Ο Δημήτρης Μπίμπας, οικονομολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της Ο.Κ.Ε., αναλύει το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2026, επισημαίνοντας τις διαρθρωτικές αδυναμίες που εμποδίζουν την ελληνική οικονομία να ευθυγραμμιστεί ουσιαστικά με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Παρά τα θετικά μακροοικονομικά μεγέθη, η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα καθεστώς «διαρκούς αβεβαιότητας» και αστοχιών στρατηγικού σχεδιασμού, που υπονομεύουν τόσο την αναπτυξιακή προοπτική όσο και τη βιωσιμότητα της παραγωγικής βάσης.
Ολόκληρο το άρθρο:
Πριν από λίγες ημέρες κατατέθηκε προς έγκριση το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2026, το οποίο διατηρεί αναλλοίωτες τις κύριες δημοσιονομικές κατευθύνσεις των τελευταίων ετών, συνοδεύοντας αυτές με ένα μίγμα πολιτικών που αποσκοπούν στην τόνωση των επενδύσεων και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Παρά τις θετικές επιδόσεις στο πεδίο μείωσης της ανεργίας (αναμένεται να υποχωρήσει στο 7,8% στο τέλος του έτους) και της αύξησης των φορολογικών εσόδων (σημειώνεται υπερεπίδοση φορολογικών εσόδων 2,3 δις μέσα στο έτος), την οριακή μέριμνα που έχει επιδειχτεί σχετικά με ορισμένες πτυχές της οικονομικής πολιτικής όπως στο στεγαστικό ζήτημα και την ακρίβεια, η εγχώρια οικονομία, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να βρίσκονται σε μια παγίδα διαρκούς αβεβαιότητας, ασταθούς ισορροπίας και αρνητικών προσδοκιών.
Οι παρεμβάσεις για την ακρίβεια είναι εντελώς σημειακές, καθώς δεν επιφέρουν δομικές μεταβολές στο μίγμα κόστους και στα logistics των επιχειρήσεων ώστε να υπάρξει στέρεη αποκλιμάκωση, οι πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί για την πρόσβαση στη στέγαση φαίνεται ότι λειτουργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, διότι δεν αυξάνουν την προσφορά και αξιολογούνται ως too little too late. Tα προγράμματα ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ 1 και 2 περισσότερο τροφοδοτούν ένα κύμα ανατιμήσεων των ενοικίων, παρά εξυπηρετούν την υφιστάμενη ζήτηση νέων ζευγαριών, ενώ τεράστια αναντιστοιχία προκαλούν σε σχέση με τα κόστη που αφορούν την παλαιότητα, το κόστος ανακατασκευής και τις πράσινες παρεμβάσεις για εξοικονόμηση ενέργειας.
Οι παραγωγικοί φορείς από την άλλη συνεχίζουν να θέτουν μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της ισχνής παραγωγικότητας, της ανάγκης παραγωγικών επενδύσεων και της προσέλκυσης προσωπικού υψηλής ειδίκευσης και ενίσχυσης του εξαγωγικού προσανατολισμού. Μάλιστα, οι εργοδοτικοί φορείς αποτάσσονται διακριτικά την πατρότητα της πρόσφατης νομοθετικής ρύθμισης για την εφαρμογή του 13ωρου. Οι μέχρι σήμερα επενδύσεις και επιθετικές εξαγορές στους τομείς real estate, κατασκευών και τουρισμού έχουν εξαντλήσει τα πολλαπλασιαστικά αναπτυξιακά τους όρια, αν και αυτά εξ αρχής είχαν ένα συγκεκριμένο ορίζοντα.
Το Σχέδιο Προϋπολογισμού του 2026 αναγνωρίζει την ανάγκη κάλυψης του επενδυτικού κενού που υπολείπεται από το μέσο όρο της ευρωζώνης και φαίνεται να έχει εναποθέσει τις προσδοκίες σταδιακής προσέγγισης στην αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανθεκτικότητας.
Αντίστοιχα, το καλοκαίρι του τρέχοντος έτους, το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και η τακτική αναθεώρηση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου ανέδειξε ότι σε τεχνοκρατικό επίπεδο τουλάχιστον, ίσως και σε πολιτικό – πάντα υφίσταται μια υστέρηση στη συνειδητοποίηση των αναγκών και τη λήψη αποφάσεων-, η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να συνειδητοποιεί την ανάγκη υποστήριξης των κεντρικών διακηρυκτικών στόχων ως προς την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, την κοινωνική συνοχή και τη στρατηγική της αυτονομία.
Ενώ φαινομενικά, η ελληνική οικονομία διατηρεί έναν ορισμένο βαθμό ανθεκτiκότητας απέναντι σε εξωτερικούς παράγοντες/ σοκ και η δημόσια διαχείριση παραμένει προσηλωμένη στους στόχους της δημοσιονομικής ουδετερότητας και πειθαρχίας, η αναπτυξιακή προοπτική στηρίζεται σε συγκυριακές διεθνείς εξελίξεις και σε μονοδιάστατες πολιτικές προσέλκυσης επενδύσεων. Αντίστοιχα, οι επιμέρους τομεακές πολιτικές δείχνουν να έχουν εξαντλήσει την οικονομική τους δυναμική, καθώς αφορούσαν μονοδιάστατο ορισμένους μόνο κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως η ενέργεια.
Η Ελλάδα παρά το γεγονός ότι επικαλείται συχνά την ανάγκη διατήρησης του ευρωπαϊκού προσανατολισμού, φαίνεται να ακολουθεί με «διαφορά φάσης» τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ενώ αδυνατεί να διαμορφώσει μια εγχώρια ατζέντα οικονομικής πολιτικής σε συνάφεια με τις προτεραιότητες που θέτει η παραγωγική βάση και οι κοινωνικοί φορείς. Επομένως, ενώ διακηρυκτικά η χώρα μας επιλέγει την ευρωπαϊκή κατεύθυνση παραμένει όμηρος των εσωτερικών παθογενειών, τις οποίες δεν υπερέβη τελικά η οικονομική κρίση, σε αντίθεση με τα θρυλούμενα και τους μεταρρυθμιστικούς στόχους.
Είναι αλήθεια άλλωστε ότι η ΕΕ, παρά τη βεβιασμένη και αδόμητη προσέγγιση αναφορικά με τις εξοπλιστικές προτεραιότητες, παρά την αδυναμία της να διαμορφώσει μια στρατηγική επάρκειας στο ενεργειακό πεδίο χωρίς να πλήττονται τα περισσότερο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, και χωρίς να έχει μια συνεκτική ατζέντα διεθνούς πολιτικής που θα υπερέβαινε το «υπερεγώ» του Ντοναλντ Τραμπ, έχει καταφέρει, έστω και έτσι, να διαμορφώσει ένα πλαίσιο δράσεων που αντανακλούν μια ελάχιστη πρόνοια και ενδιαφέρον για τη βιώσιμη ανάπτυξη, για τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές.
Η συνέχιση των δράσεων χρηματοδότησης για τη ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, το γενναίο πρόγραμμα εξοπλισμών που κλείνει βέβαια το μάτι της βιομηχανικής συνεργασίας στην γείτονα Τουρκία, το νέο πρόγραμμα για την Κοινή Αγροτική Πολιτική υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσαν μια χρυσή ευκαιρία για την ελληνική πλευρά ώστε να ξεδιπλώσει τις διπλωματικές αρετές, και να αξιοποιήσει τα γεωοικονομικά και παραγωγικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Δυστυχώς, το εγχώριο περιβάλλον μέσα στο οποίο αντανακλώνται οι ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις δεν είναι ευοίωνο. Προσπαθώντας να βρούμε τη στρατηγική τοποθέτηση της Ελλάδας στο συγκεκριμένο πλαίσιο, φαίνεται ότι ενώ η ρητορική είναι παρόμοια, η γλώσσα προγραμματισμού και δράσεων είναι εντελώς διαφορετική. Παγιδευμένη στις εγχώριες αστοχίες και την αναποτελεσματική κατανομή πόρων, η χώρα μας αδυνατεί να αξιοποιήσει εκείνα τα εργαλεία και τις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής πολιτικής προς όφελος μιας εγχώριας αναπτυξιακής και συλλογικής πορείας.
Η «απρόσεκτη» διαχείριση των πόρων ΟΠΕΚΕΠΕ φαίνεται ότι περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα άντλησης επιπρόσθετων πόρων από την νέα ΚΑΠ (άλλωστε, υπάρχει ορατός κίνδυνος σημαντικών καθυστερήσεων ακόμη και για τους προβλεπόμενους πόρους), το έλλειμμα μιας συνεκτικής εθνικής πολιτικής για την αμυντική βιομηχανία θα μειώσει τη δυνατότητα πρόσβασης στη συμπαραγωγή και την αξιοποίηση των αμυντικών δαπανών για σκοπούς ασφάλειας και διάχυσης της τεχνολογίας σε τομείς καινοτομίας και «κοινωνικής αντιπαροχής» (πχ στην υγεία).
Οι ψηφιακές προκλήσεις αντιμετωπίζονται επίσης ευκαιριακά. Άλλωστε, η ψηφιακή γραφειοκρατία δοκιμάζει τις αντοχές των επιχειρήσεων, ενώ η ολοκλήρωση όλων των κρίσιμων χαρτών και μητρώων κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς. Αυτές οι συνθήκες εντείνουν τον οικονομικό δυισμό μεταξύ επιχειρήσεων και περιφέρειας- αστικών κέντρων.
Παράλληλα, τα προγράμματα για την πράσινη πολιτική και την κυκλική οικονομία βαίνουν ασθμαίνοντας, καθώς από τα εξαγγελθέντα ελάχιστο αριθμός επενδύσεων ή προγραμμάτων υλοποιείται εντός χρονοδιαγράμματος. Το πρόγραμμα Εξοικονομώ 2025 έχει παραπεμφθεί στις καλένδες παρά το παράδοξο της διαθεσιμότητας των πόρων.
Μέσα σε όλα αυτά και παρά τη μικρή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, τα νοικοκυριά συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν απομείωση της αγοραστικής τους δύναμης και οι καθυστερημένες οφειλές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να υπερβούν το φαύλο κύκλο που τις καθιστά λιγότερο παραγωγικές από τους εξωχώριους ανταγωνιστές της, ενώ οι θεσμικές ανεπάρκειες αναδεικνύονται ως καταλύτες που δημιουργούν φυγόκεντρες τάσεις από τις δημοκρατικές αξίες και το συλλογικό καλό.
Αν δεν αναστραφεί αυτό το καθοδικό σπιράλ, η περίφημη ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και την ανθεκτική οικονομία, θα μετατραπεί σε ένα ακόμη στοίχημα για τη πραγματική βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας, την αντοχή της παραγωγικής βάσης και την αξιοπρεπή διαβίωση των Ελλήνων πολιτών, με σαφές αρνητικό πρόσημο για την οικονομική δημοκρατία και το πολιτικό σύστημα.