Η ίαση με τη βοήθεια του νερού είναι μια αρχαία πρακτική, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λατρεία του Ασκληπιού. Στα ύδατα της Στυγός βύθισε η Θέτις τον μικρό Αχιλλέα για να τον κάνει άτρωτο. Ο μύθος αυτός φανερώνει την πίστη των αρχαίων στη θεραπευτική δύναμη του νερού και ιδιαίτερα αυτού που περιέχει μεταλλικά και άλλα στοιχεία, που το καθιστούν «ιαματικό».
Γράφει η Αφροδίτη Καμάρα*
Η Ελλάδα διαθέτει πάνω από 750 θερμές αναβλύσεις. Από αυτές, οι 84 είναι αναγνωρισμένες επίσημα από το Ελληνικό κράτος και οι 32 από αυτές συνδυάζονται με υποδομές θερμαλιστικού τουρισμού. Ωστόσο, αν και διεθνώς ο θερμαλισμός είναι μια πρακτική που ανθεί κυρίως για την ευεξία που προσφέρει, στη χώρα μας πολλές λουτροπόλεις και θερμαλιστικές υποδομές αγωνιούν για το μέλλον και κλείνουν ή υπολειτουργούν.
Σύντομο ιστορικό του ελληνικού θερμαλισμού
Οι θερμές πηγές του ελλαδικού χώρου, γνωστές και, ορισμένες από αυτές, αναδεδειγμένες ήδη από τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, αποτέλεσαν το επίκεντρο τουριστικής δραστηριότητας ήδη από την οθωμανική περίοδο. Ο οθωμανός περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή, ταξιδεύοντας στη Μακεδονία, επισκέφθηκε τα ιαματικά λουτρά της Βόλβης, όπου και σήμερα σώζεται το οκτάπλευρό οθωμανικό λουτρό. Την ίδια περίπου εποχή, στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, δύο Θεσσαλοί αποφάσισαν να αξιοποιήσουν τις θερμές πηγές στο Σμόκοβο, κοντά στους Σοφάδες, δημιουργώντας υποδομές στην δασώδη περιοχή. Τις υποδομές αυτές αξιοποίησε αργότερα ο Αλή Πασάς, που έπασχε από ποδάγρα και αναζητούσε ανακούφιση στις θερμές πηγές εκεί αλλά και στην Πρέβεζα, όπου επίσης δημιούργησε λουτροθεραπευτήριο.
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και συγκεκριμένα την περίοδο του Όθωνα, έγιναν συστηματικές αναλύσεις των ιαματικών πόρων της Ελλάδας προκειμένου να προσδιοριστεί η καταλληλότητά τους για χρήση από τη βασίλισσα Αμαλία, που αδυνατούσε να τεκνοποιήσει. Έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο ευρωπαϊκού τύπου λουτροθεραπευτήριο στην Κύθνο, ενώ τα αποτελέσματα των ερευνών δημοσιεύθηκαν από τον Ξαβιέ Λάντερερ και τους μαθητές του. Προς τα τέλη του 19ου και ιδιαίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε η αξιοποίηση και άλλων πηγών: η Αιδηψός και τα Μέθανα αποκτούν τα πρώτα θερμαλιστικά ξενοδοχεία, ακολουθούμενα, τη δεκαετία του 1920, από τον Λαγκαδά στη Μακεδονία, τον Καϊάφα στην Ηλεία, το Λουτράκι στην Κορινθία, την Υπάτη στη Φθιώτιδα. Ο θερμαλισμός εξελίσσεται στην πρώτη μορφή τουρισμού (μετά τον προσκυνηματικό) και μάλιστα, σύντομα, σε συνώνυμο του κοσμοπολιτισμού, αφού στις λουτροπόλεις συρρέουν αστοί που συνδυάζουν τη λουτροθεραπεία με διασκεδάσεις. Η παράδοση του ιαματικού τουρισμού μάλιστα είναι τόσο εδραιωμένη, ώστε είναι η πρώτη μορφή τουρισμού που ενισχύεται στο πλαίσιο της οικονομικής επανεκκίνησης της Ελλάδας μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό την αιγίδα του νεοσύστατου ΕΟΤ.
Άνοδος και πτώση
Η ανοδική πορεία του ελληνικού θερμαλισμού είναι διαρκής κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960, με την ανάπτυξη και νέων κέντρων όπως τα Καμμένα Βούρλα, το Πλατύστομο, το Σμόκοβο, ο Αμάραντος, η Αμμουδάρα, η Γενησαία, η Ικαρία, η Καλλιθέα της Ρόδου κ.ά. Επενδύσεις σε ξενοδοχειακές υποδομές περιβάλλουν τον ιαματικό πόρο, που παραμένει δημόσιος, στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι λουτροπόλεις ξαναγίνονται σύμβολα κοσμοπολιτισμού και ευεξίας, πρωταγωνιστώντας ακόμη και σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Γύρω τους αναπτύσσεται μια ολόκληρη οικονομία μικρής κλίμακας: εστιατόρια, ενοικιαζόμενα δωμάτια για τα χαμηλότερα βαλάντια, τουριστικά περίπτερα και καταστήματα τουριστικών ειδών είναι από τις συνηθέστερες επιχειρήσεις. Η Αιδηψός, το Λουτράκι και τα Καμένα Βούρλα προσελκύουν την πλειονότητα των επισκεπτών, κυρίως Αθηναίων και κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων. Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό, ο τουρισμός αυτός παραμένει εγχώριος, παρά τις ξενόγλωσσες διαφημίσεις του ΕΟΤ. Ο ελληνικός θερμαλισμός δεν θα γίνει ποτέ πραγματικά διεθνής, όπως συνέβη με τα μεγάλα κέντρα της Βουδαπέστης, του Βισύ, του Μπάντεν Μπάντεν ή του Μπαθ.
Η δεκαετία του 1970 θα προβάλει νέα τουριστικά πρότυπα και η αυτοκίνηση θα δώσει τη δυνατότητα σε ολοένα και περισσότερους Έλληνες να περιηγηθούν την Ελλάδα δημιουργώντας νέους τουριστικούς προορισμούς, συνδεδεμένους με το δίπολο «ήλιος και θάλασσα». Αυτό θα είναι το νέο, ακαταμάχητο μοντέλο για Έλληνες και ξένους τουρίστες, που θα αποθεώσουν τις Κυκλάδες, την Κρήτη και τα Ιόνια Νησιά. Οι λουτροπόλεις μπαίνουν σε μια φάση στασιμότητας, αποκτώντας σταδιακά το χαρακτήρα κέντρων ιατρικού τουρισμού, με ελάχιστη παραμονή τις 10 ημέρες, προκειμένου η λουτροθεραπεία να αποδώσει καρπούς. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η κατάσταση αυτή θα παγιωθεί και θα ενισχυθεί με την επιδοματική πολιτική προς συνταξιούχους, οι οποίοι λαμβάνουν κουπόνια οικονομικής ενίσχυσης προκειμένου να κάνουν «τα μπάνια» τους. Η επιδοματική αυτή πολιτική εξασφάλιζε στους επιχειρηματίες του ιαματικού τουρισμού μια σταθερή, αν και χαμηλής αγοραστικής δύναμης πελατεία, χωρίς πολλές απαιτήσεις τουριστικών υποδομών. Παρά την περιστασιακή ανοικοδόμηση ή ανακαίνιση ξενοδοχειακών και λουτρικών υποδομών, οι λουτροπόλεις χάνουν σταδιακά τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Η χαριστική βολή θα έρθει με την κρίση του 2010, όταν τα επιδόματα θα περιοριστούν δραματικά. Οι ιαματικές πηγές που διαχειριζόταν ο ΕΟΤ θα περάσουν στα χέρια της Εταιρίας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ) με σκοπό να εξυγιανθούν και να αναζητηθούν επενδυτές, στην ουσία όμως θα κλείσουν ή θα υπολειτουργούν. Άλλες πηγές θα επιστρέψουν στην άμεση διαχείριση των δήμων και κάποιες, όπως των Καμμένων Βούρλων, θα συμπεριληφθούν σε μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, διατηρώντας όμως ειδική τιμολογιακή πολιτική για να διευκολύνουν την πρόσβαση και χαμηλοσυνταξιούχων ή ντόπιων.
Ο μετασχηματισμός του ιαματικού τουρισμού
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 το Ελληνικό κράτος μετά από παροτρύνσεις του Συνδέσμου Δήμων Ιαματικών Πηγών Ελλάδας ξεκίνησε μία διαδικασία ανα-αδειοδότησης των ιαματικών φυσικών πόρων προκειμένου να αποδειχθούν «επιστημονικά» οι ιαματικές ιδιότητες της κάθε πηγής, μια διαδικασία που αποδείχθηκε γραφειοκρατική και δύσκολη ενώ προσέθεσε περαιτέρω λειτουργικά κόστη σε μία εποχή που η αγορά του ιαματικού τουρισμού άλλαξε παγκόσμια.
Τα επόμενα χρόνια, ο Σύνδεσμος ξεκίνησε μια προσπάθεια προσέγγισης των νέων τάσεων της αγοράς και της κάλυψης αναγκών νέων target groups που θα είχε σαν αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό του ιαματικού τουρισμού σε τουρισμό ευεξίας, με περιορισμό των απαιτήσεων για ιατρικές εξετάσεις πριν τις λούσεις, και ενίσχυση των συνοδευτικών υπηρεσιών στα κέντρα λουτροθεραπείας (μασάζ, περιποίηση σώματος και προσώπου, sauna, steam baths, πολιτιστικές και φυσικές δραστηριότητες κλπ). Η προσπάθεια απαιτεί τον μετασχηματισμό των υποδομών των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης ιαματικών πηγών, του management και των θερμαλιστικών υπηρεσιών και εν γένει του concept σε κάτι πιο φιλικό στον σύγχρονο χρήστη που δεν έχει 15 ή 20 ημέρες για να δαπανήσει σε μία ιαματική πηγή αλλά μόνο 1 ή 2 ημέρες. Η συμμετοχή του ΣΔΙΠΕ καθώς και μεμονωμένων ιστορικών λουτροπόλεων της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Διαδρομή του Θερμαλισμού European Historic Thermal Towns Association (ΕΗΤΤΑ) αποτέλεσε μια σημαντική δράση εξωστρέφειας που τόνωσε το προφίλ του ελληνικού ιαματικού τουρισμού διεθνώς.
Προκλήσεις για το μέλλον
Παρά τα σημαντικά επιτεύγματα και τα βήματα που έχει κάνει ο ελληνικός θερμαλιστικός τουρισμός τα τελευταία χρόνια, παρά το γεγονός ότι αρκετές λουτροπόλεις βρίσκονται σε τροχιά ανάπτυξης με μεγάλη πλέον επισκεψιμότητα (Λουτρά Αλμωπίας – Πόζαρ, Αιδηψός, Κρηνίδες, Λουτράκι, Αγία Παρασκευή στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, Κόλπος Γέρας στη Λέσβο), το στοίχημα δεν έχει κερδηθεί ακόμη. Απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις στις λουτρικές εγκαταστάσεις, κάτι που είναι εφικτό μόνο με παραχώρηση δικαιωμάτων στον ιαματικό πόρο (ενοικίαση) ή με Συνεργασία Δημόσιου-Ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ). Λουτροπόλεις όπως η Απολλωνία στη Βόλβη, ο Καϊάφας στην Ηλεία και το Πλατύστομο στη Φθιώτιδα πρέπει να επαναλειτουργήσουν, ενώ άλλες, όπως το Σμόκοβο, η Νίσυρος, η Ικαρία, η Υπάτη κ.ά. πρέπει να εκσυγχρονιστούν και να πλαισιωθούν από οργανωμένες δραστηριότητες, ώστε να προσελκύουν επισκέπτες για περισσότερες ημέρες διαμονής. Η πρόσφατη μεγάλη επένδυση ξένου επενδυτή στα ιστορικά λουτρά της Κύθνου ίσως αποτελέσει έναυσμα και για άλλες ανάλογες επενδύσεις. Ωστόσο, η ισορροπία ανάμεσα στην επένδυση και τη διατήρηση του κυριαρχικού δικαιώματος επί του ιαματικού πόρου είναι ευαίσθητη και πρέπει να διαφυλαχθεί και με κρατικές ενισχύσεις από το ταμείο ανάκαμψης ή μέσα από άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία. Ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και δύσβατος, ιδιαίτερα λόγω των γραφειοκρατικών πιέσεων. Όμως το τοπίο είναι πιο αισιόδοξο από ό,τι πριν μια δεκαετία.



*Αφροδίτη Καμάρα, Ιστορικός- Σύμβουλος Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Time Heritage