Λιγότερα αλλά ισχυρότερα τμήματα προκρίνουν οι πρυτάνεις, για να αντιμετωπίσουν τους μειούμενους αριθμούς εισακτέων.
Την αναδιάταξη του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – ενδεικτικά με αλλαγές σε ξεπερασμένα αντικείμενα σπουδών – και τον επανασχεδιασμό της στρατηγικής των ιδρυμάτων θέτουν επί τάπητος οι πρυτάνεις των ελληνικών ΑΕΙ.
Κι αυτό διότι λόγω του δημογραφικού προβλήματος της χώρας και της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) τα ΑΕΙ «αδειάζουν», με το πρόβλημα να γίνεται οξύτερο το 2026. Οι τόνοι των πρυτάνεων που μίλησαν στην «Καθημερινή» είναι δραματικοί, ζητώντας διάλογο από την Πολιτεία και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Το πρόβλημα θα είναι οξύτερο στα περιφερειακά ιδρύματα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2008 πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης οι γεννήσεις ανήλθαν σε 118.302. Από το 2009 ο αριθμός των γεννήσεων άρχισε να μειώνεται κάθετα, σε συνδυασμό και με την εξωτερική μετανάστευση είτε Ελλήνων, κυρίως νέων και σε αναπαραγωγική ηλικία, είτε μεταναστών που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα, το 2020 οι γεννήσεις στην Ελλάδα έφτασαν τις 84.764. Το 2022 και το 2023 οι γεννήσεις σημείωσαν περαιτέρω μείωση, σε 76.095 και 71.455, ενώ το 2024 ήταν 62.500.
Λόγω της δημογραφικής καθίζησης, τα τελευταία χρόνια μειώνεται – κάθε χρόνο όλο και περισσότερο – ο συνολικός αριθμός των μαθητών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οδηγώντας σε κατάργηση χιλιάδων τμημάτων και σχολικών μονάδων, όχι μόνο σε απομακρυσμένες περιοχές, αλλά και στα αστικά κέντρα των μεγαλύτερων πόλεων. Από το 2026 η δημογραφική καθίζηση θα εκβάλει πλέον και στην ανώτατη εκπαίδευση, καθώς ολοκληρώνουν το Λύκειο οι μαθητές που γεννήθηκαν κατά την έναρξη της κρίσης το 2009-2010.
Η υπογεννητικότητα μετατρέπεται σε εφιάλτη για την ελληνική κοινωνία: οι σχολικές αίθουσες αδειάζουν, οι τάξεις μειώνονται δραματικά, και ο πληθυσμός γερνά με ταχύτερο ρυθμό από ποτέ. Η Ελλάδα εισέρχεται σε μια δημογραφική κρίση που δεν αφορά μόνο αριθμούς, αλλά ολόκληρες γενιές παιδιών που «εξαφανίζονται».
Το 2010, 115.000 παιδιά γράφτηκαν στην Α΄ Δημοτικού. Τον Σεπτέμβριο του 2025, ο αριθμός αυτός περιορίζεται σε 71.181, με αποτέλεσμα η χώρα να έχει χάσει μέσα σε 15 χρόνια 1.760 ολόκληρες σχολικές τάξεις. Η πτώση είναι αμείλικτη: μόνο από τη γενιά των «πρωτάκιων» του 2019, 12.575 παιδιά δεν έφτασαν καν στο σχολείο, καταγράφοντας ποσοστό σχολικής διαρροής της τάξης του 15%.
Οι συνέπειες επεκτείνονται και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση: μέχρι το 2035, εκτιμάται ότι ο αριθμός των μαθητών θα μειωθεί από 1,5 εκατομμύριο σε 1,05 εκατομμύριο, με ορισμένες περιοχές της υπαίθρου να βλέπουν τα σχολεία τους να ερημώνουν και να κλείνουν.
Το «μαύρο» 2024 και η αναλογία γέννησης-θανάτου
Το 2024 καταγράφηκαν μόλις 69.675 γεννήσεις, ενώ οι θάνατοι έφτασαν τους 128.259, σηματοδοτώντας την πιο δυσμενή αναλογία στην ιστορία: μία γέννηση για 1,8 θανάτους. Ο πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ επισημαίνει πως η μείωση των μαθητών επηρεάζει ήδη τη λειτουργία των σχολείων, με πολλές σχολικές μονάδες να χρησιμοποιούνται πλέον μόνο ως εκλογικά κέντρα.
Παράλληλα, οι Διευθυντές εκπέμπουν SOS για την αύξηση παιδιών με ειδικές ανάγκες και την αδυναμία των σχολείων να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους, γεγονός που επιτείνει την κρίση.
Διεθνείς συγκρίσεις: η Ελλάδα σε δυσμενή θέση
Η Ελλάδα καταγράφει από τα χαμηλότερα επίπεδα γονιμότητας στην Ευρώπη (TFR 1,3) και από τα υψηλότερα ποσοστά γήρανσης (23% άνω των 65). Το ακαθάριστο ποσοστό γεννήσεων φτάνει μόλις 6,9‰, ενώ οι θάνατοι αγγίζουν το 12‰, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο 8,2‰ και 10,8‰ αντίστοιχα.
Σύγκριση με άλλες χώρες δείχνει ότι μόνο η Ιταλία και η Ισπανία έχουν χαμηλότερο TFR (~1,2), ενώ η Γαλλία (~1,8) διατηρεί τη σχετική πρωτοκαθεδρία. Ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι χωρίς εισροή μεταναστών, πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα δουν σημαντική συρρίκνωση του πληθυσμού τους, με την Ελλάδα να αντιμετωπίζει ήδη γρήγορη μείωση των νέων και συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού.
Προβλέψεις μέχρι το 2050: γήρανση και συρρίκνωση
Η ΕΛΣΤΑΤ και ο ΟΗΕ προβλέπουν ότι ο ελληνικός πληθυσμός θα μειωθεί από τα ~10,5 εκατ. σήμερα σε περίπου 9,2 εκατ. έως το 2050, με τα ποσοστά άνω των 65 να ξεπερνούν το 36%. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων θα υπερβεί το 60%, ενώ οι εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο θα μειωθούν σε 1,25–1,30 από 1,7 σήμερα.
Οι προβλέψεις αυτές συνοδεύονται από αυξημένες πιέσεις στο κοινωνικό και οικονομικό σύστημα, με μείωση του ΑΕΠ κατά 31% να προδιαγράφεται παράλληλα με τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού.
Μια αθόρυβη κρίση με βαθιές επιπτώσεις
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δημογραφική κρίση που ξεπερνά την απλή μείωση των γεννήσεων. Τα κενά θρανία δεν είναι μόνο στατιστικά στοιχεία, αλλά δείκτες μιας κοινωνίας που γερνά και συρρικνώνεται. Η επόμενη δεκαετία θα κρίνει αν οι «χαμένες γενιές» θα γίνουν μόνιμη πραγματικότητα, επηρεάζοντας την εκπαίδευση, την οικονομία και το μέλλον ολόκληρης της χώρας.