Η σταθεροποίηση μετά την καταιγίδα
Μετά από τρία χρόνια έντονων αναταράξεων, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα επιστρέφουν στα επίπεδα πριν από την ενεργειακή κρίση. Τόσο στη λιανική όσο και στη χονδρική αγορά, η αποκλιμάκωση των τιμών αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι οι τιμές του φυσικού αερίου και των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα (CO₂) παραμένουν σημαντικά υψηλότερες από ό,τι στο πρώτο εξάμηνο του 2021.
Η σταθεροποίηση αυτή δεν είναι τυχαία· αποτυπώνει την ωρίμανση της αγοράς ενέργειας, τη δυναμική διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα του συστήματος ύστερα από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η έκρηξη των διεθνών τιμών ενέργειας.
Η Ελλάδα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
Η σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφέρει μια ενδιαφέρουσα οπτική. Παρά τη μικρή εγχώρια αγορά και τις γνωστές δομικές αδυναμίες του ελληνικού ενεργειακού συστήματος, η χώρα βρίσκεται σταθερά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τιμών λιανικής. Μεσοσταθμικά, η Ελλάδα κατατάσσεται 16η ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη, ενώ από τον Ιανουάριο του 2024 και μετά έχει βρεθεί συχνά σε ακόμα χαμηλότερες θέσεις.
Η εικόνα αυτή αποδίδεται σε μια σειρά παραγόντων: στη μείωση του κόστους παραγωγής μέσω των ΑΠΕ, στη σταθερότητα των ρυθμιζόμενων τιμολογίων, αλλά και στις παρεμβάσεις της πολιτείας και των παρόχων κατά την περίοδο της κρίσης, που περιόρισαν το πλήγμα στους καταναλωτές.
Οι τιμές της ΔΕΗ και η προστασία των νοικοκυριών
Ενδεικτικό παράδειγμα της αποκλιμάκωσης αποτελεί το πράσινο τιμολόγιο Γ1 της ΔΕΗ, που σήμερα διαμορφώνεται στα 0,129 ευρώ ανά κιλοβατώρα, έναντι 0,11 ευρώ πριν από την κρίση. Στην κορύφωση της ενεργειακής αναταραχής, η τιμή είχε εκτοξευθεί στα 7,9 ευρώ ανά κιλοβατώρα — επίπεδο που ωστόσο δεν μεταφέρθηκε ποτέ στους τελικούς καταναλωτές.
Η συγκράτηση των αυξήσεων οφείλεται τόσο στα μέτρα στήριξης που υιοθέτησε η κυβέρνηση όσο και στην πολιτική απορρόφησης των ανατιμήσεων από τη ΔΕΗ, η οποία δαπάνησε 2,4 δισ. ευρώ σε εκπτώσεις και ρυθμίσεις, προκειμένου να μετριάσει τον αντίκτυπο στα νοικοκυριά.
Η χονδρική αγορά επιστρέφει στην «κανονικότητα»
Παράλληλα, οι τιμές χονδρικής στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας κυμαίνονται πλέον στα επίπεδα του πρώτου εξαμήνου του 2021, μεταξύ 70 και 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Η εξέλιξη αυτή είναι αξιοσημείωτη, καθώς συμβαδίζει με υψηλότερες διεθνείς τιμές φυσικού αερίου και CO₂.
Καθοριστικός παράγοντας για αυτή τη θετική τάση υπήρξε η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Η αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ κατά 14 τεραβατώρα (TWh) από το 2019 έως σήμερα εκτιμάται ότι οδήγησε σε μείωση της τιμής χονδρικής κατά περίπου 31 ευρώ/MWh. Η απεξάρτηση από τη λιγνιτική παραγωγή, η οποία επιβαρύνεται από τα δικαιώματα εκπομπών, λειτούργησε επίσης καθοριστικά στη μείωση του κόστους.
Η σημασία των ΑΠΕ και των υποδομών αποθήκευσης
Η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει δείξει ότι η μαζική ένταξη των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα δεν αρκεί από μόνη της για να διασφαλίσει σταθερότητα τιμών. Η επάρκεια αποθήκευσης ενέργειας, η αναβάθμιση των δικτύων μεταφοράς και η ευελιξία στη διαχείριση της ζήτησης αποτελούν τους κρίσιμους πυλώνες για τη διατήρηση των σημερινών θετικών τάσεων.
Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα σε αυτό το πεδίο, με την προώθηση νέων έργων αποθήκευσης και τη βελτίωση των διασυνδέσεων με γειτονικά δίκτυα, γεγονός που ενισχύει την ανθεκτικότητα του συστήματος σε εποχικές διακυμάνσεις.
Προοπτικές και αβεβαιότητες
Οι ειδικοί της αγοράς ενέργειας επισημαίνουν ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να εμφανίζουν διακυμάνσεις, ανάλογα με την εποχή, την ώρα της ημέρας και τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές. Ωστόσο, εφόσον δεν υπάρξουν νέες γεωπολιτικές αναταράξεις και συνεχιστεί η πράσινη μετάβαση με επενδύσεις σε ΑΠΕ και αποθήκευση, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η αποκλιμάκωση θα εδραιωθεί.
Μετά από μια περίοδο ακραίας αστάθειας, η επιστροφή σε προ κρίσης επίπεδα δεν είναι μόνο ζήτημα αριθμών· είναι ένδειξη μιας βαθύτερης μεταμόρφωσης της ελληνικής αγοράς ενέργειας — μιας αγοράς πιο ώριμης, πιο ανθεκτικής και περισσότερο συνδεδεμένης με το μέλλον της πράσινης ανάπτυξης.