Αν η κυβέρνηση θέλει πραγματικά να φτάσει «στη ρίζα των παθογενειών» του ΟΠΕΚΕΠΕ, τότε θα πρέπει να ψάξει πολύ πιο πίσω από το 1998: Στα βουνά, τις στάνες και τα κουδούνια της δεκαετίας του ’30.
Του Ανατρεπτικού
Η Νέα Δημοκρατία πρότεινε τη συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ από το 1998, με στόχο –όπως λέει το Μέγαρο Μαξίμου– «την κάθαρση, τη διαφάνεια και τη θεσμική κάλυψη όλων των παθογενειών». Πολύ ωραία. Αλλά το 1998; Μα είναι δυνατόν; Όλοι ξέρουμε ότι το σκάνδαλο ξεκινάει από πολύ πιο παλιά. Μην κοιτάμε που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία λόγω άγνοιας το ψάχνει από το 2019 και μετά. Εχει ακούσει ποτέ η (ξένη) Εισαγγελέας τον “Τσοπανάκο” με τον οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές Ελλήνων; Όχι βέβαια!
Το AnatropiNews εισηγείται σοβαρά και υπεύθυνα και με επιχειρήματα να ξεκινήσει η εξεταστική από το 1938. Και ιδού το αποδεικτικό υλικό.
Ο Τσοπανάκος, η ραδιοφωνία και η ύποπτη… επιλεξιμότητα
Το 1938, την 25η Μαρτίου, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών έκανε την πρώτη του μετάδοση με μουσικό σήμα εμπνευσμένο από το παραδοσιακό τραγούδι «Τσοπανάκος ήμουνα». Το κομμάτι, σε διασκευή του Νίκου Ρέλλια, ακούστηκε για πρώτη φορά με κουδούνες προβάτων και φλάουτο. Δεν θέλουμε να υπαινιχθούμε τίποτα, αλλά από εκείνη τη στιγμή ξεκινά η οργανωμένη καμπάνια εξιδανίκευσης της ελληνικής κτηνοτροφίας αλλά και του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας που διατηρούμε μέχρι και σήμερα.
Ο Τσοπανάκος του τραγουδιού μας λέει ότι «δεν φύλαγε πολλά [προβατάκια], καμιά πεντακοσαριά». Το λες και ένα πρώτο παράδειγμα δικαιούχου άμεσων ενισχύσεων με… ένα ΑΦΜ; Τι; Δεν υπήρχαν ΑΦΜ τότε; Τόσο το χειρότερο! Το τραγούδι αναφέρεται ξεκάθαρα σε πρόβατα (που δεν τα βλέπει κανείς), σε φούντες (;) στα τσαρούχια (πολυτελή είδη ένδυσης της εποχής, κάτι σαν τα σημερινά “Καγιέν”), σε περιοδεία «για να βρει νιες και βλαχοπούλες» (μεγάλη ζωή) και σε φλογέρες που παίζονται «ως τα ξημερώματα».
Και ρωτάμε: Ποιος έλεγξε ποτέ αν αυτός ο τσοπανάκος έπαιρνε συνδεδεμένες ενισχύσεις; Αν τα πρόβατα ήταν δηλωμένα στο μητρώο εκμεταλλεύσεων; Αν ο βοσκότοπος ήταν επιλέξιμος ή αν επρόκειτο απλά για μισό στρέμμα πλαγιάς με δύο πέτρες και μία κατσίκα αντί για 500 προβατάκια;
Από τον Τσοπανάκο στον ΟΠΕΚΕΠΕ: μια ευθεία γραμμή
Η κρατική ραδιοφωνία δεν διάλεξε το «Τσοπανάκος» τυχαία. Διάλεξε τη φωνή του μέλλοντος. Την αρχή ενός κρατικού μηχανισμού που μοίραζε λεφτά σε ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι έχουν ζώα και δέντρα, αλλά κανείς δεν μπορεί να τους διαψεύσει γιατί τα στοιχεία χάθηκαν όταν αναβαθμίστηκε το λογισμικό και οι φάκελοι πήγαν για ανακύκλωση.
Καμιά σημασία δεν έχει ότι στην πραγματικότητα ο ΟΠΕΚΕΠΕ, ως οργανισμός, μπορεί να ιδρύθηκε το 1998 άρχισε να λειτουργεί το 2001. Το πνεύμα του –ο αιώνιος ελληνικός συνδυασμός τσοπανίστικης ευρηματικότητας και διοικητικής αυθαιρεσίας– γεννήθηκε το 1938 με το πρώτο κουδούνισμα στον κρατικό αέρα.
Να μην αποκλειστεί καμία εξέλιξη. Ούτε οι στρούγκες.
Αν η Εξεταστική θέλει να πάει βαθιά, να πάει πραγματικά βαθιά. Στις ρίζες των ενισχύσεων, της επιλεξιμότητας και της ψευδούς δήλωσης. Στον τσοπάνη με τα 500 πρόβατα, που οι απόγονοί του –ίσως και με τη βοήθεια των Κανονισμών της ΚΑΠ– απέκτησε επιδότηση, πρόγραμμα Leader και αγροτικό 4×4.
Γιατί δεν μπορεί να διερευνούμε μόνο τα μεταμνημονιακά ζιζάνια και να αφήνουμε τους προ-προ-παππούδες μας να ξεφεύγουν. Άλλωστε μαζί δεν τα φάγαμε;
Γιατί το 1938;
Το 1998 είναι πολιτική επιλογή «μπαζώματος» του σκανδάλου. Αντίθετα, το 1938 είναι πολιτιστική κληρονομιά.
Γιατί τότε ξεκίνησαν όλα: η φλογέρα, τα καμιά πεντακοσαριά προβατάκια, η έμμεση επιδότηση της στάνης (με τα πνευματικά δικαιώματα επί 90 χρόνια για το τραγούδι;) . Και κυρίως: γιατί το σύνθημα «κάθαρση και διαφάνεια» χωρίς τον Τσοπανάκο ως μάρτυρα στην Εξεταστική που προτείνει η ΝΔ είναι κενό νοήματος.
#ΕξεταστικήΑπόΤοΤριάνταΟχτώ
#ΝαΑκουστούνΌλεςΟιΚουδουνες
Και για τα πρακτικά της Εξεταστικής:
Οι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού “Τσοπανάκος” περιγράφουν τη ζωή του βοσκού με απλούς και χαρακτηριστικούς τόνους. Ένα από τα πιο γνωστά αποσπάσματα του τραγουδιού είναι το εξής:
Τσοπανά… μωρέ παιδιά τσοπανάκος ήμουνα,
άιντε τσοπανάκος ήμουνα προβατάκια φύλαγα.
Κι αν δε φύλαγα πολλά καμιά πεντακοσαριά,
κι αν δε φύλαγα πολλά καμιά πεντακοσαριά.
Άιντε ζούμπες ζούμπες ζούμπες ζούμπες
στα τσαρούχια μ’ είχα φούντες,
άιντε κι όλο γύρναγα στις στρούγκες
να βρω νιες και βλαχοπούλες.
Τη φλογέρα λάλαγα,
πάνω στα ψηλώματα ως τα ξημερώματα,