Ο Jimmy Cliff είναι αυτός ο οποίος από την δεκαετία του 1960, βοήθησε να συστήσει τον ήχο της Τζαμάικα σε ένα παγκόσμιο κοινό μέσα από επιτυχίες του, όπως το Wonderful World, το Beautiful People και το You Can Get It If You Really Want. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του ως οπλισμένου επαναστάτη στο αστυνομικό δράμα του 1972 «The Harder They Come», αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του τζαμαϊκανού κινηματογράφου και θεωρείται ως η ταινία που έφερε τη reggae στην Αμερική.
Η σύζυγος του Cliff, Latifa Chambers, ανακοίνωσε τον θάνατό του στις 25/11, μέσω μιας δήλωσης της στο Instagram: «Με βαθιά θλίψη ανακοινώνω ότι ο σύζυγός μου, Jimmy Cliff, πέθανε λόγω επιληπτικής κρίσης που ακολουθήθηκε από πνευμονία. Είμαι ευγνώμων στην οικογένεια, τους φίλους, τους συναδέλφους του καλλιτέχνες και τους συναδέλφους του που μοιράστηκαν το καλλιτεχνικό ταξίδι του μαζί του. Προς όλους τους θαυμαστές του σε όλο τον κόσμο, να ξέρετε ότι η υποστήριξή σας ήταν η δύναμή του σε όλη την διάρκεια της καριέρα του. Τζίμι, αγάπη μου, ας αναπαυθείς εν ειρήνη. Θα ακολουθήσω τις επιθυμίες σου». Το μήνυμά της συνυπέγραψαν τα παιδιά τους, Lilly και Aken.
Γεννημένος ως James Chambers, το 1944, ο Cliff ήταν το όγδοο από τα εννέα παιδιά που μεγάλωσαν σε απόλυτη φτώχεια στην ενορία του St. James, στην Τζαμάικα. Ευλογημένος με μια γλυκιά, μελωδική φωνή, άρχισε να τραγουδάει σε ηλικία έξι ετών στην τοπική εκκλησία της περιοχής του. Όταν άκουσε τον πρωτοπόρο της ska, Derrick Morgan, στο ραδιόφωνο, εμπνεύστηκε να γράψει το δικό του τραγούδι με τον τίτλο «I Need A Fiancée» κι ένα ακόμα που ονόμασε «Sob Sob». Επίσης, έφτιαξε και μια κιθάρα από μπαμπού για να συνοδεύει τον εαυτό του. Στα 14 του, μετακόμισε στο Κίνγκστον και υιοθέτησε το επώνυμο Cliff, ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που του έδωσε η Τζαμαϊκανή παραγωγός Leslie Kong προκειμένου να εκφράσει τα ύψη που σκόπευε να φτάσει.
Την πρώτη τοπική επιτυχία του, ο Cliff, σημείωσε το 1962 εμπνευσμένος από τον τυφώνα Hattie που προκάλεσε μεγάλη καταιγίδα στην Καραϊβική το φθινόπωρο του 1961. «Θα είμαι σαν τον τυφώνα Hattie», τραγουδάει με ένα χαλαρό groove κιθάρων, φυσαρμόνικας και σαξοφώνου. Ωστόσο, να σημειώσουμε ότι ήδη είχε ηχογραφήσει μερικά τραγούδια πριν φτάσει στην κορυφή των τζαμαϊκανών charts με την σύνθεση του, «Hurricane Hattie».
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί ένα τραγούδι πρώιμου ska, στο οποίο ο Cliff -πάντα συντονισμένος με τη δραματική δύναμη της άρθρωσης του- αναφωνεί:«You’re my Miss Jah-may-cah», σαν να φωνάζει τη νικήτρια του διαγωνισμού.
Το 1965, μετακομίζει στο Λονδίνο προκειμένου να συνεργαστεί με την εταιρεία παραγωγής ηχογραφημάτων Island Records (αργότερα δισκογραφική στέγη του Bob Marley) αλλά, οι προσπάθειες της δισκογραφικής εταιρείας να κάνει τον ήχο του πιο εύληπτο στο ροκ κοινό ήταν ανεπιτυχείς. Τελικά, το 1969 καταφέρνει να σημειώσει χρυσή επιτυχία με το single «Wonderful World, Beautiful People», έναν αισιόδοξο, ευχάριστο ύμνο, αρκετά πολιτικά φορτισμένο από τον πόλεμο του Βιετνάμ, το οποίο ο Bob Dylan χαρακτήρισε ως «το καλύτερο τραγούδι διαμαρτυρίας που γράφτηκε ποτέ». Οι στίχοι του αφηγούνται την ιστορία ενός νεαρού στρατιώτη ο οποίος στέλνει από το μέτωπο του πολέμου ένα γράμμα στην κοπέλα του υπόσχοντας της ότι θα γυρίσει σύντομα σπίτι και λίγο αργότερα, η μητέρα του λαμβάνει ένα τηλεγράφημα που την ενημερώνει ότι «ο γιός σας είναι νεκρός».
Στο τραγούδι «Many Rivers to Cross» κι αυτό του 1969, ο Cliff, με μια στεντόρεια παραινετική φωνή και με την συνοδεία χορωδίας, ακούγεται σαν σταρ του gospel ή και της soul, παλεύοντας ερμηνευτικά με το πώς θα ξεπεράσει την εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της υπερηφάνειας του και της αμαρτίας, μαζί με όλες εκείνες τις σκέψεις γύρω από την «διάπραξη ενός φρικτού εγκλήματος». Αυτός ο συνδυασμός ίσως είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο σκηνοθέτης Perry Henzell πρόσφερε στον Cliff τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «The Harder They Come», αφού προηγουμένως είχε ακούσει αυτό το τραγούδι.
Το 1970, ο Cliff έγραψε το τραγούδι «You Can Get It if You Really Want» για τον Desmond Dekker, έναν επίσης γίγαντα της ska και της πρώιμης reggae, ο οποίος το ηχογράφησε την ίδια χρονιά. Αλλά το «You Can Get It» έκανε μεγάλη αίσθηση δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Cliff το διασκεύασε, το 1972, για την ταινία «The Harder They Come». Ένα χαρούμενο θέμα με τρομπέτα και στίχους όπως «You must try, try and try / You will success a last», λειτουργεί ως soundtrack για ενθάρρυνση.
Η κορυφαία στιγμή τόσο για τον Cliff ως καλλιτέχνη όσο και για τη reggae ως είδος, το «The Harder They Come» που κυκλοφόρησε κι αυτό το 1972, αφηγείται μια ιστορία εγκλήματος, μουσικής, φήμης και περιορισμένων συνθηκών επιβίωσης σε μια κουλτούρα φτώχειας. Ο Cliff έγραψε και ερμηνεύει το ομώνυμο κομμάτι, με το οποίο περιγράφει το βάναυσο κόστος της ζωής που επιλέγει: «I’d rather be a free man in my grave / Than living as a puppet or a slave.»
Το «Trapped», είναι ένα τραγούδι που αναφέρεται σε μια τυπική ιστορία για έναν άντρα που έχει κολλήσει σε μια κακή σχέση. Κι αυτό γραμμένο και ηχογραφημένο από τον Cliff, το 1972, ωστόσο, έγινε δημοφιλές από τον Bruce Springsteen τη δεκαετία του 1980.
Επισκιασμένος από τον Marley, λες και τον ρούφηξε ο χρόνος, ο Cliff, δεν επέστρεψε ποτέ στα ύψη της φήμης που είχε απολαύσει στο παρελθόν, ειδικά με το «The Harder They Come». Αλλά μια από τις μεγαλύτερες στιγμές της μετέπειτα καριέρας του, ήρθε το 1993 με τη διασκευή του εμπνευσμένου κλασικού τραγουδιού, του 1972, «I Can See Clearly Now» του Johnny Nash, το οποίο έγινε το τραγούδι τίτλων της κωμικής ταινίας του 1993 «Cool Runnings», που αφορούσε μια ολυμπιακή ομάδα από την Τζαμάικα. Αυτή η διασκευασμένη εκδοχή ανέβηκε στην 18η θέση του πίνακα επιτυχιών «Hot 100» του περιοδικού Billboard.