Ένα απόγευμα του 2022, ανάμεσα σε memes, αυτοσαρκασμούς και λογοπαίγνια, ο Έλον Μασκ κατάφερε –σχεδόν κατά λάθος– να συμπυκνώσει σε μία πρόταση την απόσταση που χωρίζει πλέον τους υπερπλούσιους από την κοινωνία. «Το φρέσκο ψωμί και τα γλυκά είναι από τις μεγάλες χαρές της ζωής», έγραψε στο Twitter. Το tweet συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες likes.
Λίγες ώρες αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος καυχιόταν σε συνέντευξή του ότι είχε απολύσει περισσότερους από 6.000 εργαζόμενους της πλατφόρμας που μόλις είχε αγοράσει. Η αντίφαση δεν πέρασε απαρατήρητη. Αντίθετα, λειτούργησε ως σύμβολο μιας νέας εποχής κοινωνικής δυσφορίας.
Η εικόνα θύμισε σε πολλούς τη θρυλική –αν και ιστορικά αμφισβητούμενη– φράση της Μαρίας Αντουανέτας όταν της είπαν ότι ο λαός δεν έχει να φάει ψωμί: «Ας φάνε παντεσπάνι». Είτε ειπώθηκε είτε όχι, η φράση έχει επιβιώσει ως συνώνυμο της αλαζονείας των ελίτ. Στις αρχές του 21ου αιώνα, οι νέοι «Μαρίες Αντουανέτες» δεν φορούν περούκες, αλλά καουμπόικα καπέλα, διαθέτουν διαστημικές εταιρείες, ελέγχουν πλατφόρμες πληροφόρησης και συγκεντρώνουν πλούτο που ξεπερνά κάθε ιστορικό προηγούμενο.
Ο πιο πλούσιος και ο πιο μισητός άνθρωπος του πλανήτη
Ο Έλον Μασκ είναι σήμερα ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, με περιουσία που ξεπερνά τα 500 δισ. ευρώ. Ιδρυτής της SpaceX, επικεφαλής της Tesla και ιδιοκτήτης του X, συγκεντρώνει οικονομική, τεχνολογική και επικοινωνιακή ισχύ που δύσκολα βρίσκει αντίστοιχο στην Ιστορία. Παράλληλα, όμως, είναι και ένα από τα πιο αντιπαθή δημόσια πρόσωπα διεθνώς. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, προκαλεί μεγαλύτερη αποδοκιμασία ακόμη και από πολιτικούς ηγέτες που θεωρούνται ακραίοι ή αυταρχικοί.
Ο ίδιος αποδίδει το φαινόμενο σε αυτό που αποκαλεί «woke ιό του μυαλού». Ωστόσο, η εξήγηση μοιάζει πολύ απλοϊκή. Η αυξανόμενη εχθρότητα απέναντί του δεν αφορά μόνο τις δηλώσεις ή τις εκκεντρικότητές του. Αγγίζει κάτι βαθύτερο: τη συνολική κόπωση των κοινωνιών απέναντι στους νέους υπερπλούσιους και το μοντέλο εξουσίας που αυτοί εκπροσωπούν.
Από τον θαυμασμό στον φόβο
Υπήρξε μια εποχή –όχι πολύ μακρινή– που οι μεγιστάνες της τεχνολογίας αντιμετωπίζονταν σχεδόν ως ήρωες. Ο Μπιλ Γκέιτς και ο Στιβ Τζομπς συμβόλιζαν την καινοτομία, την πρόοδο και την υπόσχεση ότι η τεχνολογία μπορεί να βελτιώσει τη ζωή όλων. Σήμερα, τα πρόσωπα έχουν αλλάξει και μαζί τους έχει αλλάξει και το συναίσθημα. Ο Τζεφ Μπέζος, ο Έλον Μασκ, οι «εκκεντρικοί» της Google και οι πρωταγωνιστές της τεχνητής νοημοσύνης δεν εμπνέουν θαυμασμό αλλά φόβο.
Όπως επισημαίνουν αναλυτές, οι νέοι ολιγάρχες δεν είναι απλώς πλούσιοι. Είναι κυρίαρχοι των υποδομών της καθημερινότητας: από τις μεταφορές και την ενέργεια μέχρι την πληροφορία και την επικοινωνία. Ο έλεγχος αυτός τους προσδίδει πολιτική ισχύ χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, σε μια περίοδο που οι θεσμοί δείχνουν ολοένα και πιο αδύναμοι.
Η έκρηξη της ανισότητας
Τα στοιχεία για την παγκόσμια ανισότητα ενισχύουν αυτό το κλίμα. Σύμφωνα με το World Inequality Lab, το 0,001% του παγκόσμιου πληθυσμού –λιγότεροι από 80.000 άνθρωποι– κατέχει σήμερα τριπλάσιο πλούτο από το μισό της ανθρωπότητας. Το 10% των πλουσιότερων κερδίζει περισσότερο από το υπόλοιπο 90% και ελέγχει σχεδόν τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου πλούτου. Αντίθετα, το φτωχότερο 50% λαμβάνει μόλις το 2%.
Από τη δεκαετία του 1990, η περιουσία των δισεκατομμυριούχων αυξάνεται με ρυθμό σχεδόν διπλάσιο από εκείνον του φτωχότερου μισού του πληθυσμού. Το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος όπου μια μικρή μειοψηφία αποκτά πρωτοφανή οικονομική και πολιτική δύναμη, ενώ δισεκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν αποκλεισμένοι ακόμη και από τη βασική οικονομική ασφάλεια.
Η νέα αριστοκρατία της τεχνολογίας
Η ανισότητα δεν είναι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική. Το προφίλ των «Τζομπς» και των «Γκέιτς» έχει δώσει τη θέση του σε μια νέα αριστοκρατία τεχνολογικών ολιγαρχών. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Τζόελ Κότκιν, ζούμε την άνοδο ενός «νεοφεουδαρχισμού», όπου μια μικρή ελίτ ελέγχει τον πλούτο, την πληροφορία και, σε μεγάλο βαθμό, το πολιτικό παιχνίδι.
Η τεχνητή νοημοσύνη λειτουργεί ως επιταχυντής αυτής της μετάβασης. Ενώ υπόσχεται παραγωγικότητα και καινοτομία, στην πράξη ενισχύει τη συγκέντρωση πλούτου και επισπεύδει την επισφάλεια για εκατομμύρια εργαζόμενους. Τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται, οι κοινωνικές συνέπειες κοινωνικοποιούνται.
Όταν ο πλούτος σταματά να ντρέπεται
Για δεκαετίες, οι υπερπλούσιοι προσπαθούσαν τουλάχιστον να καλλιεργήσουν μια εικόνα κοινωνικής ευαισθησίας. Η φιλανθρωπία λειτουργούσε ως ασπίδα. Σήμερα, αυτή η συστολή μοιάζει να έχει χαθεί. Όπως παρατηρούν σχολιαστές, οι δισεκατομμυριούχοι συνεχίζουν να επηρεάζουν την πολιτική και να ωφελούνται από το σύστημα, αλλά πλέον μιλούν ανοιχτά γι’ αυτό και επιδεικνύουν τον πλούτο τους χωρίς αιδώ.
Ο Έλον Μασκ αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Από τις δωρεές εκατοντάδων εκατομμυρίων σε πολιτικές καμπάνιες, μέχρι τις δημόσιες παρεμβάσεις υπέρ της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη και τις ανοιχτές συγκρούσεις με τις Βρυξέλλες, η φιγούρα του συνδέεται πλέον με έναν επιθετικό τεχνο-αυταρχισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι η εικόνα του προκαλεί έντονα συναισθήματα: για πολλούς, ενσαρκώνει το πρόβλημα.
Η πολιτική σκιά των δισεκατομμυριούχων
Η αυξανόμενη επιρροή των υπερπλούσιων στην πολιτική τροφοδοτεί την κοινωνική δυσπιστία. Χρηματοδοτήσεις κομμάτων, πιέσεις για απορρύθμιση, φορολογικά προνόμια και άμεσες συναλλαγές με κυβερνήσεις συνθέτουν ένα τοπίο όπου η δημοκρατία μοιάζει να λειτουργεί με δύο ταχύτητες.
Την ίδια στιγμή, οι πολίτες βλέπουν τις δικές τους συνθήκες ζωής να επιδεινώνονται. Στέγαση, υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική προστασία γίνονται ολοένα και πιο ακριβές ή λιγότερο προσβάσιμες. Το χάσμα εμπιστοσύνης μεγαλώνει.
Ο φόβος της κατάρρευσης και τα σχέδια διαφυγής
Ένα ακόμη στοιχείο που προκαλεί οργή είναι η νοοτροπία «απόδρασης» των νέων υπερπλούσιων. Όπως περιγράφει ο Ντάγκλας Ράσκοφ, πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι ο κόσμος όπως τον ξέρουμε πλησιάζει στο τέλος του. Αντί να επενδύουν σε συλλογικές λύσεις, σχεδιάζουν ιδιωτικά καταφύγια, νησιά, αποικίες στον Άρη και τεχνολογίες αθανασίας.
Η συσσώρευση πλούτου παρουσιάζεται ως ηθική αρετή. Όσο περισσότερα κερδίζουν, τόσο περισσότερο πιστεύουν ότι κάνουν καλό. Σε αυτό το αφήγημα, ένα αυταρχικό κράτος δεν είναι απειλή αλλά εργαλείο: προσφέρει ενέργεια, πόρους και απορρύθμιση με αντάλλαγμα πολιτική στήριξη.
Η κοινωνική οργή παίρνει μορφή
Το κλίμα αυτό αποτυπώνεται πλέον και πολιτικά. Δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δείχνουν συντριπτική στήριξη σε φόρους περιουσίας και περιορισμούς στην ακραία συσσώρευση πλούτου. Στην Ευρώπη, σχεδόν δύο στους τρεις πολίτες υποστηρίζουν τη φορολόγηση των πολύ πλούσιων για τη χρηματοδότηση δημόσιων υπηρεσιών. Στην Ελλάδα, η στήριξη αυτή ξεπερνά το 90% όταν αφορά τη δημόσια υγεία.
Η εκλογή πολιτικών που υπόσχονται σύγκρουση με τις οικονομικές ελίτ, όπως πρόσφατα στη Νέα Υόρκη, αντανακλά αυτή τη διάθεση. Παράλληλα, όμως, το ίδιο κοινωνικό άγχος τροφοδοτεί και την άνοδο της άκρας δεξιάς, η οποία συχνά εκτρέπει την οργή από τους πλούσιους προς τους πιο αδύναμους.
Ένα προεπαναστατικό κλίμα;
Αρκετοί αναλυτές δεν διστάζουν να κάνουν ιστορικούς παραλληλισμούς με τη Γαλλία του τέλους του 18ου αιώνα. Όχι επειδή επίκειται μια γκιλοτίνα, αλλά επειδή το επικοινωνιακό και κοινωνικό κλίμα παρουσιάζει ανησυχητικές ομοιότητες: φήμες, οργή, δυσπιστία προς τις ελίτ, αίσθηση ότι το σύστημα έχει εκφυλιστεί.
Όπως σημειώνουν ιστορικοί, οι επαναστάσεις δεν ξεσπούν μόνο από τη φτώχεια, αλλά από την αίσθηση αδικίας και αλαζονείας της εξουσίας. Και αυτή η αίσθηση σήμερα είναι διάχυτη.
Χωρίς γκιλοτίνα – αλλά με όρια
Οι υπερπλούσιοι του 21ου αιώνα δεν έχουν –ακόμη– λόγο να φοβούνται τη φυσική βία. Ωστόσο, το κοινωνικό συμβόλαιο τρίζει. Η ανοχή απέναντι στην ακραία ανισότητα μειώνεται, η πολιτική πίεση αυξάνεται και η ανάγκη για αναδιανομή επιστρέφει στο προσκήνιο.
Το ερώτημα δεν είναι αν ο κόσμος θα στραφεί εναντίον των υπερπλούσιων, αλλά πώς. Με δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ή με εκρήξεις θυμού που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει. Αν κάτι διδάσκει η Ιστορία, είναι ότι όταν οι κοινωνίες φτάνουν στο σημείο να λένε «δεν πάει άλλο», τότε ακόμη και οι πιο ισχυροί αναγκάζονται να ακούσουν.
Πηγή: El Mundo