Η κυβέρνηση επιχειρεί τις τελευταίες εβδομάδες να επαναδιαμορφώσει το πολιτικό της αφήγημα γύρω από τα εργασιακά δικαιώματα. Μετά τη θεσμοθέτηση του 13ωρου, που προκάλεσε έντονη κοινωνική αντίδραση και πολιτική φθορά, το Μέγαρο Μαξίμου επιλέγει τώρα να εμφανίσει μια όψιμη «φιλεργατική» στροφή. Το εργαλείο αυτής της στροφής είναι η λεγόμενη «Κοινωνική Συμφωνία» για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, η οποία παρουσιάστηκε ως μια ιστορική πρωτοβουλία, μοναδική στο πολιτικό παρελθόν της χώρας.
Κεντρικός φορέας της επικοινωνιακής αυτής προσπάθειας είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Μιλώντας σε εκδήλωση του υπουργείου Τουρισμού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο για «συμφωνία που συμβαίνει για πρώτη φορά στη χώρα μας», η οποία προσφέρει «ασφάλεια στον εργαζόμενο» και «σταθερότητα στον εργοδότη». Η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως ήταν η υπουργός που προώθησε τη συμφωνία, τονίζοντας επανειλημμένα ότι «κλείνουν εκκρεμότητες της μνημονιακής περιόδου».
Ωστόσο, πίσω από το προσεκτικά δομημένο αφήγημα της κυβέρνησης, κρύβεται μια πραγματικότητα πολύ πιο περίπλοκη. Η συμφωνία ούτε πρωτοφανής είναι, ούτε πλήρης, ούτε προαιρετική. Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος των ρυθμίσεων επιβάλλεται από ευρωπαϊκό δίκαιο και έρχεται με σημαντική καθυστέρηση. Παράλληλα, εισάγει και νέα στοιχεία που, σύμφωνα με νομικούς κύκλους, ενδέχεται να περιορίσουν την ουσιαστική δυνατότητα επίτευξης συλλογικών συμβάσεων σε κρίσιμους κλάδους.
Η παρακάτω ανάλυση εξετάζει το πολιτικό, θεσμικό και κοινωνικό αποτύπωμα της νέας συμφωνίας και εξηγεί γιατί η εικόνα της «φιλεργατικής στροφής» είναι, επί της ουσίας, περισσότερο επικοινωνιακή παρά ουσιαστική.
Το θεσμικό πλαίσιο πριν και μετά τα μνημόνια
Πώς η Ελλάδα βρέθηκε από κάλυψη 85% των εργαζομένων σε κάτω από 30%
Για να κατανοήσει κανείς τη σημασία – και τα όρια – της νέας συμφωνίας, πρέπει να δει την ευρύτερη ιστορική διαδρομή του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα.
Πριν το 2010, η κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις στη χώρα άγγιζε το 85%. Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας καθόριζε τον κατώτατο μισθό, οι κλαδικές συμβάσεις επεκτείνονταν υποχρεωτικά σε όλο τον κλάδο και η αρχή της εύνοιας διασφάλιζε ότι σε περίπτωση σύγκρουσης όρων προτιμάται εκείνος που είναι πιο προστατευτικός για τον εργαζόμενο.
Τα μνημονιακά χρόνια κατεδάφισαν σχεδόν όλο αυτό το πλαίσιο. Με σειρά πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, υπουργικών αποφάσεων και μνημονιακών δεσμεύσεων:
- η μετενέργεια συρρικνώθηκε
- η επέκταση των συμβάσεων σταμάτησε
- η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία καταργήθηκε
- η ΕΓΣΣΕ αποδυναμώθηκε, αφού ο κατώτατος μισθός πέρασε στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης
- η αρχή της εύνοιας ανεστάλη
Το αποτέλεσμα αυτών των παρεμβάσεων ήταν θεαματικό: η κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις έπεσε κάτω από 30%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ. Η επαναφορά ορισμένων θεσμών επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (όπως η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων και η αρχή της εύνοιας) υπήρξε μερική και αντιστράφηκε σε αρκετά σημεία από τη σημερινή κυβέρνηση.
Με αυτά τα δεδομένα, η «Κοινωνική Συμφωνία» έρχεται να διορθώσει ελάχιστα από τα πλήγματα μιας δεκαετίας απορρύθμισης, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος του μνημονιακού πλαισίου ανέγγιχτο.
Η ευρωπαϊκή Οδηγία που υποχρεώνει την κυβέρνηση
Η συμφωνία δεν είναι πρωτοβουλία αλλά υποχρέωση
Ένα από τα κεντρικά σημεία σύγχυσης – ηθελημένης ή όχι – είναι η προέλευση της συμφωνίας. Παρά τα λεγόμενα του πρωθυπουργού περί ιστορικής πρωτοβουλίας, η κυβέρνηση δεν προχώρησε σε αυτή τη συμφωνία από πολιτική βούληση, αλλά από θεσμική υποχρέωση.
Η Οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 προβλέπει ρητά ότι σε χώρες όπου η κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις υπολείπεται του 80%, το κράτος οφείλει να δημιουργήσει πλαίσιο ενίσχυσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η Ελλάδα, με κάλυψη κάτω από 30%, βρίσκεται στην ακραία αυτής της κατηγορίας.
Η οδηγία δεν αφήνει περιθώρια επιλογής:
- το κράτος οφείλει να θεσπίσει μηχανισμούς διευκόλυνσης των συλλογικών συμβάσεων
- οφείλει να εκπονήσει Σχέδιο Δράσης μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους
- οφείλει να καταθέσει το σχέδιο στην Κομισιόν
Η οδηγία ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία τον Δεκέμβριο του 2024. Το Σχέδιο Δράσης οφείλει να έχει εκδοθεί έως τις 6 Δεκεμβρίου 2025.
Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση κινείται στην εκπνοή των προθεσμιών και υπό την πίεση της ΕΕ. Η συμφωνία δεν είναι, λοιπόν, πολιτική επιλογή, αλλά συμμόρφωση, και μάλιστα καθυστερημένη.
Η επαναφορά της μετενέργειας: μισή λύση
Τι αλλάζει και τι παραμένει
Η κυβέρνηση προβάλλει ως καίριο επίτευγμα την «επαναφορά της πλήρους μετενέργειας». Πράγματι, η μετενέργεια – δηλαδή η συνέχιση ισχύος μιας σύμβασης μετά τη λήξη της – υπήρξε πεδίο σκληρής μνημονιακής συρρίκνωσης.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη:
- Επαναφέρεται η πλήρης μετενέργεια, δηλαδή παραμένουν όλοι οι όροι της σύμβασης.
- Όμως δεν επανέρχεται η 6μηνη αυτοδίκαιη παράταση των κανονιστικών όρων που ίσχυε πριν τα μνημόνια.
- Παραμένει το μνημονιακό όριο των 3 μηνών.
Έτσι, το πλαίσιο δεν επιστρέφει στο προμνημονιακό καθεστώς. Επιστρέφει μόνο εν μέρει, αφήνοντας ένα κρίσιμο εργαλείο του συνδικαλιστικού κινήματος σε κατάσταση περιορισμένης αποτελεσματικότητας.
Η απουσία της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης
Ο κατώτατος μισθός παραμένει στα χέρια της κυβέρνησης
Παρά την επικοινωνιακή έμφαση, η καρδιά των συλλογικών διαπραγματεύσεων – η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας – δεν αποκαθίσταται.
Αυτό σημαίνει ότι:
- ο κατώτατος μισθός καθορίζεται αποκλειστικά από την κυβέρνηση
- οι κοινωνικοί εταίροι δεν έχουν θεσμικό λόγο στο ύψος του
- η ΕΓΣΣΕ δεν μπορεί να περιλαμβάνει μισθολογικούς όρους
Η επιλογή αυτή δεν είναι τεχνική. Είναι βαθιά πολιτική. Κρατά τον κατώτατο μισθό ως εργαλείο κυβερνητικής πολιτικής – συχνά προεκλογικής.
Οι μισθωτοί, επομένως, θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από τις εκάστοτε κυβερνητικές εξαγγελίες, όχι από συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων
Θετικές αλλαγές, αλλά με κρίσιμους περιορισμούς
Η συμφωνία εισάγει δύο θετικές αλλαγές:
- μειώνεται από 50% σε 40% το ποσοστό εργαζομένων που πρέπει να καλύπτονται από μια κλαδική ΣΣΕ ώστε να κηρυχθεί υποχρεωτική
- όταν η σύμβαση υπογράφεται από τριτοβάθμιο όργανο, δεν απαιτείται βεβαίωση για το ποσοστό κάλυψης
Ωστόσο, οι περιορισμοί που επέβαλε η κυβέρνηση Μητσοτάκη παραμένουν:
- ανάγκη πορίσματος διαβούλευσης για την επέκταση
- αξιολόγηση των επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα και στην απασχόληση
- ουσιαστικό περιθώριο αρνησικυρίας των εργοδοτών
Στην πράξη, ο δρόμος για γενική υποχρεωτικότητα των κλαδικών συμβάσεων παραμένει δύσβατος, ιδιαίτερα σε κλάδους όπου οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν έχουν κίνητρο για συλλογικές ρυθμίσεις.
Η πιο αμφιλεγόμενη διάταξη: η Διαιτησία
Γιατί οι νομικοί μιλούν για «ύποπτη» ρύθμιση
Ένα από τα σημεία που εγείρουν τις μεγαλύτερες ενστάσεις είναι η αλλαγή στη διαδικασία της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία.
Η κυβέρνηση εισάγει μια νέα τριμελή επιτροπή – αποτελούμενη από δύο πανεπιστημιακούς και έναν δικαστή – η οποία θα αποφασίζει εάν πληρούνται οι όροι για μονομερή προσφυγή των εργαζομένων.
Μέχρι σήμερα, αυτή η κρίση ανήκε στον ίδιο τον Διαιτητή.
Οι νομικοί εκτιμούν ότι:
- περιορίζεται η αυτονομία του ΟΜΕΔ
- δυσκολεύει η δυνατότητα προσφυγής
- διευκολύνεται η εργοδοτική πλευρά να καθυστερεί ή να μπλοκάρει διαδικασίες
- υπονομεύεται η λειτουργία ενός από τα τελευταία προμνημονιακά εργαλεία ρυθμιστικής προστασίας
Πρόκειται, σύμφωνα με τους ειδικούς, για τη σοβαρότερη «πίσω πόρτα» της συμφωνίας, μια ρύθμιση που ενδέχεται να καταστήσει τις συλλογικές συμβάσεις λιγότερο αποτελεσματικές στην πράξη.
Το πολιτικό αποτύπωμα της συμφωνίας
Γιατί η κυβέρνηση επιχειρεί τη μεγάλη «στροφή»
Παρά τους θεσμικούς περιορισμούς, η συμφωνία έχει σαφή πολιτική στόχευση.
Πρώτον: Η κυβέρνηση επιχειρεί να «ξεπλύνει» την εικόνα της ως δύναμης απορρύθμισης. Μετά από χρόνια κριτικής για ατομικές συμβάσεις, για τα εργασιακά του Χατζηδάκη και για το 13ωρο, η Νέα Δημοκρατία επιδιώκει επανατοποθέτηση στο πεδίο των εργασιακών δικαιωμάτων.
Δεύτερον: Η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει νέο αφήγημα για το εισόδημα. Μέχρι τώρα, η στρατηγική περιοριζόταν σε αυξήσεις του κατώτατου μισθού και επιδοματική πολιτική απέναντι στην ακρίβεια. Με τη συμφωνία, φιλοδοξεί να δείξει ότι δημιουργεί μόνιμους μηχανισμούς αύξησης μισθών, ιδιαίτερα για τη μισθωτή μεσαία τάξη.
Τρίτον: Επιδιώκεται ένα πολιτικό προφίλ συναίνεσης και θεσμικής μετριοπάθειας. Το κάδρο της υπουργού ανάμεσα στη ΓΣΕΕ και τον ΣΕΒ αξιοποιείται επικοινωνιακά ως απόδειξη «υπεύθυνης διακυβέρνησης».
Τέταρτον: Η κυβέρνηση επιχειρεί να προλάβει την κριτική της αντιπολίτευσης. Η ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι μια παραδοσιακή σημαία της κεντροαριστεράς και της αριστεράς. Με αυτό το πακέτο, η ΝΔ αφαιρεί από τους πολιτικούς της αντιπάλους ένα ισχυρό επιχείρημα ενόψει εκλογών.
Η θέση της αντιπολίτευσης
Από τη θετική επιφύλαξη του ΠΑΣΟΚ έως τη σκληρή καταγγελία της Αριστεράς
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης αντανακλούν τις ιδεολογικές αφετηρίες κάθε κόμματος:
- ΠΑΣΟΚ: Κριτική αποδοχή. Αναγνωρίζει θετικά τα μέτρα αλλά αποδίδει στη ΝΔ όψιμη υιοθέτηση πολιτικών που το ίδιο καθιέρωσε στο παρελθόν.
- ΣΥΡΙΖΑ: «Πολύ λίγα, πολύ αργά». Επικρίνει την κυβέρνηση για προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων δίχως ουσία.
- Νέα Αριστερά: Πιο επιθετική ρητορική. Η Έφη Αχτσιόγλου κατηγορεί την κυβέρνηση για «ιστορικό ψέμα».
- ΚΚΕ: Προβλέψιμα αρνητικό, χαρακτηρίζει τις ρυθμίσεις «διαχείριση της εκμετάλλευσης».
Αν και οι αντιδράσεις κινούνται σε διαφορετικούς τόνους, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής: οι αλλαγές κρίνονται ανεπαρκείς σε σχέση με το προμνημονιακό καθεστώς.
Η ουδέτερη ανάγνωση
Μικρό βήμα προς τα εμπρός, αλλά όχι στροφή σε νέο μοντέλο
Μακριά από την πολιτική ρητορική και τις επικοινωνιακές κορώνες, η πιο ισορροπημένη ανάλυση δείχνει ότι:
- πρόκειται για ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά
- όχι για αποκατάσταση του θεσμικού πλαισίου που ίσχυε πριν το 2010.
Η κυβέρνηση κάνει ένα βήμα μπροστά, αλλά δεν αλλάζει το μοντέλο εργασιακών σχέσεων που διαμορφώθηκε στα μνημονιακά χρόνια:
- ο κατώτατος μισθός παραμένει κυβερνητικό προνόμιο
- η διαιτησία γίνεται πιο δύσχρηστη
- η μετενέργεια βελτιώνεται αλλά δεν αποκαθίσταται πλήρως
- η αρχή της εύνοιας παραμένει με εξαιρέσεις
- η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων διευκολύνεται μόνο μερικώς
Οι εργαζόμενοι των κλάδων με οργανωμένη εκπροσώπηση μπορεί να ωφεληθούν πραγματικά. Οι υπόλοιποι όχι απαραίτητα.
Το κρίσιμο ερώτημα: θα εφαρμοστούν όλα αυτά στην πράξη;
Η διαφορά ανάμεσα στις θεσμικές εξαγγελίες και την πραγματική οικονομία
Η Ελλάδα έχει μια μακρά παράδοση νόμων που δεν εφαρμόζονται. Το κατά πόσο η συμφωνία θα μετατραπεί σε πραγματική αλλαγή θα εξαρτηθεί από τρεις παράγοντες:
- Τη στάση των εργοδοτικών οργανώσεων. Πολλοί κλάδοι επιλέγουν τις ατομικές συμβάσεις ως βασικό εργαλείο συγκράτησης κόστους.
- Τη δύναμη των σωματείων. Σε κλάδους χωρίς ισχυρή συνδικαλιστική εκπροσώπηση, οι συλλογικές συμβάσεις παραμένουν σπάνιες.
- Την εφαρμογή της διαιτησίας. Εάν η νέα τριμελής επιτροπή λειτουργήσει ως μηχανισμός φραγής, ο θεσμός μπορεί να ατονήσει.
Αν η συμφωνία μείνει στα χαρτιά, το πολιτικό κέρδος για την κυβέρνηση θα είναι πρόσκαιρο. Αν όμως μέσα στα επόμενα δύο χρόνια υπογραφούν και επεκταθούν πολλές κλαδικές συμβάσεις με ουσιαστικές αυξήσεις μισθών, η Νέα Δημοκρατία θα διαθέτει ένα ισχυρό επιχείρημα ενόψει των επόμενων εκλογών: ότι έκλεισε λογαριασμούς της μνημονιακής περιόδου και αποκατέστησε την τάξη στην αγορά εργασίας.
Συμπέρασμα
Ένα εργαλείο πολιτικής διαχείρισης περισσότερο παρά μια δομική αλλαγή
Η επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων παρουσιάζεται ως πολιτική τομή, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί μια περιορισμένη συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και μια επικοινωνιακή στρατηγική ενόψει της προεκλογικής περιόδου. Περιλαμβάνει ορισμένες σημαντικές βελτιώσεις, οι οποίες όμως περιορίζονται από διατηρημένους μηχανισμούς ελέγχου και εξαιρέσεις που κρατούν τον συσχετισμό δύναμης υπέρ των εργοδοτών.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να χτίσει μια νέα εικόνα: ότι δεν είναι πλέον η δύναμη της απορρύθμισης, αλλά ο φορέας μιας ισορροπημένης προσέγγισης που συνδυάζει ανταγωνιστικότητα και εργασιακή προστασία. Το αν αυτή η εικόνα θα αντέξει, θα το κρίνουν οι ίδιες οι συλλογικές συμβάσεις – όχι ως θεσμικό κείμενο, αλλά ως πραγματικός μηχανισμός αύξησης μισθών.
Τελικά, η αξιολόγηση της συμφωνίας θα γίνει όχι στα δελτία Τύπου αλλά στα εκκαθαριστικά σημειώματα και στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Εκεί θα φανεί αν η κυβέρνηση πραγματικά ενίσχυσε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ή αν απλώς διεκπεραίωσε μια θεσμική υποχρέωση με πολιτική αξιοποίηση.
- Γ. Λούλης στο Anatropinews: Η μόνη που «παίζει μπάλα», χωρίς φθορά είναι η Μαρία Καρυστιανού
- Ανάλυση / Επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων: «Φιλεργατική στροφή» ή υποχρεωτική προσαρμογή στην ευρωπαϊκή νομοθεσία;
- Ταινίες πρώτης προβολής: Η «Σπασμένη Φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη κάνει πρεμιέρα
- Μέι Γουέστ: Η αδάμαστη θεά του ερωτισμού που νίκησε τον πουριτανισμό και έγινε μύθος
- Επείγουσα υπενθύμιση της ΑΑΔΕ για δήλωση ΙΒΑΝ ενόψει πληρωμών ενισχύσεων και επιστροφών