Στην επίσημη συλλογική μνήμη του Πολυτεχνείου δεσπόζουν οι νεκροί της εξέγερσης του 1973. Ωστόσο, τρία ακόμη ονόματα –του Ιάκωβου Κουμή, της Σταματίνας Κανελλοπούλου και του Μιχάλη Καλτεζά– έχουν ενσωματωθεί στο τελετουργικό της επετείου, όχι επειδή συνδέθηκαν άμεσα με τα γεγονότα της δικτατορίας, αλλά επειδή δολοφονήθηκαν χρόνια αργότερα, στο περιθώριο των πορειών μνήμης.
Ο θάνατός τους δεν ήταν μεμονωμένο επεισόδιο· ήταν το σύμπτωμα μιας εποχής έντονης πολιτικής πόλωσης, μιας αστυνομίας που λειτουργούσε σε καθεστώς ατιμωρησίας και ενός κράτους που δυσκολευόταν να διαχειριστεί την κοινωνική διαμαρτυρία.
Η ιστορία τους δεν έσβησε ποτέ μέσα στο πλήθος των επετειακών συνθημάτων. Αντίθετα, έγινε οργανικό κομμάτι του Νοέμβρη, υπενθυμίζοντας πως η δημοκρατία δεν θεμελιώνεται μόνο με την ανατροπή ενός καθεστώτος, αλλά και με τον σεβασμό στη δημόσια έκφραση, στους δρόμους και στις πλατείες. Οι τρεις νεκροί της Μεταπολίτευσης λειτουργούν μέχρι σήμερα ως ηθικό αντίβαρο στη βία, ως μνημείο της ανάγκης ελέγχου της κρατικής ισχύος και ως σημείο αναφοράς για όποιον προσπαθεί να κατανοήσει την πολιτική κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών.
Η Αθήνα του 1980: μια πόλη σε πολιτική ένταση
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η ελληνική κοινωνία βίωνε μια περίοδο πολιτικής ωρίμανσης αλλά και αντιπαραθέσεων. Η Μεταπολίτευση ήταν ακόμη «νέα», η δημοκρατία εύθραυστη και ο δημόσιος χώρος φορτισμένος. Η πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία –σύμβολο αντιιμπεριαλισμού και καταγγελίας του ρόλου των ΗΠΑ στη χούντα– είχε αποκτήσει σχεδόν τελετουργική σημασία. Παράλληλα όμως, η κυβέρνηση της εποχής επιχειρούσε να περιορίσει αυτό το πλαίσιο διαμαρτυρίας, επικαλούμενη την τάξη, τη διεθνή εικόνα της χώρας και την ανάγκη αποφυγής «παρατράγουδων».
Το 1980, λίγες εβδομάδες μετά την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, οι κυβερνητικές απαγορεύσεις για πορεία προς την πρεσβεία πυροδότησαν αντιδράσεις, ειδικά στα αριστερά και ριζοσπαστικά νεολαιίστικα ρεύματα. Το Κ.Σ. της ΕΦΕΕ είχε αποφασίσει πορεία προς τη Βασιλίσσης Σοφίας, αλλά η κυβέρνηση Ράλλη την απαγόρευσε. Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά όμως –λίγες οργανώσεις αλλά με μεγάλο πολιτικό πάθος– αποφάσισε να αψηφήσει την απαγόρευση.
Αυτό το σκηνικό οδήγησε στη μεγαλύτερη σύγκρουση της Μεταπολίτευσης. Και μέσα σε αυτό το σκηνικό, δύο άνθρωποι –η Σταματίνα Κανελλοπούλου και ο Ιάκωβος Κουμής– βρέθηκαν στο λάθος σημείο, απέναντι σε μια αστυνομική δύναμη που λειτούργησε ανεξέλεγκτα.
Η δολοφονία της Σταματίνας Κανελλοπούλου: μια εργάτρια στον τυφλό μηχανισμό της βίας
Ήταν 16 Νοεμβρίου 1980 όταν η 21χρονη εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου, στον δρόμο μπροστά από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», υπέστη άγριο ξυλοδαρμό από αστυνομικούς των ΜΑΤ. Δεν συμμετείχε ενεργά σε συγκρούσεις· ήταν από τους εκατοντάδες που βρίσκονταν στο κέντρο της Αθήνας εκείνο το φορτισμένο απόγευμα. Λίγο αργότερα, κατέληξε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Η ιατροδικαστική εξέταση μίλησε για δεκαοκτώ σοβαρά τραύματα στο κεφάλι, πολλαπλά χτυπήματα στο σώμα, και έναν θάνατο που καμία αρχή δεν θέλησε να ονομάσει επίσημα «δολοφονία».
Η περίπτωση της Κανελλοπούλου είναι ίσως η πιο αποκαλυπτική για τον τρόπο με τον οποίο η αστυνομική βία μπορούσε να πλήξει οποιονδήποτε βρισκόταν στον δημόσιο χώρο. Στην εποχή εκείνη, οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας αντιμετώπιζαν συχνά τις πορείες ως συνέχιση ενός πολέμου που είχε αφήσει πίσω του η χούντα: τον πόλεμο με τον εσωτερικό εχθρό. Η Κανελλοπούλου δεν ανήκε σε καμία οργάνωση, δεν είχε πολιτικό ρόλο. Κι όμως, ο θάνατός της εξελίχθηκε σε πολιτικό γεγονός πρώτου μεγέθους, γιατί έδειξε ότι η κρατική αυθαιρεσία δεν ήταν απλώς «παρεκτροπή», αλλά δομικό πρόβλημα.
Ιάκωβος Κουμής: ο φοιτητής που χτυπήθηκε πισώπλατα
Ο Ιάκωβος Κουμής, Κύπριος φοιτητής στην Αθήνα, βρισκόταν το ίδιο απόγευμα σε καφενείο κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν ότι χτυπήθηκε πισώπλατα από αστυνομικούς των ΜΑΤ, την ώρα που καθόταν, χωρίς να εμπλέκεται σε επεισόδια. Η βία ήταν τόσο σφοδρή ώστε κατέληξε κλινικά νεκρός και πέθανε μια εβδομάδα αργότερα, από πλήρη αποκοπή του εγκεφάλου.
Η δολοφονία του Κουμή έγινε αμέσως σύμβολο της αυθαιρεσίας της αστυνομικής δράσης. Οι φοιτητικές παρατάξεις, ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς, αντιμετώπισαν τον θάνατο του Κουμή ως επίθεση εναντίον όλων όσοι υπερασπίζονταν το δικαίωμα στη διαδήλωση. Το γεγονός ότι οι δολοφόνοι δεν βρέθηκαν ποτέ, ενίσχυσε τη συλλογική πεποίθηση πως υπήρχε πολιτική κάλυψη και πως το κράτος είτε δεν μπορούσε είτε δεν ήθελε να αποδώσει δικαιοσύνη.
Η σύγκρουση των 5.000 διαδηλωτών με τα ΜΑΤ: το σημείο καμπής της Μεταπολίτευσης
Το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου 1980, περίπου 5.000 διαδηλωτές της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς προσπάθησαν να σπάσουν τον αστυνομικό φραγμό στη Βουλή, για να πορευτούν προς την αμερικανική πρεσβεία. Η σύγκρουση διήρκεσε πάνω από τρεις ώρες. Ήταν μια από τις λίγες φορές που η πολιτική νεολαία του τότε ριζοσπαστισμού βρέθηκε τόσο μαζικά αντιμέτωπη με την οργανωμένη κρατική καταστολή.
Το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ δεν είχαν στηρίξει την πρωτοβουλία, προτιμώντας να περιοριστούν στο δικό τους μπλοκ, να διατηρήσουν τον έλεγχο και να αποφύγουν τη μετωπική σύγκρουση. Η επιλογή αυτή επικρίθηκε τότε και αργότερα, γιατί άφησε εκτεθειμένο τον πυρήνα των συγκρούσεων. Για πολλούς αγωνιστές της εποχής, ο Νοέμβρης του 1980 δεν ήταν απλώς μια επέτειος· ήταν μια αναμέτρηση με το κράτος που επανέφερε στον δημόσιο διάλογο ερωτήματα για την αληθινή ποιότητα της δημοκρατίας.
Τελικά, από αυτή τη σύγκρουση γεννήθηκε μια νέα πραγματικότητα: το δικαίωμα της πορείας προς την αμερικανική πρεσβεία καθιερώθηκε ξανά και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Αν αυτό θεωρείται πλέον αυτονόητο, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο αίμα του Κουμή και της Κανελλοπούλου.
Η ατιμωρησία και η πολιτική διαχείριση
Η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αντί να αναγνωρίσει το μέγεθος της τραγωδίας, επέλεξε να ρίξει το βάρος σε «οργανωμένες ομάδες αναρχικών και εξτρεμιστικών στοιχείων». Η επίσημη ανακοίνωση απέφυγε να σχολιάσει τον θάνατο των δύο νέων. Η ΕΔΕ που διατάχθηκε δεν έφερε αποτέλεσμα. Παρά τις μηνύσεις των οικογενειών, κανείς δεν οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη.
Οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που είχαν αναλάβει την πρωτοβουλία κατακεραυνώθηκαν τόσο από την κυβέρνηση όσο και από μεγάλα κόμματα της Αριστεράς. Όμως ιστορικά, η απόφασή τους αποδείχθηκε κομβική: άνοιξε ξανά τον δρόμο της πορείας προς την πρεσβεία, συνέβαλε στη διαμόρφωση της αντιιμπεριαλιστικής κουλτούρας της Μεταπολίτευσης και προσέθεσε στο Πολυτεχνείο του 1973 έναν δεύτερο συμβολικό σταθμό –τον Νοέμβρη του 1980.
Μιχάλης Καλτεζάς: η δολοφονία που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά
Πέντε χρόνια αργότερα, στις 17 Νοεμβρίου 1985, η Αθήνα βίωνε ξανά ένα οριακό γεγονός. Η πορεία είχε ολοκληρωθεί με σχετικά περιορισμένα επεισόδια, οι δρόμοι άδειαζαν και τίποτα δεν προμήνυε τη συνέχεια.
Μια ομάδα νεαρών επιτέθηκε με μολότοφ σε κλούβα των ΜΑΤ κοντά στο Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους ήταν κι ο 15χρονος Μιχάλης Καλτεζάς. Οι αστυνομικοί απάντησαν με καταδίωξη και πυροβολισμούς στον αέρα. Ένας από αυτούς –ο ειδικός φρουρός Αθανάσιος Μελίστας– πυροβόλησε και σκότωσε τον Καλτεζά με σφαίρα στο κεφάλι, στη συμβολή των οδών Στουρνάρη και Μποτάση.
Ο θάνατος ενός ανήλικου από σφαίρα αστυνομικού σε καιρό δημοκρατίας προκάλεσε πολιτικό σεισμό. Ο υπουργός Εσωτερικών Μένιος Κουτσόγιωργας και ο υφυπουργός Θανάσης Τσούρας παραιτήθηκαν για λόγους ευθιξίας, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν αποδέχθηκε τις παραιτήσεις. Η κοινωνική οργή κορυφώθηκε.
Την επόμενη ημέρα, αναρχικές ομάδες κατέλαβαν το Χημείο και το Πολυτεχνείο. Για πρώτη φορά από το 1976 η Αστυνομία εισέβαλε σε πανεπιστημιακό ίδρυμα με δακρυγόνα, κατόπιν απόφασης του Πρυτανικού Συμβουλίου. Οι εικόνες των ξυλοδαρμένων συλληφθέντων και η καταδίωξη μέσα από τους υπονόμους έμειναν ιστορικές.
Ο δημοσιογράφος Γιάννης Κανελλάκης, αυτόπτης μάρτυρας, περιέγραψε τους αστυνομικούς «να τρώνε σουβλάκια σαν καουμπόηδες» στα Εξάρχεια πριν από το περιστατικό –μια εικόνα που η κοινή γνώμη θεώρησε σύμβολο της αλαζονείας των σωμάτων ασφαλείας.

Οι τρεις νεκροί και η πολιτική μνήμη της Μεταπολίτευσης
Οι Κουμής, Κανελλοπούλου και Καλτεζάς δεν συνδέονται μόνο από τον τρόπο που πέθαναν. Συνδέονται και από το πώς τους αντιμετώπισε το κράτος: με αμηχανία, συσκότιση, αποστασιοποίηση. Κανένας από τους δράστες δεν τιμωρήθηκε ουσιαστικά. Η ατιμωρησία μετατράπηκε σε πληγή που σημάδεψε τη σχέση των νέων με την αστυνομία για δεκαετίες.
Για πολλούς, οι θάνατοί τους έγιναν το πιο ανάγλυφο παράδειγμα του ότι η δημοκρατία μπορεί να διαθέτει εκλογές, κοινοβούλιο και θεσμούς, αλλά χωρίς κοινωνικό έλεγχο στη κρατική βία παραμένει ημιτελής.
Για άλλους, αποτέλεσαν απόδειξη της δυσκολίας του κράτους να διαχειριστεί τις ακραίες μορφές διαμαρτυρίας, ειδικά όταν αυτές έφεραν στο προσκήνιο ριζοσπαστικά ή αναρχικά στοιχεία. Ακόμη και σήμερα, πολιτικές δυνάμεις διαφωνούν για το αν η σύγκρουση του 1980 ήταν ιστορικά «ορθή» ή «αχρείαστη».
Όμως, όπως το Πολυτεχνείο του 1973 δεν μπορεί να σβηστεί από τη μνήμη με πολιτικές σκοπιμότητες, έτσι και ο Νοέμβρης του 1980 και ο Νοέμβρης του 1985 αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της ιστορικής αλήθειας.
Η κληρονομιά τους στον δημόσιο χώρο
Η πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία καθιερώθηκε ξανά το 1981, όταν πια το ΠΑΣΟΚ ήταν στην κυβέρνηση. Έκτοτε, πραγματοποιείται κάθε χρόνο χωρίς απαγορεύσεις. Για πολλές γενιές, το δικαίωμα να φτάνει η πορεία στην πρεσβεία θεωρείται κεκτημένο, αλλά αυτό το κεκτημένο δεν προήλθε από διάλογο· προήλθε από σύγκρουση και από δύο νεκρούς.
Η δολοφονία του Καλτεζά, αντίστοιχα, σημάδεψε βαθιά τον αναρχικό χώρο, αλλά και την αστυνομία, επιταχύνοντας την εσωτερική συζήτηση για τον ρόλο και την εκπαίδευση των ΜΑΤ. Παρά τις δεκαετίες που έχουν περάσει, κάθε αναφορά στην αστυνομική βία στην Ελλάδα συνοδεύεται από αυτά τα τρία ονόματα.
Μνήμη και ευθύνη
Η συζήτηση για το αν το Πολυτεχνείο είναι «επίκαιρο» ανακύπτει κάθε χρόνο. Όμως η ιστορική διαδρομή δείχνει πως ο Νοέμβρης δεν είναι μόνο το 1973. Είναι και το 1980, είναι και το 1985. Είναι τα κομμάτια μιας μακράς διαδρομής όπου το κράτος, η νεολαία και η κοινωνία των πολιτών αναμετρήθηκαν ξανά και ξανά, προσπαθώντας να βρουν τις ισορροπίες μιας δημοκρατίας που δεν ήταν ποτέ δεδομένη.
Η μνήμη δεν έχει μόνο επετειακό χαρακτήρα· έχει πολιτική λειτουργία. Το να θυμόμαστε την Κανελλοπούλου, τον Κουμή και τον Καλτεζά σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε πως η δημοκρατία απαιτεί συνεχή λογοδοσία, περιορισμό της κρατικής ισχύος, πλήρη διαφάνεια και απόδοση δικαιοσύνης.
Σημαίνει επίσης ότι παραδεχόμαστε πως η κοινωνική σύγκρουση δεν είναι παρελθόν, αλλά ένας ζωντανός μηχανισμός που μπορεί να μετατραπεί σε τραγωδία όταν η πολιτεία επιλέγει την καταστολή αντί του διαλόγου.
Τιμή στους νεκρούς όλων των Νοέμβρηδων
Η ιστορία δεν μετριέται μόνο με τις μεγάλες νίκες. Μετριέται και με τις ήττες, με τα λάθη, με τις απώλειες που διαμόρφωσαν το συλλογικό μας βίωμα. Ο Νοέμβρης του 1973 είναι η απαρχή της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Ο Νοέμβρης του 1980 και ο Νοέμβρης του 1985 είναι οι σκοτεινές υπενθυμίσεις ότι η δημοκρατία μπορεί να πληγωθεί και υπό δημοκρατικό καθεστώς.
Η Σταματίνα Κανελλοπούλου, ο Ιάκωβος Κουμής και ο Μιχάλης Καλτεζάς δεν ήταν «παράπλευρες απώλειες». Ήταν άνθρωποι που βρέθηκαν απέναντι σε έναν κρατικό μηχανισμό έτοιμο να υπερβεί τα όρια. Η μνήμη τους αποτελεί πολιτική παρακαταθήκη που δεν πρέπει ποτέ να παραδοθεί στη λήθη.
Κάθε 17 Νοέμβρη, τα τρία αυτά ονόματα γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι του συλλογικού χάρτη της δημοκρατίας. Υπενθυμίζουν ότι ο δρόμος προς την ελευθερία δεν είναι ποτέ ανέφελος και ότι η πολιτική μνήμη δεν τιμάται μόνο με στεφάνια, αλλά με συνεχή διεκδίκηση της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου.