Η συζήτηση για τη δημογραφική κρίση στην Ελλάδα δεν είναι νέα. Όμως, όπως τόνισε ο καθηγητής Δημογραφίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (Ι.Δ.Ε.Μ.) Βύρων Κοτζαμάνης, παρουσιάζοντας την πλήρη αποτύπωση της δημογραφικής εικόνας της χώρας στο forum «Το Δημογραφικό και η Ελλάδα του 2040: Οικογένεια, Οικονομία, Σύγχρονος τρόπος ζωής», το πρόβλημα πλέον δεν αφορά το μέλλον αλλά το παρόν.
Οι αριθμοί, οι τάσεις και οι προβολές που παρουσίασε είναι ψυχρά αποκαλυπτικές: η Ελλάδα γερνά ταχύτερα απ’ όσο αναπληρώνεται, οι γεννήσεις υποχωρούν σταθερά, οι θάνατοι υπερτερούν δραματικά, η περιφέρεια αδειάζει και οι ανισότητες βαθαίνουν.
Στη Θεσσαλονίκη, όπως υπενθύμισε ο υπουργός Κυριάκος Πιερρακάκης, για πρώτη φορά στη ΔΕΘ αναπτύχθηκε μια συνεκτική δημογραφική στρατηγική με το δημογραφικό στον πυρήνα της. Η αναγνώριση αυτή δεν συνιστά λύση, αλλά παραδοχή ενός προβλήματος που, αν δεν αντιμετωπιστεί με τρόπο συνολικό και τολμηρό, θα καθορίσει τη χώρα του 2040 και πέρα.
Η Ελλάδα του σήμερα δεν θυμίζει την Ελλάδα του ’60
Η δημογραφική πραγματικότητα που σκιαγράφησε ο Βύρων Κοτζαμάνης απέχει ριζικά από εκείνη της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ελάχιστο χώρο, η σιωπηλή εξάπλωση της γήρανσης και η εκτεταμένη πτώση του αριθμού των παιδιών ανά γυναίκα, συγκροτούν μια χώρα που αναπτύσσεται ηλικιακά αλλά συρρικνώνεται ανθρώπινα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, στην απογραφή του 2021 ένας στους δύο κατοίκους της Ελλάδας ζούσε στο 2% της συνολικής έκτασης της χώρας. Το 80% ζούσε σε μόλις 710 οικισμούς από τους 12.500 που κατοικούνται. Η Αττική και η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς αστικά κέντρα, αλλά μαγνήτες που απορροφούν πληθυσμό, εργασία και ευκαιρίες, αφήνοντας την περιφέρεια να μαραζώνει.
Ταυτόχρονα, αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής – ένα επίτευγμα πρόνοιας και ιατρικής προόδου. Όμως τα χρόνια που κερδίζουμε δεν αρκούν για να ανατρέψουν τη δημογραφική εξίσωση. Η γονιμότητα μειώνεται σταθερά από τη δεκαετία του 1960 και μετά, οι γεννήσεις μετά το 1980 καταρρέουν, ενώ οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών αποτελούν πλέον περίπου το 23% του πληθυσμού, από 6-7% στη δεκαετία του 1950-60. Η Ελλάδα, όπως σημείωσε ο ομιλητής, βρίσκεται στην κορυφή των πιο γερασμένων χωρών της ΕΕ και θα παραμείνει εκεί για δεκαετίες.
705.000 λιγότεροι κάτοικοι σε 14 χρόνια – και η μείωση συνεχίζεται
Από το 2011 έως το 2025 ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά περίπου 705.000 ανθρώπους. Οι 500.000 από αυτές τις απώλειες προέρχονται από το φυσικό ισοζύγιο: περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις. Η κρίση της δεκαετίας του 2010 επιτάχυνε και ανέστρεψε τη μεταναστευτική ροή. Από το 2011 έως το 2024, περισσότεροι έφυγαν παρά ήρθαν. Το δημογραφικό ισοζύγιο, φυσικό και μεταναστευτικό, παραμένει αρνητικό.
Ο Βύρων Κοτζαμάνης εκτιμά ότι, ακόμη και στην πιο ευνοϊκή περίπτωση, το 2060 η Ελλάδα θα μετρά 2 έως 2,5 εκατομμύρια λιγότερους κατοίκους. Ακόμη κι αν μηδενιστεί η μετανάστευση – όσοι φεύγουν ίσοι με όσους έρχονται –, το φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις-θάνατοι) θα παραμείνει βαθιά αρνητικό μέχρι τότε.
Δημογραφική ανισότητα: μια σιωπηλή γεωγραφική ρωγμή
Δεν είναι μόνο ότι η χώρα μειώνεται. Η μείωση δεν κατανέμεται ομοιόμορφα. Η Ελλάδα σπάει δημογραφικά στα δύο. Η ηπειρωτική ενδοχώρα αποψιλώνεται. Ορισμένοι νομοί χάνουν πληθυσμό με ρυθμούς που θυμίζουν ερήμωση. Στην απογραφή του 2021, ενώ η συνολική μείωση ήταν 3%, υπήρχαν περιοχές όπου ο πληθυσμός υποχώρησε έως 14% και άλλες όπου αυξήθηκε κατά 15%. Δήμοι που σε μία δεκαετία έχασαν το 1/3 των κατοίκων τους, άλλοι που αυξήθηκαν κατά 18%.
Το 2024 καταγράφηκαν 185 θάνατοι ανά 100 γεννήσεις σε εθνικό επίπεδο. Στα Γρεβενά και την Ευρυτανία η αναλογία έφτασε τους 375 θανάτους ανά μία γέννηση. Σε 10 από τους 325 δήμους παρατηρείται ισορροπία. Σε έναν στους πέντε, πάνω από τετραπλάσιοι θάνατοι σε σχέση με τις γεννήσεις.
Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς αριθμητικό. Είναι κοινωνικό, οικονομικό, εθνικό. Η περιφερειακή πληθυσμιακή κατάρρευση διαρρηγνύει την εδαφική συνοχή της χώρας, αποδυναμώνει την τοπική οικονομία, περιορίζει το εργατικό δυναμικό και αυξάνει τις ανισότητες.
Η Ελλάδα που κάνει ολοένα λιγότερα παιδιά
Το φαινόμενο της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα δεν είναι συγκυριακό. Είναι διαχρονικό. Όπως εξήγησε ο ομιλητής, η μείωση των παιδιών ανά οικογένεια συνεχίζεται σταθερά εδώ και 130 χρόνια. Τα ζευγάρια που γεννήθηκαν το 1960 έκαναν κατά μέσο όρο δύο παιδιά. Εκείνα που γεννήθηκαν το 1980-85 αγγίζουν το 1,5. Σχεδόν ένας στους τέσσερις της γενιάς του 1980 δεν έχει και πιθανώς δεν θα αποκτήσει παιδιά.
Η Ελλάδα βρίσκεται από το 1980 στις χώρες με γονιμότητα κάτω από 1,5 παιδί ανά γυναίκα. Επιπλέον, εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά άτεκνων ζευγαριών στην Ευρώπη και μια από τις μεγαλύτερες ηλικίες τεκνοποίησης. Τα εμπόδια είναι πολλά: υψηλό κόστος ανατροφής, αναντιστοιχία μισθών-τιμών, επαγγελματική αστάθεια, έμφυλες ανισότητες, δυσκολία συνδυασμού οικογένειας και εργασίας, στεγαστική αδυναμία.
Η επιθυμία για παιδί υπάρχει, υποστήριξε ο Κοτζαμάνης. Αυτό που λείπει είναι οι προϋποθέσεις.
Τι μπορεί να αλλάξει την πορεία
Η δημογραφική κρίση δεν αντιστρέφεται γρήγορα. Αλλά μπορεί να επιβραδυνθεί και να περιοριστεί. Ο καθηγητής παρουσίασε μια σειρά πολιτικών που θεωρεί απαραίτητες: στήριξη της οικογένειας, μείωση κόστους τεκνοποίησης, άρση στεγαστικών αδιεξόδων, ενίσχυση εισοδημάτων νέων, εξάλειψη έμφυλων ανισοτήτων, καλύτερη συμφιλίωση επαγγελματικής–οικογενειακής ζωής.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο ζήτημα της στέγης: για να μπορούν οι νέοι να κάνουν παιδιά, πρέπει να μπορούν πρώτα να κατοικήσουν. Η δημιουργία μεγάλου αποθέματος κοινωνικά ενοικιαζόμενων κατοικιών είναι – κατά τον ίδιο – η μόνη λύση με ουσιαστικό αποτύπωμα. Τα υπόλοιπα μέτρα θεωρούνται συμπληρωματικά.
Κομβικός παράγοντας είναι και η μετανάστευση. Η Ελλάδα χρειάζεται εργατικό δυναμικό, αλλά και ισορροπημένη ένταξη αλλοδαπών ώστε να συμβάλουν δημογραφικά και οικονομικά. Ταυτόχρονα πρέπει να μειωθεί η φυγή νέων στο εξωτερικό και να δημιουργηθούν κίνητρα επιστροφής για όσους έφυγαν.
Η γήρανση μπορεί να γίνει λιγότερο επιβαρυντική αν κατορθωθεί να γίνει «ενεργή». Υγιείς πολίτες άνω των 65 είναι κεφάλαιο, όχι βάρος. Η πρόληψη υγείας όμως ξεκινά από τη γέννηση, όχι στη συνταξιοδότηση.
Η δημογραφική πολιτική δεν είναι ένας νόμος – είναι στρατηγική δεκαετιών
Ο Βύρων Κοτζαμάνης ήταν σαφής: μια αποτελεσματική δημογραφική πολιτική πρέπει να δράσει ταυτόχρονα σε όλες τις συνιστώσες – γονιμότητα, θνησιμότητα, μετανάστευση εσωτερική και εξωτερική. Αν ληφθούν μέτρα μόνο σε έναν άξονα, τα αποτελέσματα θα είναι περιορισμένα. Η δημογραφία είναι σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων. Επηρεάζεται από την οικονομία, την αγορά εργασίας, την εκπαίδευση, την τεχνολογία, τον πολιτισμό. Και επηρεάζει με τη σειρά της κάθε στρατηγικό τομέα: ανάπτυξη, συντάξεις, ασφάλεια, υγεία, άμυνα.
Οι πολιτικές στήριξης οικογένειας αποδίδουν, τόνισε, αλλά όχι άμεσα. Οι όποιες θετικές συνέπειες θα φανούν σε βάθος δεκαετίας. Η χώρα που θέλουμε το 2040 και το 2060 πρέπει να σχεδιαστεί σήμερα.
Η Ελλάδα μπροστά στην πιο αποφασιστική της επιλογή
Το δημογραφικό δεν είναι στατιστικό. Είναι η προέκταση της ζωής μας στον χρόνο. Είναι το πόσοι είμαστε, ποιοι είμαστε, πού ζούμε, πώς ζούμε και – κυρίως – ποιοι θα υπάρχουμε σε τριάντα χρόνια. Αν η Ελλάδα συνεχίσει με την τωρινή τροχιά, θα μικρύνει, θα γηράσει περισσότερο, θα συγκεντρωθεί ακόμη πιο ασφυκτικά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Κι ένα τμήμα της θα κινδυνεύει να αδειάσει εντελώς.
Αν όμως το κράτος επιλέξει να παρέμβει με στρατηγική μακράς πνοής, με σταθερές επενδύσεις, κοινωνική κατοικία, ενσωμάτωση μεταναστών, ενεργή γήρανση και στήριξη των νέων, η χώρα μπορεί να αναστρέψει μέρος της τάσης. Όχι να επιστρέψει στην Ελλάδα των δεκαετιών που πέρασαν – αυτό δεν είναι εφικτό. Αλλά να χτίσει την Ελλάδα των επόμενων γενεών με όρους βιώσιμους.
Το 2060 ίσως είμαστε λιγότεροι. Το ζητούμενο είναι να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι, περισσότερο ισόρροποι, λιγότερο άνισοι. Να είμαστε μια χώρα που ξέρει τι την περιμένει και αποφασίζει πώς θα το αντιμετωπίσει. Γιατί το δημογραφικό δεν είναι απειλή. Είναι κάλεσμα σχεδιασμού. Είναι ζήτημα εθνικής στρατηγικής, όχι συγκυριακού ενδιαφέροντος.
Κι όπως υπενθύμισε ο καθηγητής, τα μέτρα για το δημογραφικό δεν αποδίδουν αύριο. Αποδίδουν σε βάθος δεκαετίας. Όσο αργούμε να δράσουμε, τόσο περισσότερο σταθεροποιείται η καμπύλη της μείωσης. Όσο νωρίτερα ξεκινήσουμε, τόσο περισσότερο χώρο δίνουμε στις επόμενες γενιές.
Η Ελλάδα έχει ακόμη χρόνο. Αλλά δεν έχει πλέον πολυτέλεια καθυστέρησης.