«Η συζήτηση για τον Άγνωστο Στρατιώτη είναι μια παγίδα της κυβέρνησης. Αντι να συζητούμε ΤΙ ΕΓΙΝΕ, δηλ το φιάσκο της να αποδεχτεί ό,τι αρνούνταν στον απεργό πείνας επί 23 μέρες, το αυτονόητο δικαίωμα του να μάθει για το θάνατο του παιδιού του, συζητάμε ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ το γεγονός. Στο ίδιο το Γεγονός να τους εγκαλεσουμε. Γι αυτό πρέπει να απολογηθούν» αναφέρει σε ανάρτησή του ο Ιστορικός Αντώνης Λιάκος και συμπληρώνει:
Η κυβέρνηση θέλει να αναθέσει τη φύλαξη του Άγνωστου Στρατιώτη στον Στρατό, ώστε να μην γίνεται πεδίο διαμαρτυριών. 1. Το μνημείο είναι εθνικό μνημείο, και όχι στρατιωτικό. 2. Είναι ο ιστορικός χώρος μπρος στο Κοινοβούλιο, και με αυτή την ιδιότητα χρησιμοποιείται. 3. Ως ιστορικός χώρος από την διεκδίκηση Συντάγματος το 1843ως σήμερα αποτελεί τον κατ εξοχην δημόσιο χώρο που εκφράζεται η λαϊκή φωνή (vox populi). 4
Η απόφαση ισοδυναμεί με το να βάλεις τον στρατό αντιμέτωπο με λαϊκές διαμαρτυρίες και εκδηλώσεις. Αυτό που κάνει Τραμπ στην Αμερική, κατεβάζοντας την εθνοφυλακη στις μεγάλες πόλεις και καταγγέλλεται ως δικτατορία. Γι αυτό ΟΧΙ. Να μην τους περάσει. Η μάχη των συμβόλων είναι από τις πιο κρίσιμες σε μια δημοκρατία.
Ο ιστορικός Βαγγέλης Καραμανωλάκης τονίζει σε ανάρτησή του:
Ας ξαναπούμε λοιπόν τα αυτονόητα. Το κάθε μνημείο αποτελεί προϊόν μιας ιστορικής στιγμής. Έτσι και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη σχεδιάστηκε από μια μεσοπολεμική δικτατορία αλλά έγινε σύμβολο της δημοκρατίας, θέλοντας να τιμήσει, όπως και σε όλη την Ευρώπη, τους αφανείς, τους ανώνυμους που χάθηκαν στο μέτωπο. Ήταν ένα μνημείο που ανεγέρθηκε ακριβώς για να υποδεχθεί τα πλήθη, να γίνει χώρος μεγάλων εκδηλώσεων, εξ ου και το μέγεθός και η αρχιτεκτονική του, διάφορη από τα αντίστοιχα μνημεία στη Γαλλία ή στην Μ. Βρετανία.
Και υποδέχθηκε τα πλήθη και στις πλάκες του πάνω έγιναν μεγαλειώδεις τελετές αλλά και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, καθώς το μνημείο, μπροστά στο Κοινοβούλιο έγινε ο χώρος συγκέντρωσης, διαμαρτυρίας και έκφρασης των λαϊκών αιτημάτων. Έτσι συμβαίνει πάντα. Τόποι μνήμης όπως τα μνημεία ενώ φαίνεται να διατηρούν τον αναλλοίωτο χαρακτήρα τους, την ίδια ώρα γίνονται εκφραστές πολλαπλών νοημάτων και αιτημάτων μέσα στη σύνδεσή τους με τη συγκυρία. Και δεν μπορούμε να σκεφτούμε το Μνημείο αποκόβοντάς το από τον χώρο του και τις συνδηλώσεις που αυτός ο χώρος προκαλεί.
Η παρουσία όλες αυτές τις μέρες του Π. Ρούτσι ούτε το μνημείο «μόλυνε», ούτε αλλοίωσε τον χαρακτήρα του. Μιλάμε για ένα μείζον θέμα που συγκλονίζει την ελληνική δημοκρατία και η επίλυσή του συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς. Η επιλογή αυτού του τρόπου διαμαρτυρίας στην οριακότητά της συνδέονταν απόλυτα με την τραγικότητα και το βάρος του αιτήματος.
Δεν με τρόμαξε η παραμονή του απεργού πείνας στον χώρο. Τα μνημεία ζουν πολλές στιγμές διαφορετικές κι έπειτα ξαναγυρνούν θα έλεγε κανείς στην ηρεμία τους. Πιο πολύ με τρομάζει η χθεσινή απόφαση της κυβέρνησης που μοιάζει με επιβολή ποινής εν τέλει στην ίδια την ιστορία του μνημείου. Για όσους και όσες μελετάμε το παρελθόν ξέρουμε ότι οι χρήσεις και οι λειτουργίες των μνημείων δεν καθορίζονται από τις κυβερνητικές αποφάσεις αλλά από τις προσδοκίες και τα όνειρα, τις ανάγκες και τα αιτήματα μιας κοινωνίας. Με αυτή την έννοια μια τέτοια απόφαση αυτή τη στιγμή μάλλον ανοίγει, φοβάμαι, μια νέα σελίδα στην ιστορία του μνημείου παρά την κλείνει.
Ο καθηγητής του ΕΜΠ, Νίκος Μπελαβίλας αναφέρει στην ανάρτησή του:
Για να συνεννοηθούμε: Τα εθνικά μνημεία αποτελούν τα ύψιστα χωρικά σύμβολα των κοινωνιών. Όταν οι κοινωνίες και οι λαοί θέλουν να δηλώσουν, να μνημονεύσουν, να υμνήσουν ή να θρηνήσουν συλλογικά — με ένταση, με βαρύνουσες και εμβληματικές πράξεις — το πράττουν ενώπιον τους. αναφέρονται σε αυτά.
Αυτή είναι η Βαστίλλη, αυτή η Κόκκινη Πλατεία, η Πλατεία Ταχρίρ, η Τιεν Αν Μεν, η Τραφάλγκαρ Σκουέαρ· σχεδόν όλες, μα όλες, οι μεγάλες πλατείες της Ευρώπης και της Αμερικής.
Είναι στον γενετικό κώδικα των πόλεων: οι μεγάλες πλατείες των αστικών συγκεντρώσεων να ταυτίζονται, πολλές φορές, με το μνημείο της πόλης ή να βρίσκονται δίπλα του.
Ο κύριος τόπος συγκέντρωσης του λαού της Κωνσταντινούπολης υπήρξε ο Ιππόδρομος, και δίπλα του το κορυφαίο ιερό τοπόσημο της Αυτοκρατορίας — η Αγία Σοφία. Εκεί ξέσπασε η Στάση του Νίκα. Το ίδιο συνέβη στη Βενετία, με την πλατεία του Σαν Μάρκο, τον ναό και το δουκικό παλάτι, στις μεσαιωνικές και αναγεννησιακές πλατείες. Μπορώ να συνεχίσω με άπειρα παραδείγματα. Αυτές οι πλατείες, με τα μνημεία τους, υπήρξαν — και παραμένουν — οι ισχυροί αστικοί πυκνωτές των πόλεων, αρχαίων και σύγχρονων. Και δεν φαίνεται πως θα πάψουν να είναι.
Πίσω στην Αθήνα: Η πρώτη πλατεία της πόλης, η Πλατεία των Ανακτόρων, είχε ως κορυφαίο σύμβολο τα ίδια τα Ανάκτορα του Όθωνα. Στο σχεδόν αδιαμόρφωτο ακόμη πλάτωμά της ξέσπασε η Επανάσταση για το Σύνταγμα στις 3 Σεπτεμβρίου 1843. Έτσι γεννήθηκε η Πλατεία Συντάγματος.
Ένα μεγάλο τμήμα του χώρου της είναι αφιερωμένο, εδώ και σχεδόν έναν αιώνα — από το 1932 — στον Άγνωστο Στρατιώτη. Τότε, η Πλατεία Συντάγματος δεν είχε ακόμη αποκτήσει τους συμβολισμούς που φέρει σήμερα. Τους απέκτησε με την Απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του 1944, με τα ματωμένα Δεκεμβριανά, με τα δίσεχτα χρόνια των Ιουλιανών και της Αποστασίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί ακριβώς έστησαν τα τεθωρακισμένα τους οι δικτάτορες στις 21 Απριλίου 1967, κι εκεί γιόρτασαν οι Αθηναίοι το τέλος τους, υποδεχόμενοι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 24 Ιουλίου 1974. Εκεί σκοτώθηκαν ο Κουμής και η Κανελλοπούλου από τα αφιονισμένα ΜΑΤ στη διαδήλωση του Νοέμβρη του 1980. Εκεί στήθηκαν οι μεγάλες νικητήριες συγκεντρώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 και το 1985. Εκεί τα μεγάλα εργατικά και εκπαιδευτικά συλλαλητήρια, οι φοιτητικές διαδηλώσεις του Νόμου 815 (1979) και του Άρθρου 16 (2007).
Από το μαθητικό ξέσπασμα του Δεκέμβρη του 2008 για τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, έως τις Πλατείες του 2011, από το Δημοψήφισμα του 2015 έως τα Τέμπη του 2025, η Πλατεία Συντάγματος συνέχισε να είναι το συλλογικό βήμα της Δημοκρατίας. Ο τόπος συνάθροισης του αθηναϊκού λαού — άλλοτε ειρηνικά, άλλοτε βίαια· άλλοτε για καλό, άλλοτε για κακό· άλλοτε για να διεκδικήσει, άλλοτε για να συγκρουστεί.
Εδώ και πολλά χρόνια, η Πλατεία Συντάγματος δύο φορές τον χρόνο — 25 Μαρτίου και 28 Οκτωβρίου — ανήκει στην εξουσία, η οποία από την υπερυψωμένη εξέδρα της παρακολουθεί τις παρελάσεις στρατού και μαθητών. Ο «λαός» στα πεζοδρόμια πίσω από κορδόνια ασφαλείας.
Μόνο αυτές τις δύο ημέρες η πλατεία αποστειρώνεται· ανήκει στους κοσμικούς και θρησκευτικούς ηγέτες της χώρας. Ενίοτε και σε ολιγόλεπτες επισκέψεις ξένων ηγετών. Όλες τις άλλες ημέρες ανήκει σε όλους — με το Μνημείο άσβεστο και αβεβήλωτο.
Με εξαιρέσεις, όπως πάντα: ανεγκέφαλους ή εντεταλμένους που κάποτε επιχειρούν να το βανδαλίσουν.
Μα ποιος δεν τους θυμάται — όπως και ποιος δεν θυμάται, επίσης, τους γέροντες σταυραετούς της Εθνικής Αντίστασης, τους ζώντες τότε θρύλους της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μανώλη Γλέζο, αγκαλιασμένους, να δέχονται τα χτυπήματα των βέβηλων κρανοφόρων της αστυνομίας, στις 12 Μαρτίου του 2012, ενώπιον του Άγνωστου Στρατιώτη. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τα περί βεβηλώσεων·
ας τελειώνουμε με τους βέβηλους — όχι με την Πλατεία Συντάγματος.
ΥΓ. Δύο εξαιρετικοί ιστορικοί, ο Antonis Liakos και ο Vangelis Karamanolakis, έχουν ήδη γράψει πολύ καλύτερα από εμένα για το τι σημαίνει να φυλάει ο στρατός το λίκνο της Δημοκρατίας. Το μόνο που αξίζει να συμπληρωθεί είναι το εξής:
Όποιος το σκέφτηκε, δεν έχει ιδέα ούτε από Ιστορία, ούτε από το τι σημαίνει κοινωνία και πολιτική. Τέτοιες «εξυπνάδες» τις λένε, κατά κανόνα, όσοι έχουν χάσει πλήρως την επαφή με την κοινωνία — βασιλείς και δικτάτορες στις τελευταίες ημέρες της δόξας τους.