Στέλιος Κατωμέρης*
H Κοινωνική Οικονομία (ΚΟ) παρουσιάζεται ως ο τρίτος τομέας της οικονομίας ανάμεσα στο κράτος και την αγορά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι ευρύτερο, είναι μια συνεκτική αρχιτεκτονική παραγωγής και διακυβέρνησης που τοποθετεί τον κοινωνικό σκοπό στην καρδιά της επιχειρηματικής λειτουργίας και ταυτόχρονα, εγκαθιστά θεσμούς συμμετοχής που ενισχύουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Με άλλα λόγια, η Κοινωνική Οικονομία συγκροτεί έναν διπλό πυλώνα, αναπτυξιακό και θεσμικό, ο οποίος μπορεί να αναδιατάξει σχέσεις, να ενεργοποιήσει αδρανείς πόρους και να αποδώσει μετρήσιμο κοινωνικό, περιβαλλοντικό και οικονομικό αποτέλεσμα.
Ο τομέας της ΚΟ είναι το πεδίο όπου δρουν συνεταιρισμοί και οι ενώσεις τους, σωματεία, ιδρύματα κοινωφελούς χαρακτήρα, κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις όπως οι Κοι.Σ.Π.Ε. και οι Κοιν.Σ.Επ., με κοινά χαρακτηριστικά τη συλλογική διακυβέρνηση, περιορισμένη διανομή κερδών, διαφάνεια, λογοδοσία και σαφώς διατυπωμένη οικονομική και κοινωνική αποστολή. Οι φορείς της δρουν στην ελεύθερη αγορά, αλλά η λήψη αποφάσεων δεν καθορίζεται από την ισχύ του κεφαλαίου. Κυριαρχεί η αρχή «ένα μέλος – μία ψήφος», και τα πλεονάσματα/κέρδη αντιμετωπίζονται ως μέσα για το κοινωνικό αποτέλεσμα και όχι ως αυτοσκοπός. Ιστορικά, οι ρίζες της ΚΟ ανάγονται στις πρώτες συνεταιριστικές πρωτοβουλίες του 19ου αιώνα, στα αμοιβαία ταμεία και τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς του 20ού αιώνα στην Ευρώπη, ενώ η πιο σύγχρονη εκδοχή της συνδέεται με την ανάγκη ανθεκτικότητας και δίκαιης μετάβασης.
Σήμερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Κοινωνική Οικονομία αποκαλείται «Οικονομία της Εγγύτητας» και αποτελεί διαμορφωτικό παράγοντα κοινωνικής συνοχής και, ειδικότερα, τοπικής ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα αποδεδειγμένα επιτυχημένο μοντέλο που συμβάλλει με ~1,2 τρις ευρώ (8% του ΑΕΠ), δημιουργεί ~14 εκατ. θέσεις εργασίας (~6,3% του ενεργού πληθυσμού) και απαρτίζεται από ~2,8 εκατομμύρια συναφείς επιχειρήσεις. Στη χώρα μας η ΚΟ δεν έχει την προσοχή που της αναλογεί από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες παρά τη ψήφιση δύο νόμων (4019/11 & 4430/16) οι οποίοι δεν εφαρμόζονται στη χώρα μας, με ευθύνη της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτή η «πολιτική αμέλεια» για τη χώρα αποδομεί αντί να οικοδομεί, διότι με μια απλή αναγωγή του ευρωπαϊκών δεικτών στην Ελλάδα, φαίνεται ότι η Κοινωνική Οικονομία θα μπορούσε να προσθέσει περί τα 16 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και να προσφέρει εργασία σε περίπου 250 χιλ. ανθρώπους, δηλαδή σε περισσότερους από τους μισούς ανέργους (ΕΛΣΤΑΤ 4/2025: ~390.000 άνεργοι). Λόγω της τοπικότητάς της, θα μπορούσε να συνεισφέρει στη παραγωγή ειδών διατροφής (όπως π.χ. το κρέας, που εισάγεται στο 50% της κατανάλωσης), και θα περιόριζε κατά 16 δις το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, που το 2024 έφτασε τα 34 δισ. ευρώ.
Το ένα σκέλος του διπλού πυλώνα της ΚΟ είναι οικονομικό, διότι αξιοποιεί πόρους που η συμβατική, συχνά χωροκτητική επιχειρηματικότητα παραβλέπει όπως, η τοπική παράδοση, η διαχείριση κοινών αγαθών και οι εξειδικευμένες (niche) μικρές αγορές. Με μοχλό την τοπική γνώση και εμπειρία, η ΚΟ καλλιεργεί δίκτυα εμπιστοσύνης, αναδεικνύει ανεκμετάλλευτες δεξιότητες και προτάσσει μικρές κλίμακες παραγωγής, υψηλής έντασης εργασίας και χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Οι ενεργειακές κοινότητες συνεταιριστικής βάσης και οι μικρές μονάδες μεταποίησης και επεξεργασίας αγροκτηνοτροφικών προϊόντων αποτελούν χειροπιαστά παραδείγματα. Τα τοπικά δίκτυα εμπιστοσύνης στηρίζουν τις αγροδιατροφικές μικροεπενδύσεις με βραχείες αλυσίδες διανομής και κατανάλωσης, συνδέοντας άμεσα παραγωγούς και κοινωνίες με δίκαιες τιμές και μειωμένη διαμεσολάβηση. Οι ενεργειακές κοινότητες μειώνουν το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις και επανεπενδύουν τα πλεονάσματα σε τοπικές υποδομές. H τοπική παραγωγή των ειδών διατροφής μειώνει τα «τροφοχιλιόμετρα» βελτιώνοντας το περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Το αποτέλεσμα είναι πολλαπλασιαστικό, το εισόδημα παραμένει στις κοινότητες, ενισχύεται η ανθεκτικότητα και η αυτάρκεια, η επιχειρηματικότητα στηρίζεται από την τοπική απασχόληση και κατανάλωση, μειώνει τις διατροφικές και ενεργειακές εξαρτήσεις. Η συνεισφορά των φορέων της ΚΟ αποτιμάται πολυκριτηριακά διότι οι χρηματοοικονομικοί δείκτες συνυπολογίζονται με μετρήσιμους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας, η τοπική προστιθέμενη αξία και η εξοικονόμηση πόρων και τη μείωση εκπομπών.
Το θεσμικό σκέλος του διπλού πυλώνα της ΚΟ συγκροτείται από τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις «από τη κοινότητα για τη κοινότητα». Οι φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας είναι απτό παράδειγμα δημοκρατικού ελέγχου διότι τα μέλη αποφασίζουν για τους φορείς τους χωρίς διακρίσεις φύλου, φυλής και οικονομικής «ταυτότητας», αφού κάθε μέλος διαθέτει μία μόνο ψήφο, συντάσσουν συμμετοχικούς και διαφανείς προϋπολογισμούς, με αξιολόγηση αποτελέσματος και με ανοιχτές διαδικασίες. Έτσι καλλιεργούνται οι θεσμοί εμπιστοσύνης και εγγύτητας, έτσι διαμορφώνεται ένα αξιόπιστο μοντέλο παραγωγής αποφάσεων με κοινωνική νομιμοποίηση. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η ενεργός δράση των μελών μιας κοινωνίας επαναφέρει την πολιτειότητα, τη βούληση με κοινωνική συνεισφορά, τις τοπικές πολιτικές με συλλογική διεργασία και καθιστά την κοινωνία των πολιτών συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε παραγωγή, κατανάλωση, λογοδοσία με το κεντρικό κράτος.
Η ΚΟ είναι μια νέα αντίληψη διακυβέρνησης ικανή να αντιμετωπίσει, δημογραφικές προκλήσεις και την μείωση της υπερσυγκέντρωσης στα αστικά κέντρα. Η εφαρμογή των αρχών της στην καθημερινή διακυβέρνηση σε επίπεδο κοινότητας π.χ. με θεσμοθετημένα τοπικά συμβούλια τα οποία μπορούν να συνδιαμορφώνουν πολιτικές με τη τοπική αυτοδιοίκηση και να ελέγχουν την υλοποίηση τους, ενισχύει την περιφερειακή διακυβέρνηση. Η τοπική αυτοδιοίκηση αναβαθμίζεται από τον περιοριστικό ρόλο εφαρμογής κεντρικών πολιτικών, σε συμπαραγωγό λύσεων σε άμεση συνεργασία με την θεσμική κοινωνία των πολιτών. Οι πολίτες συμμετέχουν αλλά και λογοδοτούν, νομιμοποιούν τις πολιτικές που εκφράζουν το κοινό συμφέρον και τις εφαρμόζουν, ενισχύοντας τη συνοχή, ενώ οι τοπικές οικονομίες γίνονται ανθεκτικότερες στις κρίσεις.
Σήμερα, η χώρα μας χρειάζεται σχεδιασμό στρατηγικών «κύριας ροής» (mainstream flow) με πυλώνα τη Κοινωνική Οικονομία και κατεύθυνση τη περιφερειακή ανάπτυξη, τη εμβάθυνση της λειτουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης και ανάλογη πολιτική εστίαση για την εφαρμογή τους. Η Κοινωνική Οικονομία δεν υποκαθιστά τη συμβατική ιδιωτική πρωτοβουλία και η συμμετοχική διακυβέρνηση δεν ακυρώνει τον ρόλο του κράτους. Το μοντέλο της συμμετοχής που προωθεί, συμβάλλει στην ωρίμανση των τοπικών οικοσυστημάτων, οι πολίτες γίνονται παραγωγοί αξίας και πολιτικών, με αποτέλεσμα οι τοπικές κοινωνίες να καθορίζουν το μέλλον τους. Ο τομέας της ΚΟ είναι θεμέλιο της εφαρμοσμένης αμεσοδημοκρατίας, έχει τη δύναμη παράγωγής ισχυρού οικονομικού και κοινωνικού αποτυπώματος, και προωθεί τη μετάβαση σε ένα νέο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο. Η ενσωμάτωση της οικονομίας στη κοινωνία, δημιουργεί προϋποθέσεις οικονομικής ανασυγκρότησης, τοπικές μήτρες παραγωγής, αποκέντρωση του ΑΕΠ, επανασύνδεση πολιτών με την ελληνική περιφέρεια, όπου παράγεται ο πραγματικός πλούτος. Η βελτίωση της παραγωγής και μεταποίησης ενισχύει τη διατροφική αυτάρκεια, η τοπική παραγωγή ενέργειας μειώνει το κόστος διαβίωσης επαναφέροντας τους πολίτες από τα κέντρα στη περιφέρεια.
Στη σημερινή συγκυρία, η Κοινωνική Οικονομία απαντά στο παραγωγικό, κοινωνικό και θεσμικό έλλειμμα και νομιμοποιεί τις πολιτικές και τις αποφάσεις που λαμβάνονται τοπικά, καθώς οι πολίτες συμμετέχουν στη διαμόρφωση κανόνων, προτεραιοτήτων και κατανομής πόρων. Η σύζευξη της οικονομίας με την κοινωνία δεν αποτελεί θεωρητικό σχήμα, είναι μέθοδος μετασχηματισμού, ιδιαίτερα σε περιόδους αβεβαιότητας όπου η ανθεκτικότητα δεν οικοδομείται μόνο με χρηματικό κεφάλαιο, αλλά και με δίκτυα, θεσμούς, εμπιστοσύνη. Αν αναζητούμε σχέδιο ανάπτυξης με βάθος χρόνου, μετρήσιμα αποτελέσματα και δημοκρατική νομιμοποίηση, ο διπλός πυλώνας της Κοινωνικής Οικονομίας προσφέρει μια ιδιαίτερα πειστική απάντηση.
*Εμπειρογνώμων Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας – Διδάκτωρ Κοινωνικής Οικονομίας