Ποια πολιτική εργασίας μπορεί να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης και, ταυτόχρονα, να στηρίξει πραγματικά την οικονομία; Ο Άρις Καζάκος, Ομότιμος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου υποστηρίζει ότι η καρδιά της οικονομικής σταθερότητας και της ανάπτυξης βρίσκεται στην ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης — δηλαδή, στα εισοδήματα των ίδιων των εργαζομένων. Η αποδυνάμωση των μισθών, των συντάξεων και της συλλογικής διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί, όπως τονίζει, εργαλείο ανταγωνιστικότητας αλλά παράγοντα διαρκούς κρίσης, καθώς συρρικνώνει την αγοραστική δύναμη της κοινωνίας και υπονομεύει την ίδια τη βάση του ΑΕΠ.
Το κείμενο του καθηγητή συνιστά μια βαθιά πολιτικο-οικονομική παρέμβαση για τη σημερινή Ελλάδα της επισφάλειας, όπου η «εσωτερική υποτίμηση» μεταφράζεται σε εργασία χωρίς διαπραγμάτευση και ζωή χωρίς προοπτική. Αναδεικνύει τη στρατηγική μετάθεση του βάρους από τις συλλογικές συμβάσεις στην ατομική σύμβαση εργασίας ως πυρήνα μιας νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης που επαναφέρει τη βία της ισχύος μέσα στους χώρους δουλειάς. Στον αντίποδα, ο Καζάκος προτείνει μια νέα κοινωνική συμφωνία: την επαναφορά της συλλογικής αυτονομίας, της αξιοπρεπούς αμοιβής και της συνδικαλιστικής ισχύος ως αναγκαίων όρων όχι μόνο κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και ίδιας της λειτουργίας της οικονομίας.
Ολόκληρη η ανάλυση:
Άρις Καζάκος, Ομότιμος Καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω
Ποια πολιτική εργασίας εξασφαλίζει αξιοπρεπείς όρους εργασίας και ζωής και στηρίζει την οικονομία;[1]
Ξεκινώντας από τα στοιχειώδη: Τι χρειάζεται για να λειτουργεί καλά η οικονομία; Ασφαλώς χρειάζονται πολλά, αναγκαία συνθήκη ωστόσο είναι να μπορεί η κοινωνία να αγοράζει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που χρειάζεται για να ζει αξιοπρεπώς και αντιστοίχως να μπορεί ο επιχειρηματίας και γενικά όποιος διαθέτει αγαθά και υπηρεσίες να πωλεί τα προϊόντα, τα εμπορεύματα, τις υπηρεσίες που προσφέρει. Αυτονόητο είναι ότι χρειάζονται και πολλά άλλα πράγματα, το βασικό όμως παραμένει να μπορεί ο επιχειρηματίας, ο ελεύθερος επαγγελματίας, οι μικρομεσαίοι αλλά και οι μεγαλύτεροι να πωλούν και η κοινωνία να μπορεί να αγοράζει για να ζει αξιοπρεπώς. Αυτό ισχύει φυσικά και για τις εξαγωγές. Τα εξαγόμενα θα πρέπει να μπορούν να αγοράζονται από τους καταναλωτές στις χώρες στις οποίες εξάγονται.
Μόνο που στις οικονομίες το βασικό αγοραστικό κοινό για κάθε χώρα είναι η κοινωνία της, ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία, την ατμομηχανή στις εξαγωγές. Στην Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες είναι η εσωτερική ζήτηση που παράγει τα 2/3 περίπου του ΑΕΠ, πράγμα που με τη σειρά του υποδεικνύει και την ανάγκη διατήρησης ή, στην περίπτωση της χώρας μας, τη δραστική ενίσχυση των πραγματικών εισοδημάτων.Αρκεί να δούμε τι γίνεται στη Γερμανία, τώρα που καταρρέουν οι εξαγωγές της, πώς πιέζονται να αυξήσουν τα εισοδήματα για να αυξηθεί το μέρος του ΑΕΠ που παράγεται από την εσωτερική ζήτηση. Ακόμη και στις καλές εποχές της εξαγωγικής της δυναμικής το 50% του ΑΕΠ της Γερμανίας προερχόταν από την εσωτερική ζήτηση.
Άρα ρημαγμένοι μισθοί και συντάξεις, γενικά ρημαγμένα εισοδήματα στις κοινωνίες είναι συνθήκη οικονομικής κρίσης, μικρής, μεγάλης, μεγαλύτερης. Τη σημασία της αξιοπρεπούς και επαρκούς αμοιβής της εργασίας για τους εργαζόμενους και την οικονομία έχει συνοψίσει εύγλωττα ένας Αμερικανός επιχειρηματίας (Hanauer / Χανάουερ): «Το θέμα με εμάς τους επιχειρηματίες είναι ότι θέλουμε τους πελάτες μας πλούσιους και τους εργαζόμενούς μας φτωχούς». Για να το πούμε με μια απλή οικονομική σοφία, «σε ποιον θα πουλήσει ο καπιταλιστής, αν ο κόσμος δεν έχει να το αγοράσει;»[2] Το σημερινό τραγικό έλλειμμα αξιοπρεπών μισθών και γενικά εισοδημάτων, που θα επέτρεπε στους ανθρώπους να ζουν αξιοπρεπώς και να στηρίζουν με το εισόδημά τους την οικονομία αποτυπώνεται και στο μειούμενο μερίδιο των αμοιβών εργασίας στο ΑΕΠ. «Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, από το 2019 έως το 2024, οι αμοιβές εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκαν από το 39% του ΑΕΠ στο 35%, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι γύρω στο 47%. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες εργαζόμενοι καρπώνονται μικρότερο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – σχεδόν 12 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα[3].
Από την άλλη πλευρά, η ζήτηση είναι που δημιουργεί και τις θέσεις εργασίας και μειώνει, αντιστοίχως, την ανεργία, οι επιχειρήσεις απλώς προσαρμόζουν τον αριθμό των θέσεων εργασίας στις ανάγκες που δημιουργεί η ζήτηση της κοινωνίας. Ας το συνοψίσουμε: Η αγοραστική δυναμική της κοινωνίας επικαθορίζει ένα πλήθος μεγεθών, από τα έσοδα του κράτους και του ΕΦΚΑ μέχρι και το κεφάλαιο αναδιανομής μέσω του φορολογικού συστήματος.
Εμείς το ζήσαμε στην περίοδο των Μνημονίων εξαιτίας πολιτικών και μέτρων που το γερμανικό περιοδικό “Der Spiegel”, ένα κεντρώο (κάποτε κεντροαριστερό) πολιτικό περιοδικό με σπουδαία παράδοση στην ερευνητική δημοσιογραφία, χαρακτήρισε προσφυώς «κατάλογο φρικαλεοτήτων». Η μνήμη είναι πολύ νωπή. Εξακολουθούμε όμως να το ζούμε και σήμερα, που ναι μεν υπάρχει αυστηρός έλεγχος δεν υπάρχουν όμως οι καταναγκασμοί των Μνημονίων. Γιατί η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης με ανεπαρκείς ονομαστικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού και, την ίδια στιγμή, με δραστική μείωση της αγοραστικής του αξίας, καθώς οι τιμές των βασικών αγαθών πετούν στα ύψη. Η αντινομία είναι κραυγαλέα: Το (νέο)φιλελεύθερο κράτος κρατάει στα χέρια του την τιμολόγηση της εργασίας (τον κατώτατο μισθό και εμμέσως όλους τους μισθούς), έργο που ανήκει κατά το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 2) στις συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, αρνείται ωστόσο επίμονα να ελέγξει το ράλι των τιμών των βασικών αγαθών, ενώ αφήνει και αυτή την αθέμιτη κερδοσκοπία να θερίζει τα ανεπαρκή εισοδήματα των πολιτών…
Το βασικό θέμα της πολιτικής οικονομίας είναι η ρύθμιση της μισθωτής εργασίας και κυρίως του μισθού.Για τουςκλασικούς οικονομολόγους Άνταμ Σμιθ μέχρι τον Μάλθους και τον Ρικάρντο «η εργασία αποτελεί τη βασική πηγή της αξίας και καθορίζει τη μέση τιμή των πραγμάτων[4]. Στη βελτιωμένη εκδοχή αυτής της εργασιακής θεωρίας της αξίας, όπως διατυπώθηκε από τον Μαρξ, «η πραγματική αξία των πραγμάτων καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας, των μηχανημάτων και της πρώτης ύλης που απαιτούνται για την παραγωγή τους[5].»
Η πολιτική οικονομία των ΣΣΕ και των διαιτητικών αποφάσεων (δα) δεν αναφέρεται μόνο στην υπεράσπιση των υλικών όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζομένων και της βιοποριστικής λειτουργίας του μισθού. Η λειτουργία του συστήματος της συλλογικής αυτονομίας παρέχει συγχρόνως ουσιαστική στήριξη στην οικονομία διά της διατήρησης και κυρίως της αύξησης της αγοραστικής δύναμης του μισθού, από την οποία εξαρτάται το μέγεθος του παραγόμενου πλούτου. Γιατί, όπως αναφέρθηκε ήδη, τα 2/3 περίπου του Α.Ε.Π. της χώρας προέρχονται από την εσωτερική ζήτηση[6]. Η λειτουργία της οικονομίας είναι επομένως αδύνατη χωρίς τη στήριξη της ενεργού ζήτησης των εργαζομένων, των εξαρτημένων μισθωτών αλλά και των ψευδοανεξάρτητων και των παρεχόντων εργασία γενικώς. Κανένα οικονομικό πλάνο και κανένα σχέδιο ανάκαμψης δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό χωρίς την ενεργό στήριξη της εργασίας και του μισθού τόσο από το κράτος, όσο και, κυρίως, αυτοδύναμα από ένα συνδικαλιστικό κίνημα που θα πρέπει και πάλι να γίνει αξιόπιστο και διαπραγματευτικά ισχυρό.
Η κυβέρνηση της ΝΔ πέτυχε έναν στρατηγικό στόχο που είχαν θέσει αρχικά τα Μνημόνια: πέτυχε τη μετάθεση του κέντρου βάρους από τη ΣΣΕ στην ατομική σύμβαση εργασίας και το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Οι ΣΣΕ εξαρθρώθηκαν, το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία του Ο.ΜΕ.Δ. (που κατά την ΟλΣτΕ 2307/2014 θεμελιώνεται στο άρθρο 22 παρ. 2 Σ), δικαίωμα που αποτελεί όρο sine qua non για την αποτελεσματικότητα των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας, ακρωτηριάστηκε (νόμος Βρούτση – ν. 4635/2019). Οι εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής των ΣΣΕ που ορίζει ο νόμος καθιστούν διάτρητες τις ΣΣΕ, τις ελάχιστες που συνάπτονται βέβαια, γιατί χωρίς τον επικουρικό μηχανισμό της διαιτησίας του ΟΜΕΔ που έχει παραλύσει με τα μέτρα της κυβέρνησης ούτε ΣΣΕ συνάπτονται. Η λειτουργία της διαιτησίας εξασφαλίζει τη συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας όταν αποτυγχάνουν οι διαπραγματεύσεις των μερών. Χωρίς τη διαιτησία που κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 2) η αυτοδύναμη προστασία από τα συνδικάτα αδυνατεί να επιτελέσει τη λειτουργία της για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με τη δομή της ελληνικής οικονομίας (πλήθος μικρομεσαίων επιχειρήσεων) και άρα και με την αδυναμία ισχυρής συνδικαλιστικής έκφρασης των εργαζομένων.
Αυτό που απομένει στο κενό των συλλογικών ρυθμίσεων (ΣΣΕ και διαιτητικών αποφάσεων) ως διαπλαστικός παράγοντας για πλήθος όρων εργασίας είναι η ατομική σύμβαση εργασίας, μια σύμβαση ανελεύθερη για τον εργαζόμενο. «Ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος να συνάψει μια σύμβαση εργασίας, δεν είναι ωστόσο ελεύθερος να μη τη συνάψει». Όποιος ενεργεί υπό το κράτος της ανάγκης βιοπορισμού δεν μπορεί, εξ ορισμού, να δρα ελεύθερα. Η δυναστική υπαγόρευση όρων εργασίας από τον εργοδότη με εργαλείο την ατομική σύμβαση εργασίας, υπαγόρευση που στην πράξη δεν συχνά δεν σταματά ούτε στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, φανερώνει τον πραγματικό χαρακτήρα αυτής της σύμβασης. Η ατομική σύμβαση εργασίας είναι η παρένδυση της βίας και της ανομίας στις εργασιακές σχέσεις. Κυρίαρχη βία και ανομία στην κοινωνία σήμερα δεν είναι η βία της εκτεταμένης εγκληματικότητας, όπως πιστεύεται, αλλά η βία και η ανομία της ατομικής σύμβασης εργασίας και του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, η διάχυτη βία και ανομία στη δουλειά και άρα και στη ζωή των ανθρώπων.
Η στρατηγικού χαρακτήρα αντιμεταρρύθμιση της κυβέρνησης της ΝΔ είναι ακριβώς η μετάθεση του κέντρου βάρους από τις ΣΣΕ και τις διαιτητικές αποφάσεις προς την κατεύθυνση της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να παραφράσουμε τον Πασκάλ, η κυβέρνηση της ΝΔ αφαίρεσε ισχύ από το εργατικό δίκαιο και έδωσε δίκαιο στην ισχύ των εργοδοτών.
Όταν τα 2/3 του ΑΕΠ παράγονται από την εσωτερική ζήτηση, αυτό που επείγει σήμερα είναι η ανάταξη των ΣΣΕ και των μισθών με καθολική κάλυψη των εργαζομένων από τις εθνικές γενικές ΣΣΕ και τις εθνικές κλαδικές ΣΣΕ χωρίς εξαιρέσεις και η επαναφορά του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, ενός δικαιώματος που εγγυάται το Σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ. 2, όπως έκρινε και η ΟλΣτΕ 2307/2014. Επείγει ακόμη η επιστροφή της ρύθμισης των όρων εργασίας από την ατομική στη συλλογική διαπραγμάτευση και, εννοείται, η ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των συνδικαλιστικών οργανώσεων, έργο που πρώτα και κύρια ανήκει στις ίδιες τις οργανώσεις και την κοινωνία. Τα μέτρα αυτά δεν είναι μόνο αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας, είναι συγχρόνως, όπως αναφέρθηκε ήδη, μέτρα αναγκαία για τη λειτουργία της οικονομίας, είναι μέτρα που ενισχύουν την εσωτερική ζήτηση και που δημιουργούν συγχρόνως νέες θέσεις εργασίας. Η ενίσχυση της ατομικής σύμβασης εργασίας με συρρίκνωση των ΣΣΕ και της διαιτησίας αποτέλεσε στρατηγικό στόχο των Μνημονίων αλλά και της σημερινής κυβέρνησης.
Ο (μη κρυπτόμενος) στόχος της (περαιτέρω) μείωσης των μισθών διά της εξάρθρωσης του συστήματος συλλογικής αυτονομίας και ιδίως της διαιτησίας[7] και η στάση της Τράπεζας της Ελλάδος
Ήταν βέβαιο ότι η εφαρμογή του μεταμνημονιακού νόμου 4635/2019 θα οδηγούσε σε μείωση των μισθών και ιδίως των πραγματικών μισθών. Όποιος αμφιβάλλει ακόμη περί αυτού, δεν έχει παρά να διαβάσει την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για το τότε νομοσχέδιο που έγινε στη συνέχεια ο νόμος 4635/2019. Η έκθεσή της είχε ως τίτλο την «αξιολόγηση των επιπτώσεων του αναπτυξιακού νομοσχεδίου»[8]. Εκεί αναφέρεται ότι «η άμεση επίδραση (first order effect) είναι η μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, η οποία δημιουργεί κίνητρα για τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τη ζήτηση εργατικού δυναμικού και να μεταφέρουν εργατικό δυναμικό από την παραοικονομία στις δραστηριότητες του επίσημου τομέα» (σ. 4). Από τους συντάκτες της έκθεσης της ΤτΕ διέφυγε ότι η μείωση των μισθών έχει αρνητικές επιπτώσεις λόγω συρρίκνωσης της ενεργού ζήτησης. Εντυπωσιακή είναι η θέση που διατυπώνεται στην έκθεση της ΤτΕ, σύμφωνα με την οποία κάλυψη εργαζομένων στην Ελλάδα από ΣΣΕ είναι «υπερβάλλουσα»(!). Η συγκεκριμένη αναφορά, η οποία αναλύει συγχρόνως με ακρίβεια τη στρατηγική στόχευση του νομοθέτη, έχει ως εξής:
«• Υπερβάλλουσα κάλυψη (excess coverage) των συλλογικών συμβάσεων: Ο δείκτης αυτός αποτυπώνει τη διαφορά μεταξύ του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις (σε ποσοστιαίες μονάδες). Η εισαγωγή ρητρών εξαίρεσης στις συλλογικές συμβάσεις, η δυσκολότερη προσφυγή σε διαιτησία κατά τη διαδικασία συλλογικής διαπραγμάτευσης και η ενίσχυση της διαφάνειας στη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και οργανώσεων εργοδοτών θα έχουν μειωτική επίδραση στο ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων» (σ. 6-7). Αυτά τα λέει η έκθεση της ΤτΕ!
Εδώ δεν εντυπωσιάζει μόνο ο πρωτόγονος νεοφιλελευθερισμός των συντακτών της έκθεσης, αλλά και οι παραπλανητικές «διαπιστώσεις» τους περί, δήθεν, «υπερβάλλουσας κάλυψης» (excess coverage) των ΣΣΕ, αν και ο χαρακτηρισμός «υπερβάλλουσα» αναφέρεται στη «διαφορά μεταξύ του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις (σε ποσοστιαίες μονάδες)». Ο κυνισμός των συντακτών της έκθεσης παραμένει απαραμείωτος. Όταν το πραγματικό ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ στην Ελλάδα κυμαίνεται από το 25% έως το 28%, όταν η Οδηγία 2022/2041 για τους κατώτατους μισθούς θέτει ως στόχο την κάλυψη από ΣΣΕ του 80% των εργαζομένων και η απόσταση που μας χωρίζει από αυτό είναι αγεφύρωτη, τα περί «υπερβάλλουσας κάλυψης» των εργαζομένων από ΣΣΕ αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της ΤτΕ[9].
Μια τέτοια «αξιολόγηση» λοιπόν του νομοσχεδίου Βρούτση από την ΤτΕ, που χαιρέτισε τις ερχόμενες νέες μειώσεις μισθών, στερεί κάθε αξιοπιστία από τον κ. Γιάννη Στουρνάρα. Μιλώντας ο κ. Στουρνάρας για τους μισθούς[10] και τις επενδύσεις, υποστήριξε ότι «όταν οι επενδύσεις υστερούν, σημαίνει ότι υστερεί η παραγωγικότητα και τα πραγματικά εισοδήματα, υπάρχει αλληλουχία. Λόγω της κρίσης πέσαμε πολύ χαμηλά σε επίπεδο αγοραστικής δύναμης. Τώρα συγκλίνουμε σιγά-σιγά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με ρυθμό 1,5%. Αν αυξήσουμε 30% τον μισθό αύριο, θα χρεοκοπήσουμε. Θέλω να πω, δεν μπορείς να αυξάνεις τους μισθούς σε μια χώρα, αν δεν αυξάνεις πρώτα την παραγωγικότητα. Παραγωγικότητα σημαίνει μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, καθιστώντας την οικονομία πιο ευέλικτη. Η Ελλάδα έχει αύξηση 60% στον τομέα των επενδύσεων από το 2019, με τα 4/5 αυτών σήμερα να είναι παραγωγικές». ..
Γίνεται φανερό ότι ο κ. Στουρνάρας εκπροσωπεί το «παλαιό πολίτευμα». Από την άλλη πλευρά, η αναφορά του στην κρατική παρέμβαση σε όλα τα κράτη είναι απολύτως ανακριβής, τουλάχιστον ως προς τον κατώτατο μισθό. Αυτό που συμβαίνει με τη ρύθμιση του κατώτατου μισθού σε άλλες χώρες, όπως το ΗΒ, η Γαλλία και η Γερμανία, οφείλεται στην απουσία θεσμών όπως είναι η εθνική γενική ΣΣΕ, που στην Ελλάδα μπορεί να καλύψει το σύνολο των εργαζομένων. Κατά τα λοιπά προκύπτουν από την τοποθέτηση του κ. Στουρνάρα απλές οικονομικές απορίες: Μίλησε κανείς για αύξηση 30% στους μισθούς αύριο; Λέει κάτι στους θιασώτες τέτοιων απόψεων το γεγονός ότι οι οικονομίες, η ελληνική και πολλές – πολλές άλλες, είναι, όπως λένε οι Αγγλοσάξωνες, wage driven και όχι profit driven[11]; Έχουν ακούσει οι ζηλωτές του δόγματος ΤΙΝΑ για την χαμηλή παραγωγικότητα του κεφαλαίου στην Ελλάδα και πόσο αυτό επηρεάζει την παραγωγικότητα της εργασίας; Ούτε την Έκθεση Ντράγκι έχουν διαβάσει, που επισημαίνει την υστέρηση στην παραγωγικότητα του κεφαλαίου ελλείψει επενδύσεων; Εμπεδώθηκε στο μεταξύ αυτό που πιστοποιούν όλες οι έρευνες, ότι οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από τους εργαζόμενους σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και ΕΕ; Μήπως οι Έλληνες που δουλεύουν περισσότερο, με πιο εντατικούς ρυθμούς και σκληρότερα από τους λοιπούς Ευρωπαίους δεν είναι τελικά «τεμπέληδες», όπως τους κατασυκοφαντούσαν; Έχει μετρήσει κανείς π.χ. τους σκληρούς ρυθμούς εργασίας στις τράπεζες μετά τις αλλεπάλληλες μειώσεις του προσωπικού τους με προγράμματα «εθελούσιας» εξόδου; Αν αυτοί οι εργαζόμενοι, π.χ. οι τραπεζοϋπάλληλοι ή οι εργαζόμενοι στον τουρισμό ή τα σούπερ μάρκετ έπαιρναν μια γενναία αύξηση, αυτό σε τι θα έβλαπτε την οικονομία; Η απόδοση μέρους των κερδών σ΄ αυτούς που τα παράγουν «παίζει» ως πολιτική επιλογή;
Για τις επενδύσεις τώρα: Λέγεται ότι τα κέρδη μετατρέπονται σε επενδύσεις. Άραγε η μείωση του συντελεστή αυτοτελούς φορολόγησης για τα μερίσματα από 10% στο 5% το 2019 και του συντελεστή φορολόγησης των εταιρικών κερδών από 28% σε 24% από το 2020 και σε 22% από το 2021 απέδωσαν κάτι σε επενδύσεις;
Προτάσεις για την επαναφορά του συστήματος συλλογικών ρυθμίσεων των όρων εργασίας με ΣΣΕ και διαιτητικές αποφάσεις (οι προτάσεις αυτές θα πλαισιωθούν με προτάσεις μέτρων για τα λοιπά ζητήματα των εργασιακών σχέσεων)
Σήμερα στην Ελλάδα πεθαίνει το πενθήμερο, όπως πεθαίνει και το 8ωρο, με αποφάσεις του εργοδότη και στις δύο περιπτώσεις. Η 6η ημέρα εργασίας επιβάλλεται με διευθυντικό δικαίωμα, τη στιγμή που το αίτημα για εργασία 4 ημερών και 35ωρο είναι υπέρ-ώριμο, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας γίνεται με ατομική και όχι με συλλογική σύμβαση εργασίας, έχουμε παράλληλη απασχόληση αλλά και εργασία σε ένα εργοδότη για 13 ώρες τη μέρα, αύξηση των υπερωριών με μείωση της προσαύξησης, επισφαλείς εργασιακές σχέσεις που πολλαπλασιάζονται, συμβάσεις εργασίας μηδενικών ωρών και δύο ημερών το επόμενο διάστημα με το τρέχον Σχέδιο Νόμου χωρίς δικαιώματα για τους εργαζόμενους. Έχουμε διάχυση της εργασίας στον ελεύθερο χρόνο με διαρκή συνδεσιμότητα των εργαζομένων, ακραία επιδείνωση του ρυθμού εργασίας και συνθήκες εργασίας που κυριολεκτικά σκοτώνουν, εκθετική αύξηση των εργαζόμενων – φτωχών.
Ας μη το ξεχνάμε: Όταν πυροβολούν την εργασία και γενικά τα δικαιώματα είναι οι άνθρωποι που πέφτουν.
Τίθεται και ένα ρητορικό ερώτημα που αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας, έστω αυτής της υπαρκτής και με κάμποσα ολιγαρχικά στοιχεία δημοκρατίας. Το ερώτημα είναι: Μπορούν να συνυπάρξουν η φτώχεια, η ανεργία, ο φόβος της απόλυσης σε εργασιακές σχέσεις με διάχυτη τη βία και την ανομία της ατομικής σύμβασης εργασίας και του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και με 13 ώρες δουλειάς τη μέρα αύριο – μεθαύριο (με τον νόμο Κεραμέως) αφενός, με την άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του πολίτη αφετέρου; Πόσο συμβατός με τη λειτουργία του πολίτη και της υπαρκτής δημοκρατίας είναι ο αυταρχικός ετεροκαθορισμός στις εργασιακές σχέσεις, που προσφέρεται και ως μέσο κοινωνικής πειθάρχησης;
Αυτό πρέπει να σταματήσει και θα σταματήσει. Η κατάργηση των αντεργατικών νομοθετικών ρυθμίσεων της ΝΔ, όπως και παλαιότερων, μνημονιακών και μη, μέτρων, π.χ. αυτών της Π.Υ.Σ. 6/2012, είναι αναγκαία όχι όμως και ικανή συνθήκη για την πολιτική εργασίας ενός απολύτως αναγκαίου μετώπου κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Τα βασικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που κληροδότησαν στη χώρα οι πολιτικές των Μνημονίων και που συνεχίζει να παράγει η πολιτική αυτής της κυβέρνησης με τη μείωση των πραγματικών μισθών και την επιδείνωση γενικά των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας αλλά και της ζωής έχουν ως άξονα τη αποτελεσματική λειτουργία των ΣΣΕ και της διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ. Σημειώνω ότι η συλλογική διαπραγμάτευση είναι ο πρωτογενής και αυτόνομος μηχανισμός διανομής του παραγόμενου πλούτου και η σημασία της για την οικονομία είναι αυτόδηλη. Εννοείται ότι στις εκκρεμότητες παραμένει και η ριζική αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, που αποτελεί τον βασικό μηχανισμό αναδιανομής πλούτου (φόροι μεγάλης περιουσίας) και εισοδήματος.
Ο πυρήνας των μέτρων που προτείνονται αναφέρεται στη συλλογική αυτονομία, στην αποκατάσταση της αυτόνομης ρυθμιστικής εξουσίας των μερών των εργασιακών σχέσεων. Σημειώνω ότι η συλλογική διαπραγμάτευση είναι ο πρωτογενής και αυτόνομος μηχανισμός διανομής του παραγόμενου πλούτου και η σημασία της για την οικονομία είναι αυτόδηλη. Εννοείται ότι στις εκκρεμότητες παραμένει και η ριζική αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, που αποτελεί τον βασικό μηχανισμό αναδιανομής πλούτου (φόροι μεγάλης περιουσίας) και εισοδήματος.
Τα προτεινόμενα μέτρα δεν είναι τα μόνα αναγκαία, θα πρέπει να πλαισιωθούν και με άλλα μέτρα που ο χώρος δεν επιτρέπει να παρουσιαστούν εδώ. Είναι ωστόσο τα βασικά μέτρα που πρέπει κατά προτεραιότητα να ληφθούν για την ανάταξη των όρων εργασίας και ιδίως των μισθών και επομένως και της οικονομίας. Αυτά τα μέτρα είναι τα εξής:
1.Το κράτος έχει μια πρωταρχική υποχρέωση, να φέρει τους μισθούς στο ύψος που θα είχαν χωρίς τις μειώσεις που επιβλήθηκαν, να επιστρέψει ό,τι αφαίρεσε από τους εργαζόμενους στο πλαίσιο ενός προγράμματος δύο έως τριών ετών. Αναγκαία εδώ είναι παράλληλα και η λήψη αποτελεσματικών μέτρωνγια τον έλεγχο των τιμών των βασικών αγαθών διαβίωσης με σκοπό την προστασία της αγοραστικής δύναμης και της βιοποριστικής λειτουργίας των μισθών.
2.Επαναφορά του συνταγματικού δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (σε αρμονία με την ΟλΣτΕ 2307/2014), για όλα τα ζητήματα που ρυθμίζονται με ΣΣΕ. Χωρίς το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, που σήμερα είναι ακρωτηριασμένο, ούτε οι ΣΣΕ μπορούν να λειτουργήσουν, η ρύθμιση των όρων εργασίας μεταφέρεται στην ατομική σύμβαση εργασίας, δηλαδή στον εργοδότη.
3.Αποτελεσματική αντιμετώπιση των εργοδοτικών πρακτικών εξόδου ή «δραπέτευσης» από τις ΣΣΕ και το εργατικό δίκαιο γενικά, ένα sui generis laissez faire που διεύρυνε με ακραίο τρόπο η κυβέρνηση της ΝΔ. Αυτό θα γίνει μέσω μιας γενικευμένης και απροϋπόθετης επέκτασης των ΣΣΕ ακόμη και σε επιχειρήσεις μη μέλη των συμβαλλόμενων οργανώσεων σε συνδυασμό με κοινωνικές ρήτρες (αποκλεισμού) από τα δημόσια έργα και τις δημόσιες συμβάσεις για τις «δραπετεύουσες» επιχειρήσεις.
4.Αποκατάσταση της ρυθμιστικής εμβέλειας και της καθολικότητας στην κάλυψη των εργαζόμενων από ΣΣΕ και παράλληλα νομοθέτηση εργαλείων για τον περιορισμό των ατομικών συμβάσεων εργασίας και του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ατομικές συμβάσεις και διευθυντικό δικαίωμα που ενίσχυσε ο νόμος 4808/2021 της ΝΔ / Χατζηδάκη σε βάρος των ΣΣΕ και προηγουμένως, κατ΄ αποτέλεσμα, ο νόμος 4635/2019 (και πάλι της ΝΔ) με τη συρρίκνωση της εμβέλειας των ΣΣΕ και τον ακρωτηριασμό του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία του Ο.ΜΕ.Δ. Η κατ΄ ουσίαν ανάθεση στον εργοδότη να επιβάλλει στον εργαζόμενο εργασία ακόμη και 13 ωρών με τον νόμο Κεραμέως είναι στοιχείο της ίδιας στρατηγικής για ενίσχυση της ατομικής σύμβασης εργασίας και, γενικά, των εργοδοτικών εξουσιών.
5.Δεσμευτική για τον υπουργό εργασίας κήρυξη γενικώς υποχρεωτικών κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ χωρίς την προϋπόθεση ελάχιστης ποσοστιαίας κάλυψης εργαζόμενων από τις εν λόγω ΣΣΕ (50% + 1 σήμερα).
6.Με βάση την «αρχή της διαδοχικότητας των ΣΣΕ» (ΑΠ 223/2001), θα πρέπει να νομοθετηθεί η εκ του νόμου / ex lege επέκταση της ισχύος συλλογικών ρυθμίσεων (των κανονιστικών όρων ΣΣΕ και διαιτητικών αποφάσεων / δα) μέχρι την έναρξη ισχύος των διάδοχων συλλογικών ρυθμίσεων, ΣΣΕ ή διαιτητικών αποφάσεων. Με τον τρόπο αυτό δεν θα δημιουργείται κενό συλλογικών ρυθμίσεων που θα μπορεί να καλύπτει ο εργοδότης κυριαρχικά με εργαλείο την ατομική σύμβαση εργασίας.
[1] Το παρόν κείμενο είναι μέρος της εισήγησής μου στη Διημερίδα με θέμα «Παραγωγική Ελλάδα 2030 – Μετασχηματισμός με όραμα, δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα», που έγινε στις 10 και 11 Οκτωβρίου 2025 στην Αθήνα. Το video της εισήγησης βρίσκεται στο
[2] Κοσμάς Μαρινάκης, «Σε ποιον θα πουλήσει ο καπιταλιστής, αν ο κόσμος δεν έχει να το αγοράσει;», στο https://www.lifo.gr/stiles/optiki-gonia/kosmas-marinakis-se-poion-tha-poylisei-o-kapitalistis-o-kosmos-den-ehei-na: «Ερώτηση: «Την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008, πολύς λόγος γινόταν για τον «καπιταλισμό-καζίνο». Έχει άραγε αλλάξει σήμερα αυτό και πόσο; Με δεδομένη την αχαλίνωτη κερδοσκοπία και τις χαώδεις ανισότητες που προκαλεί, πόσο πιθανό είναι να δούμε τον καπιταλισμό του 21ου αιώνα να έχει την τύχη του υπαρκτού σοσιαλισμού στον 20ό;
Κοσμάς Μαρινάκης: Έχει περάσει από κάποια κύματα αλλά δεν έχει αλλάξει. Το πρόβλημα με τον καπιταλισμό είναι ότι θρέφει τις ίδιες τις νοσηρότητες που τον σκοτώνουν. Σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον καπιταλισμό είναι η οικονομική ανισότητα. Αν κάποιος είναι πραγματικά νεοφιλελεύθερος και νοιάζεται για το μέλλον του καπιταλισμού, η πρώτη ανησυχία του θα έπρεπε να είναι η ανισότητα. Σε ποιον θα πουλήσει στο τέλος ο καπιταλιστής αν ο κόσμος δεν έχει να το αγοράσει;»
[3] Βλ. στοιχεία σε Θανάση Κουκάκη, «Βόμβα» για την ελληνική οικονομία το μειούμενο μερίδιο των αμοιβών εργασίας στο ΑΕΠ και η παράλληλη έκρηξη της ακρίβειας, 29.9.2025, στο https://www.dnews.gr/eidhseis/oikonomia/547987/vomva-gia-tin-elliniki-oikonomia-to-meioymeno-meridio-ton-amoivon-ergasias-sto-aep-kai-i-parallili-ekriksi-tis-akriveias: «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποίησε στοιχεία που δείχνουν πως από το τέλος του 2019 έως τον Αύγουστο του 2025 οι τιμές τροφίμων στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά 30%. Σε επίπεδο Ευρωζώνης, οι αυξήσεις κυμαίνονται από 20% στην Κύπρο έως 57% στην Εσθονία, με τον μέσο όρο κοντά στο 35%. Η Ελλάδα βρίσκεται συνεπώς λίγο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά η σύγκριση «κρύβει» μια κρίσιμη διάσταση: η χώρα μας ξεκινά από χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων, γεγονός που κάνει την επιβάρυνση μεγαλύτερη σε όρους αγοραστικής δύναμης. Η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη αν εξετάσουμε την κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, από το 2019 έως το 2024, οι αμοιβές εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκαν από το 39% του ΑΕΠ στο 35%, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι γύρω στο 47%. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες εργαζόμενοι καρπώνονται μικρότερο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – σχεδόν 12 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ το κόστος ζωής αυξάνεται, τα εισοδήματα παραμένουν διαχρονικά περιορισμένα. Η κυβέρνηση απέτυχε να αντιστρέψει αυτήν την τάση. Παρά τις εξαγγελίες για «ανάπτυξη για όλους», η πραγματικότητα είναι ότι η εργασία εξακολουθεί να υποχωρεί έναντι των κερδών και των λειτουργικών πλεονασμάτων.»
[4] Bλ. π.χ. στον Πωλ Μέισον, Μετακαπιταλισμός – Ένας οδηγός για το μέλλον μας, 2016, σελ. 110 επ.
[5] Μηχανήματα και πρώτη ύλη, όπως άλλωστε και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, ενσωματώνουν με τη σειρά τους νεκρή εργασία για την παραγωγή και τον πορισμό τους, αντίστοιχα.
[6] Βλ. σχετικά Καζάκο, ΕΕργΔ 2017, σελ. 191 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές.
[7] Για τα θέματα αυτού του τίτλου βλ. Καζάκου, Το νέο δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ΕΕργΔ 2020, 112 επ.
[8] Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε έκθεσή της για την «αξιολόγηση των επιπτώσεων του αναπτυξιακού νομοσχεδίου από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ)», την οποία η κυβέρνηση επικαλέστηκε ως επιστημονική βάση για το νομοσχέδιο που έγινε στη συνέχεια νόμος του κράτους. Η έκθεση αποκαλύπτει ότι α) θα υπάρξει μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, ως άμεση επίδραση των αντεργατικών διατάξεων και β) θα μειωθεί το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις. Οι σχετικές αναφορές στην έκθεση είναι οι εξής: «• Το Διάγραμμα 1 απεικονίζει τη δυναμική επίδραση μιας μόνιμης μείωσης της απόκλισης των πραγματικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα από την παραγωγικότητα της εργασίας (wage mark-up) κατά 1 ποσ. μονάδα. Η άμεση επίδραση (first order effect) είναι η μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, η οποία δημιουργεί κίνητρα για τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τη ζήτηση εργατικού δυναμικού και να μεταφέρουν εργατικό δυναμικό από την παραοικονομία στις δραστηριότητες του επίσημου τομέα. (σ. 4) • “Υπερβάλλουσα κάλυψη” (excess coverage) των συλλογικών συμβάσεων: Ο δείκτης αυτός αποτυπώνει τη διαφορά μεταξύ του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του ποσοστού συμμετοχής των εργαζομένων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις (σε ποσοστιαίες μονάδες). Η εισαγωγή ρητρών εξαίρεσης στις συλλογικές συμβάσεις, η δυσκολότερη προσφυγή σε διαιτησία κατά τη διαδικασία συλλογικής διαπραγμάτευσης και η ενίσχυση της διαφάνειας στη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και οργανώσεων εργοδοτών θα έχουν μειωτική επίδραση στο ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων». (σ. 6-7). Βλ. σχετικά στο:
[9] Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας σκοπός της είναι η βελτίωση «της διαβίωσης και εργασίας στην Ένωση, ιδίως της επάρκειας των κατώτατων μισθών για εργαζομένους, ώστε να συμβάλει στην ανοδική κοινωνική σύγκλιση και να μειώσει τη μισθολογική ανισότητα, η παρούσα οδηγία θεσπίζει πλαίσιο για:
| α) | την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών με στόχο την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας· |
| β) | την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών· |
| γ) | την ενίσχυση της αποτελεσματικής πρόσβασης των εργαζομένων σε δικαιώματα προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού, όπου αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και/ή συλλογικές συμβάσεις.» |
[10] https://www.iefimerida.gr/oikonomia/stoyrnaras-den-yparhei-leftodentro-tha-hreokopisoyme-ayxisoyme-misthoys-horis-antikrisma
[11] Οδηγούνται από τους μισθούς και όχι από το κέρδος.