Επτά χρόνια μετά την έξοδο από τα μνημόνια, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει ανάκαμψη σε επίπεδο ΑΕΠ, δημοσίου χρέους και επενδύσεων, ωστόσο οι πολίτες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλή φορολογία, αρνητική αποταμίευση και περιορισμένη αγοραστική δύναμη.
Η περίοδος Αυγούστου 2018 – Αυγούστου 2025 σηματοδοτεί επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με εξαίρεση τα έτη της πανδημίας. Η ανάκαμψη υποστηρίχθηκε από:
- Μείωση της άμεσης φορολογίας εισοδήματος, επιχειρήσεων και περιουσιών.
- Αύξηση κατώτατου μισθού και επαναφορά των αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις.
- Κατάργηση επαχθών μνημονιακών φόρων, όπως η ειδική εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος.
- Αρση των περιορισμών κεφαλαίων (capital controls).
Σημαντικά μέτρα περιλάμβαναν τη μείωση του κατώτατου συντελεστή εισοδήματος από 22% σε 9%, αύξηση των αφορολόγητων ορίων για οικογένειες με παιδιά, μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, καθώς και μηδενισμό φόρων γονικών παροχών και δωρεών μέχρι 800.000 ευρώ.
Αρνητικές εξελίξεις: Υψηλή έμμεση φορολογία και επιβάρυνση πολιτών
Παρά την έξοδο από τα μνημόνια, οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ (13% και 24%) και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στα καύσιμα παρέμειναν αμετάβλητοι, ενώ η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων από το 2021 και η επιβολή αντικειμενικών κριτηρίων φορολόγησης το 2023 αύξησαν σημαντικά τα φορολογικά βάρη για εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες.
Τα έσοδα από τους φόρους εισοδήματος και τους έμμεσους φόρους αυξήθηκαν κατά 7,7 και 8,1 δισ. ευρώ αντίστοιχα, υπογραμμίζοντας την ανισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής ανάκαμψης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου.
Το στοίχημα του δημόσιου χρέους
Η ρύθμιση του 2018 αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την αποκλιμάκωση του χρέους, με μέτρα όπως:
- Επιμήκυνση των δανείων και αναβολή καταβολών κεφαλαίου.
- Επιστροφή των κερδών των κεντρικών ευρωπαϊκών τραπεζών (ANFA και SMP).
- Στόχευση μεσοπρόθεσμων χρηματοδοτικών αναγκών κάτω του 15%-20% του ΑΕΠ.
- Μακροπρόθεσμη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων κατά μέσο όρο 2,2% του ΑΕΠ έως το 2060.
Η ρύθμιση διασφάλισε μεσοπρόθεσμα χαμηλότερο κόστος δανεισμού και ενίσχυσε τη σταθερότητα των δημοσιονομικών της χώρας.
Επενδύσεις και αρνητική αποταμίευση
Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε από 10,7% το 2019 σε 14,7% το 2024, ενισχυόμενος από κοινοτικά προγράμματα, δάνεια και ξένες επενδύσεις. Ωστόσο, εξακολουθεί να απέχει από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (πάνω από 20%).
Η εθνική αποταμίευση παραμένει χαμηλή (9,9% του ΑΕΠ το 2024) και η αποταμίευση των νοικοκυριών αρνητική (-2,5%), σε αντίθεση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (15,3%).
Αγοραστική δύναμη σε χαμηλά επίπεδα
Παρά την ανάπτυξη, η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων παραμένει περιορισμένη, υπολείπεται κατά 30% του μέσου όρου της Ε.Ε., κατατάσσοντας τη χώρα στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.