Ο αριθμός των θανάτων στην Ευρώπη από καταστροφές που οφείλονται σε μετεωρολογικά αίτια μπορεί να αυξηθεί κατά 50 φορές έως το τέλος του αιώνα, με τους ακραίους καύσωνες να προκαλούν περισσότερους από 150.000 θανάτους ετησίως έως το 2100, αν δεν ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με επιστήμονες.
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή στο περιοδικό Lancet Planetary Health, οι συντάκτες υπογράμμισαν ότι με βάση τα ευρήματά τους, η κλιματική αλλαγή επιβαρύνει κατά ραγδαία αυξανόμενο τρόπο την κοινωνία, με τα δύο τρίτα των Ευρωπαίων να είναι πιθανό να επηρεαστούν, αν δεν ελεγχούν οι εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου.
Οι προβλέψεις, που βασίζονται σε μια υπόθεση μηδενικής μείωσης των εκπομπών αερίων του θερµοκηπίου και καμίας βελτίωσης στις πολιτικές μείωσης του αντίκτυπου των ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων, δείχνουν αύξηση των θανάτων, εξαιτίας καιρικών συνθηκών, από 3.000 το χρόνο στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1980 και 2010 σε 152.000 τον χρόνο στο διάστημα μεταξύ 2071 και 2100.
«Η κλιματική αλλαγή είναι μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες απειλές για την ανθρώπινη υγεία τον 21ο αιώνα και ο κίνδυνος που θέτει στην κοινωνία θα συνδέεται ολοένα και περισσότερο με τους κινδύνους που οφείλονται στις καιρικές συνθήκες», τόνισε ο Τζιοβάνι Φορτζιέρι από το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και από τους επικεφαλής της έρευνας.
«Αν δεν περιοριστεί επειγόντως η υπερθέρμανση του πλανήτη, περίπου 350 εκατομμύρια Ευρωπαίοι σε ετήσια βάση μπορεί να είναι εκτεθειμμένοι σε επικίνδυνα καιρικά φαινόµενα έως το τέλος του αιώνα», τόνισε.
Η επιστημονική ομάδα μελέτησε τις επιπτώσεις των επτά πιο επικίνδυνων τύπων καιρικών καταστροφών –κύματα καύσωνα και ψύχους, πυρκαγιές, ξηρασίες, πλημμύρες ποταµών,παράκτιες πλημμύρες και θύελλες – στα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ελβετία, την Νορβηγία και την Ισλανδία.
Οι συντάκτες της μελέτης εξέτασαν τα αρχεία φυσικών καταστροφών από το 1981 έως το 2010 για να εκτιμήσουν την ευπάθεια του πληθυσμού, συνδύασαν αυτά τα ευρήματα με τον τρόπο που η κλιματική αλλαγή μπορεί να εξελιχθεί και με τον ενδεχόμενο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού και της μετανάστευσης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, τα κύματα καύσωνα θα αποτελούν τις πλέον θανατηφόρες φυσικές καταστροφές και μπορεί να προκαλέσουν το 99% όλων των μελλοντικών θανάτων που οφείλονται σε ακραίες καιρικές συνθήκες.
Τα αποτελέσματα επίσης προβλέπουν μια σημαντική αύξηση στον αριθμό θανάτων από παράκτιες πλημμύρες, από έξι θανάτους το χρόνο στην αρχή του αιώνα σε 233 ετησίως έως το τέλος αυτού.
Τέλος, οι συντάκτες της μελέτης τόνισαν ότι το 90% του κινδύνου θα οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, ενώ το 10% στην αύξηση του πληθυσµού, η μετανάστευση και η αστικοποίηση.
Τι λένε οι Έλληνες επιστήμονες
Αυξάνονται οι πρώιμοι καύσωνες (αυτοί που συμβαίνουν τον Ιούνιο) την τελευταία δεκαετία. Αυτό υποστηρίζει, στα «ΝΕΑ» η δρ Δήμητρα Φουντά, κύρια Ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
«Έως το 2007 δεν έχει καταγραφεί πρώιμος καύσωνας τον Ιούνιο» τονίζει. «Τα πράγματα ωστόσο έχουν αλλάξει την τελευταία δεκαετία. Πρώιμους καύσωνες τον Ιούνιο είχαμε το 2007, το 2010, το 2016, πρώιμος είναι και ο φετινός». Όπως λέει: «Ίσως η κυριότερη εκδήλωση της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή μας είναι η αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης ακραίων υψηλών θερμοκρασιών και καυσώνων. Ιδίως για την Αθήνα, η συχνότητα εμφάνισης τέτοιων φαινομένων έχει αυξηθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες».
Για τον φετινό πρώιμο καύσωνα που σήμερα βρίσκεται στην κορύφωσή του με τη θερμοκρασία να φτάνει σε πολλές περιοχές τους 43 βαθμούς Κελσίου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμπίπτει με δύο θλιβερές επετείους: συμπληρώνονται 10 χρόνια από τον πρώτο καύσωνα του 2007 και (σε είκοσι ημέρες από σήμερα) 30 χρόνια από τον φονικό καύσωνα του 1987 που έμεινε στην ιστορία για τη διάρκειά του και τους χιλιάδες νεκρούς.
Σύμφωνα με τον μετεωρολόγο/ερευνητή στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών Κώστα Λαγουβάρδο, «ανατρέχοντας την τελευταία τριακονταετία, τρεις είναι οι καύσωνες που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μας.
Ο πρώτος σημειώθηκε τον Ιούνιο του 2007 όταν για έξι ημέρες έσπαγαν το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ της θερμοκρασίας και, μόλις σταμάτησε στις 28 Ιουνίου, ξέσπασε η καταστροφική πυρκαγιά της Πάρνηθας η οποία έκαψε 48.744 στρέμματα.
Ο δεύτερος εκδηλώθηκε τον Ιούλιο του 2007 και διήρκεσε πέντε ημέρες με εξίσου πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Ο καύσωνας του Ιουλίου 1987 ήταν ο μεγαλύτερος της περιόδου σε διάρκεια, καθώς για οκτώ συνεχόμενες ημέρες σημειώθηκαν θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 40 βαθμούς Κελσίου».
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι θερμοκρασίες της τάξης των 40 έως 45 βαθμών Κελσίου δεν αποτελούν κάτι το ασυνήθιστο για την Ελλάδα. Ωστόσο, η διατήρηση τόσο υψηλών θερμοκρασιών για μεγάλο χρονικό διάστημα αυξάνοντας τη θερμική επιβάρυνση των ανθρώπων και υποβαθμίζοντας την ποιότητα αέρα, είναι δυνατόν να προκαλέσει αρνητικές συνέπειες στον πληθυσμό.