Τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της βίας από ανηλίκους και μεταξύ ανηλίκων έχει αναδυθεί σε σημαντικό θέμα στην ελληνική δημόσια σφαίρα και πολιτική. Κατά καιρούς, καταλαμβάνει την κεντρική θέση στις συζητήσεις και έπειτα υποχωρεί. Την ίδια στιγμή η Πολιτεία και οι θεσμικοί της εκπρόσωποι επικεντρώνονται σε αυτή εκφράζοντας την αγωνία της και ανακοινώνοντας ολιστικές παρεμβάσεις και δέσμες πολιτικών. Έπειτα και αυτή σιωπαίνει.
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι τα παιδιά και οι έφηβοι/ες δεν τσακώνονταν και δεν ασκούσαν βία μεταξύ τους μέχρι πριν από κάποια, λίγα χρόνια. Και ακόμα πιο δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα παιδιά θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστα από τη διάχυτη βία που υπάρχει γύρω τους: στις σχέσεις των ενηλίκων (ακόμη και των γονιών τους), στην τηλεόραση, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις δολοφονίες ανθρώπων της μαφίας που πλέον έχουν γίνει σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, στις γυναικοκτονίες, στις πολεμικές συγκρούσεις. Πώς θα ήταν δυνατόν αυτή η βία να μην εμφανιζόταν και να μην ανακυκλωνόταν στις μεταξύ τους σχέσεις και στη συμπεριφορά τους; Και ποιος μπορεί να ζητά την τιμωρία τους;
Απαντήσεις μάς δίνουν η Δήμητρα Μαρέτα, Διδάκτωρ Πολιτικής Θεωρίας, και ο Αλέξανδρος Καλαβρής, ψυχολόγος παιδιών και εφήβων, αξιωματικός Υγειονομικού της Ελληνικής Αστυνομίας, Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
Σε σχέση με τη βία ανηλίκων, τι παρατηρούμε να πράττουν τα ΜΜΕ;
Όσον αφορά την κάλυψη της βίας από και μεταξύ ανηλίκων στην ελληνική δημόσια σφαίρα, συνήθως ακολουθείται και επαναλαμβάνεται το εξής μοτίβο: Τα επεισόδια αυτής της βίας στην Ελλάδα γίνεται ξαφνικά πρώτο θέμα στις ειδήσεις των τηλεοπτικών καναλιών, στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και στις ενημερωτικές ιστοσελίδες ως εάν να μην είχε υπάρξει ποτέ πριν. Κάθε μικρή και ενδεχομένως ασήμαντη λεπτομέρεια προβάλλεται συστηματικά και διογκώνεται. Αυτοαποκαλούμενοι ειδικοί, σχολιαστές και δημοσιογράφοι μιλούν ακατάπαυστα για κάθε ένα από αυτά τα μικρά ή μεγαλύτερα επεισόδια βίας, ενώ πολιτικά στελέχη εκφράζουν την ανησυχία τους και καλούν την κυβέρνηση να λάβει άμεσα τα απαραίτητα μέτρα: παρεμβάσεις κοινωνικής πολιτικής και στήριξης των νέων και των οικογενειών ή αυστηροποίηση των μέτρων σχετικά με την ανήλικη παραβατικότητα. Οι ειδήσεις που αφορούν τη νεανική βία γίνονται κεντρικό θέμα συνήθως για κάποιες μόνον ημέρες. Στο τέλος, το θέμα εξαφανίζεται από τη δημοσιότητα έτσι απότομα και ξαφνικά όπως εμφανίστηκε.
Αυτό που λείπει από αυτό το μοτίβο είναι η οποιαδήποτε προσπάθεια να αναδυθούν, να αναλυθούν και ερμηνευθούν τα αίτια που τροφοδοτούν τη βία και την παραβατικότητα των ανηλίκων αλλά και η οποιαδήποτε συνέχεια και συνοχή στην κάλυψη των σχετικών ειδήσεων. Για παράδειγμα, ποτέ δεν μαθαίνουμε την εξέλιξη των σχετικών υποθέσεων, ποια μέτρα έχουν ληφθεί για την προστασία και τη στήριξη των θυμάτων αλλά και για την υποστήριξη των θυτών έτσι ώστε να βοηθηθούν και να «αποδράσουν» από αυτό που μοιάζει να τους εγκλωβίζει σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και πράξεις βίας και παραβατικότητας. Επίσης, σπάνια ή αποσπασματικά μαθαίνουμε αν οιπαρεμβάσεις και οι στρατηγικές που εξαγγέλθηκαν για την απομείωση της βίας πράγματι εφαρμόστηκαν, τι αποτελέσματα έχουν και πώς αυτά αξιολογούνται. Αντίθετα, σε αυτό το μοτίβο περισσεύει η καλλιέργεια και η προβολή του φόβου και μιας τρομακτικής απειλής για την κοινωνία που προέρχονται από τα ίδια της τα παιδιά. Όταν φαινόμενα όπως αυτό παρουσιάζονται με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να μιλάμε για την αντιμετώπισή τους με όρους ηθικού πανικού.
Τι ακριβώς εννοείτε όταν λέτε «ηθικός πανικός»;
Στην ελληνική περίπτωση, όπως και σε άλλες διεθνώς πριν από αυτή, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι προβάλλεται και προωθείται μια διαχείριση της βίας των ανηλίκων με τέτοιον τρόπο που διεθνώς πληροί όλα τα κριτήρια για να περιγραφεί ως ηθικός πανικός. Θα σας εξηγήσω σύντομα τι εννοούμε με αυτή τη θεωρία, όταν την εφαρμόζουμε για να ερμηνεύσουμε τη συγκεκριμένη διαχείριση του φαινομένου.
Όταν αποκόβουμε τη βία των ανηλίκων από το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που τη γεννά και την παρουσιάζουμε ως την ύψιστη απειλή για την ίδια σχεδόν την ύπαρξη της κοινωνίας, όταν το φαινόμενο λαμβάνει τη μέγιστη δημοσιότητα κάποιες στιγμές για να εξαφανιστεί αθόρυβα λίγο μετά, όταν δήθεν ειδικοί και σχολιαστές μιλούν για το φαινόμενο με όρους ψυχοκοινωνικής επιδημίας και προτείνουν λύσεις που έχουν ήδη δοκιμαστεί αλλού και εκεί έχουν αποτύχει ως πανάκεια, τότε μπορούμε να μιλάμε για ηθικό πανικό.
Δεν είναι η πρώτη φορά που στην Ελλάδα καλλιεργείται ηθικός πανικός για θέματα που είτε ήδη απασχολούν την κοινωνία είτε δημιουργούνται προκειμένου να απασχολήσουν την κοινή γνώμη. Επίσης, δεν είναι η Ελλάδα η πρώτη χώρα που αντιμετωπίζει τη βία και την παραβατικότητα ανηλίκων με όρους ηθικού πανικού. Αν όμως η ελληνική πολιτεία πράγματι ενδιαφέρεται για τα παιδιά της και το μέλλον τους, θα πρέπει να έχει κατά νου ότι ο ηθικός πανικός, οι προτάσεις καταστολής της ανήλικης βίας (σε αντιδιαστολή με την ήπια αστυνόμευση) και η αυστηροποίηση των ποινών, όχι μόνο δεν έχει βρεθεί να απομειώνουν τη βία αλλά ενδέχεται, αντίθετα, να επιτείνουν τις αρνητικές διαστάσεις του φαινομένου. Εκτός αυτού, θα υπονομεύσουν οποιαδήποτε άλλη προληπτική παρέμβαση στην οικογένεια και την κοινότητα καθώς και την εξατομικευμένη στήριξη τόσο του παιδιού-θύματος όσο και του παιδιού-θύτη.
Θεωρείτε δηλαδή ότι τα ΜΜΕ δεν συμβάλλουν στην ενημέρωση για τις διαστάσεις του φαινομένου;
Είναι γεγονός ότι η υπέρμετρη προβολή και η διαστρεβλωτική εστίαση μέσων ενημέρωσης σε υποθέσεις στις οποίες νεαρά πρόσωπα εμφανίστηκαν να συμμετέχουν ως θύτες ή ως θύματα σε συγκρουσιακές και βίαιες καταστάσεις τείνει να γίνει μια θλιβερή πραγματικότητα. Οι έφηβοι,-ες παρουσιάζονται ως άγρια θηρία, κακομαθημένα και ασεβή πλάσματα, υπό διαμόρφωση—ή και ήδη διαμορφωμένες—αντικοινωνικές προσωπικότητες και με, σχεδόν έμφυτη, ροπή προς το έγκλημα χαρακτήρα, με ζοφερό παρόν και μέλλον, την ίδια στιγμή που εντέχνως αποσιωπάται το παρελθόν, ο περίγυρος και η προσωπική τους ιστορία. Έτσι, εντυπώνεται και ενισχύεται στην κοινή γνώμη ένα αίσθημα πανικού και αποτροπιασμού έναντι των νέων που συμβάλλει σε μια γενικευμένη δαιμονοποίηση και φοβική προσέγγιση της εφηβικής ηλικίας. Αντίθετα, θα πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη και δικαίωμα προστασίας από τα ΜΜΕ και η πολιτεία θα πρέπει να διαμορφώσει ένα σχετικό αυστηρό πλαίσιο για την εφαρμογή των απαραίτητων προβλέψεων.
Τι προβλέπεται, όμως, σχετικά με την ανάγκη και το δικαίωμα προστασίας των παιδιών από τα ΜΜΕτελικά στην Ελλάδα;
Το ισχύον νομικό πλαίσιο προβλέπει την προστασία των παιδιών από την έκθεσή του στα ΜΜΕ όχι μόνο ως δικαίωμα αλλά και ως ανάγκη προκειμένου να υπηρετηθεί και προστατευθεί το υπέρτερο αγαθό της προστασίας της υγιούς και πλήρους ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους και τους σεβασμού της. Συγκεκριμένα, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας ειδησεογραφικών, δημοσιογραφικών και άλλων πολιτικών εκπομπών (Π.Δ. 77/2003 – ΦΕΚ Α΄ 75/ 28.03.2003) και της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ν.2101/92), κάθε ανήλικος,-ηκατοχυρώνει το δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής. Ειδικότερα, όσο αφορά κάθε παιδί ύποπτο, κατηγορούμενο ή καταδικασμένο για παράβαση του νόμου, το δικαίωμα σε μεταχείριση που να συνάδει με το αίσθημα της αξιοπρέπειάς του και της προσωπικής του αξίας είναι αδιαπραγμάτευτο.
Με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον και την υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη όλων των ανηλίκων, απαιτείται να τηρείται αυστηρά ο σεβασμός των προσωπικών δεδομένων των ανηλίκων που εμπλέκονται ως θύτες, θύματα ή μάρτυρες σε ενέργειες που δημοσιοποιούνται σε οποιοδήποτε μέσο, να γίνεται απόλυτα σεβαστό το τεκμήριο της αθωότητας τωνανήλικων προσώπων που είναι ύποπτα ή καταγγελλόμενα για τη διάπραξη αδικημάτων και να απαγορευθεί η δημοσιογραφική έρευνα για περιστατικά βίας μέσα σε σχολικές μονάδες, καθώς μέσω αυτής μπορεί να προκληθεί πολλαπλή αναστάτωση στη σχολική ζωή και ψυχοκοινωνική επιβάρυνση σε πολλά παιδιά.
Ποιες παρεμβάσεις και στρατηγικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να σταθούν απέναντι στη βία ανηλίκων;
Σε μια εποχή όπου τα περιστατικά νεανικής βίας και παραβατικότητας φαίνεται να αυξάνονται όχι ενδεχομένως τόσο σε αριθμούς όσο ως προς την ποιότητα και την ένταση της βίας που φέρουν, η απάντηση δεν μπορεί να είναι μόνο η αποτροπή και η καταστολή αλλά αντιθέτως η πρόληψη και η ενδυνάμωση των εφήβων και των οικογενειών τους.
Ωστόσο, δεν απαιτούνται μόνο νέα μέτρα αλλά κυρίως κατάλληλη προσέγγιση, κατανόηση των αιτιών και διαχείριση της βίας εντός της εφηβείας. Η βία δεν είναι παιδική εφεύρεση. Παιδιά και έφηβοι έχουν ανάγκη και επιζητούν όρια. Ταυτόχρονα, δεν θέλουν απλώς να ακουστούν αλλά χρειάζονται να ακουστούν. Χρειάζεται να τους δοθεί χώρος να εκφράσουν σκέψεις, συναισθήματα και εμπειρίες, να νιώσουν σεβασμό και αποδοχή.
Χρειαζόμαστε κοινοτικές παρεμβάσεις με έμφαση στην καθημερινή, συλλογική προσπάθεια για σύνδεση, στήριξη των εφήβων και των οικογενειών τους και δημιουργία προοπτικής στους νέους. Μια τέτοια παρέμβαση είναι το «It’s Up to Youth». Πρόκειται για ένα πιλοτικό πρόγραμμα, διάρκειας 24 μηνών, το οποίο υλοποιεί η Εταιρεία Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (Ε.Π.Α.Ψ.Υ.). Παρέχει δωρεάν υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και στοχεύει στην πρόληψη καθώς και στην αντιμετώπιση φαινομένων εφηβικής και νεανικής βίας και παραβατικότητας. Χρηματοδοτείται και εποπτεύεται από το Υπουργείο Υγείας, ενώ υλοποιείται σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, την Κοινωνία των Πολιτών και Πανεπιστημιακούς Φορείς (ΠΑ.Δ.Α. και ΠάντειοΠανεπιστήμιο).
Τι σημαίνει όμως κοινοτική παρέμβαση στην πράξη;
Κοινοτική παρέμβαση αποτελεί μια ολιστική ψυχοκοινωνική προσέγγιση, αφορά όλα τα μέλη της κοινότητας και θέλει να φτάσει παντού μέσα σε αυτή. Απευθύνεται συνολικά στον εφηβικό πληθυσμό, σε έφηβους/ες που εμφανίζουν συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, αλλά και σε νέους/ες που έχουν ήδη εμπλοκή με τον νόμο. Επιπλέον, αναγνωρίζοντας τη σημασία της διαμόρφωσης κοινών στόχων και συμμαχιών για την αύξηση της αποτελεσματικότητας, η παρέμβαση δίνει έμφαση στην κοινοτική ενδυνάμωση, δημιουργώντας και προωθώντας ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ οικογενειών, εκπαιδευτικών, δημόσιων φορέων, των τοπικών κοινωνικών δικτύων (όπως Σύλλογοι) και αστυνομικού προσωπικού.
Δηλαδή, το αστυνομικό προσωπικό είναι μέρος της κοινοτικής παρέμβασης;
Ναι, είναι και γι’ αυτό απαιτείται η διαρκής ευαισθητοποίηση και επιμόρφωσή του. Ταυτόχρονα,όμως, απαιτούνται θεσμικές πρωτοβουλίες και στρατηγικές μεταρρυθμίσεις όπως αυτές που με την ίδρυση της Διεύθυνσης Κοινωνικής Αστυνόμευσης. Ως προσπάθεια δομικής αναδιοργάνωσης και θεσμικής αναμόρφωσης του ρόλου της Ελληνικής Αστυνομίας σχετικά με την ανήλικη παραβατικότητα μπορεί να ιδωθεί η ίδρυση της Διεύθυνσης Κοινωνικής Αστυνόμευσης. Μεταξύ άλλων, θα προχωρά στη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων για τους κινδύνους που αφορούν συνήθειες, ενδιαφέροντα και χώρους όπου συχνάζουν ανήλικοι,-ες, καθώς και κάθε άλλου στοιχείου σχετικού με αδικήματα που διαπράττονται εις βάρος ανηλίκων ή από ανηλίκους, με στόχο την αξιοποίησή τους κατά τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη των μέτρων προστασίας τους. Επίσης, θα εκπονεί, σε εθνικό επίπεδο, επιχειρησιακά σχέδια και προγράμματα με επίκεντρο τους/τις ανήλικους,-ες δράστες και θύματα. Πρόκειται για έναν σχεδιασμό που φιλοδοξεί να μετατρέψει την Ελληνική Αστυνομία από διαχειριστή του φαινομένου σε παράγοντα της αντιμετώπισής του και προστασίας ανήλικων θυτών και θυμάτων.
Είναι όμως τελικά η αντιμετώπιση της βίας ανηλίκων αρμοδιότητα της Αστυνομίας;
Η Ελληνική Αστυνομία έχει βρεθεί, ως μη όφειλε, για μία ακόμη φορά στο επίκεντρο της διαχείρισης ενός πολυδιάστατου κοινωνικού φαινομένου ελλείψει κατάλληλου άλλου κρατικού φορέα, όπως έχει συμβεί και σε άλλα κράτη πριν από την Ελλάδα στο παρελθόν.
Πρόκειται για εν εξελίξει πρωτοβουλίες που χρειάζονται χρόνο για να δείξουν αν και τι επίδραση μπορούν να έχουν σε ένα φαινόμενο του οποίου τη δυναμική και την εξέλιξη ουσιαστικά αγνοούμε και συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε με όρους δημοσιογραφικής ευκολίας, ηθικού πανικού, ιδεολογικής αντιπαράθεσης, καταστολής και τιμωρίας. Και, δυστυχώς, η πρότερη διεθνής εμπειρία και έρευνα έχουν δείξει ότι πρόκειται για στρατηγική που υπονομεύει κάθε προσπάθεια επιστημονικής προσέγγισης και παρέμβασης επιτείνοντας τις επιπτώσεις του φαινομένου και λειτουργώντας ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.