως η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Από την άλλη, η σκληρή γραμμή του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και της ομάδας επιρροής του στο Eurogroup αρνούνται πεισματικά να ομολογήσουν πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο διότι κάτι τέτοιο θα έπρεπε να ενεργοποιήσει μηχανισμούς αναδιάρθρωσης που είναι πολιτικά δύσκολο έως αδύνατο να υποστηριχθούν από αρκετά από τα εθνικά κοινοβούλια. Προ της πιθανότητας να απειλήσει με αποχώρηση το ΔΝΤ, οι ηπιότεροι Μέρκελ και Ολάντ αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν στην άποψη περί εξοντωτικών και μόνιμης διάστασης φοροεισπρακτικών μέτρων ώστε να καθίσταται ασφαλής (;) η αποπληρωμή του χρέους. Έτσι, το μεν Βερολίνο κέρδισε την μη αναφορά στο κείμενο- πρόταση των δανειστών της αναγκαιότητας για ελάφρυνση του χρέους και το ΔΝΤ εξασφάλισε την αποδοχή των «ισοδύναμων» σκληρών απαιτήσεών του που μεταφράστηκαν σε μέτρα όπως ο υψηλότατος συντελεστής στο ηλεκτρικό ρεύμα ή οι περαιτέρω μειώσεις στις συντάξεις.
2. Οι δανειστές –και επ΄ αυτού φαίνεται πως υπάρχει ομοφωνία- θεωρούν αξιόπιστο συνομιλητή τον Αλέξη Τσίπρα, δεν θεωρούν, όμως, φερέγγυα την κυβέρνησή του. Διατηρούν μεγάλες αμφιβολίες για το εάν μία κυβέρνηση με «παράγοντες αστάθειας», όπως –κατ΄ αυτούς- οι Γιάνης Βαρουφάκης, Παναγιώτης Λαφαζάνης και Πάνος Καμμένος (Αν. Ελ) μπορούν να υλοποιήσουν οιαδήποτε συμφωνία. Στο πολιτικό επίπεδο της διαπραγμάτευσης, λοιπόν, ζητούν δικλείδες ασφαλείας. Επί της ουσίας, οι δανειστές θέλουν μία άλλη κυβέρνηση με τον Αλέξη Τσίπρα στον ρόλο ενός «αριστερού Παπαδήμου».
3. Η εκφορά δημόσιου λόγου εκ μέρους της κυβέρνησης «μπερδεύει» τους δανειστές. Ακόμα και ο Μπάρακ Ομπάμα που πίεζε ολόκληρο το προηγούμενο διάστημα για μία συμφωνία, φαίνεται ότι υποχωρεί και ζητά –όπως χαρακτηριστικά ανέφερε από τη Σύνοδο των G7 στη Βαυαρία- «σκληρές πολιτικές αποφάσεις» από την Αθήνα. Η αναφορά παραπέμπει σε «πολιτικές λύσεις» και όχι μόνο στην αποδοχή επώδυνων μεταρρυθμίσεων. Μακάρι να διαψευστώ αλλά όλα δείχνουν πως ο παρεμβατικός ρόλος των ΗΠΑ θα ατονίσει το επόμενο διάστημα και η πίεση θα μεταφερθεί περισσότερο προς την ελληνική πλευρά.
4. Η ελληνική κυβέρνηση έχασε το momendum του Φεβρουαρίου. Τότε η απειλή της ρήξης ήταν ένα ενδιαφέρον επιχείρημα, όχι γιατί έπρεπε να επιδιώξει να φτάσει σ’ αυτήν –άλλωστε δεν είχε σχετική εκλογική εντολή- αλλά διότι μπορούσε να την αξιοποιήσει για να συνδέσει τη συμφωνία-γέφυρα με εξειδικευμένα μέτρα και μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν σε σταδιακή εκταμίευση ρευστότητας. Όμως, η διαπραγμάτευση εκείνη την περίοδο έγινε κυρίως από τον κ. Βαρουφάκη με όρους μετεκλογικής και προς εσωτερική πολιτική και επικοινωνιακή «βρώση». Αυτό ήταν ένα σοβαρό σφάλμα που γνωρίζει ο πρωθυπουργός αν και δυσκολεύεται να αποδεχθεί δεδομένου ότι «χτυπά» στις ευθύνες συγκεκριμένων συνεργατών του.
5. Τέλος, υπερκτιμήθηκαν οι γεωπολιτικές διαστάσεις του προβλήματος. Η Αθήνα πίστεψε πως μπορούσε να διεκδικήσει έναν «έντιμο συμβιβασμό» επειδή μία έξοδος από την Ευρωζώνη θα πυροδοτούσε οξείες οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες. Αγνόησε, όμως, πως οι Ευρωπαίοι δεν είχαν ποτέ σκοπό (πλην του σχεδίου Σόϊμπλε που διατυπώθηκε ευκαιριακά) να ζήσουν ένα Grexit, ήθελαν και θέλουν, όμως, μία χειραγωγούμενη Ελλάδα εντός Ευρωζώνης.
Ο Αλέξης Τσίπρας διαθέτει ακόμα ελάχιστο χρόνο για τον επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής του. Κρατώντας ψηλά την πεποίθησή του –που αποτελεί και βούληση της πλειοψηφίας του λαού- για παραμονή στην Ευρωζώνη οφείλει πρωτίστως να κλείσει το εσωτερικό του μέτωπο. Διαθέτει ακόμα την «πολυτέλεια» να ξοδέψει λίγο από το πολιτικό του κεφάλαιο και να επιδιώξει μια – ούτως ή άλλως- επώδυνη συμφωνία που, όμως, θα διαθέτει μηχανισμούς εξισορρόπησης μέσω των χαμηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και του αναπτυξιακού σχεδιασμού. Ασχέτως του εάν το επιδιώκουν και οι δανειστές, είναι προφανές πως θα έπρεπε να απασχολεί και τον ίδιο εάν μπορεί να υλοποιηθεί οιαδήποτε συμφωνία ή εάν θα χρειαστεί «βοήθειες» από άλλα κόμματα όταν θα φτάσει η ώρα των εφαρμοστικών νόμων.
Και να πιστέψει πως ο ίδιος δεν θα κριθεί πολιτικά από το 4% του «παλαιού ΣΥΡΙΖΑ» αλλά από το 70% των Ελλήνων που εξακολουθούν να διατηρούν ισχυρά αποθέματα εμπιστοσύνης ή ανοχής στο πρόσωπό του…