Ογδόντα χρόνια φέτος από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ας θυμηθούμε μέσα από ένα ποίημα και τη μοίρα των Γερμανών προσφύγων από τις ανατολικές περιοχές.
Θυμόμαστε σήμερα τη βύθιση του κρουαζιερόπλοιου Βίλχελμ Γκούστλοφ από σοβιετικό υποβρύχιο στη Βαλτική τον Ιανουάριο του 1945, λίγους μόνο μήνες πριν από τη λήξη του πολέμου. Το Βίλχελμ Γκούστλοφ βυθίστηκε αύτανδρο, μετέφερε σύμφωνα με εκτιμήσεις μέχρι και 10.000 Γερμανούς πρόσφυγες και στρατιώτες από τις ανατολικές περιοχές. Στις ανατολικές περιοχές, συγκεκριμένα στα περίχωρα του Γκντανσκ, Ντάντσιχ στα γερμανικά, είχε γεννηθεί και ο μετέπειτα νομπελίστας λογοτεχνίας Γκύντερ Γκρας που είχε αφιερώσει μάλιστα στο πολύνεκρο αυτό ναυάγιο τη μεταφρασμένη και στα ελληνικά νουβέλα του «Σαν τον κάβουρα» το 2002.
Αλλά και άλλες φορές ο συγγραφέας αφηγήθηκε τη μοίρα των Γερμανών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον-άρον τις εστίες τους στο τέλος του πολέμου. Για παράδειγμα στο εκτενές ποίημα «Πύργος από άμμο» που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1967. Στη βασανιστική ερώτηση των αρχών «Γεννηθείς πότε και πού;» ο πρόσφυγας δεν ήθελε καν να δώσει τα ακριβή στοιχεία του, για την ακρίβεια η σύνδεση με τον τόπο όπου γεννήθηκε ήταν πρωτίστως οι πύργοι που έφτιαχνε παιδί με την άμμο της Βαλτικής και ο ήχος της θάλασσας. Ένα απόσπασμα:
Ρωτά κανείς ακόμα πού; Η προφορά μου
είναι βαλτική, μαργιόλικη, όλο θαλπωρή.
Πώς κάνει η Βαλτική; – μπλουμπ, πφφφ, πσσσ…
Γερμανιστί, πολωνιστί: μπλουμπ, πφφφ, πσσσ…
Κι όμως στο Αννόβερο, στην εκτάκτως βλοσυρή,
την παραφουσκωμένη με συρμούς και έξτρα πούλμαν
εθνική συνέλευση των εξ Ανατολών προσφύγων,
σαν ρώτησα τους υψηλούς επιτελείς,
είχαν ξεχάσει πώς κάνει η Βαλτική,
κι αρχίσανε το σφύριγμα του Ατλαντικού·
το βιολί μου εγώ: μπλουμπ, πφφφ, πσσσ…
Κι αναφωνήσαν όλοι: Ξεκάντε τον αυτόν!
Αποκήρυξε τ’ ανθρώπινα και τα συντάξιμα
δικαιώματα, απαρνήθηκε αποζημιώσεις
και γενέτειρα, ακούστε προφορά: δεν πρόκειται
περί της Βαλτικής, εσχάτη προδοσία!
Κάντε τον να μιλήσει, βάλτε τον στη μέγκενη,
φέρτε τροχούς και βούρδουλες και δάδες, τυφλώστε τον,
βάλτε στη μνήμη του βίδες να τεζάρει.
Θέλουμε να μάθουμε το πότε και το πού.
Θησαυροί, μνήμες, σειρήνες
Η γραφειοκρατική προσέγγιση της προσφυγιάς είναι απεχθής στον ποιητή. Στη δική του ψυχή προεξάρχουν άλλες εικόνες και άλλα ξέφτια αναμνήσεων:
Διαφημιση
Γεννηθείς πότε; Πού; Και το γιατί;
Τα κουβαλούσα όλα αυτά μαζί μου εδώ κι εκεί,
τα πόντισα στον Ρήνο, στο Χιλντεσχάιμ τα έθαψα·
Τα βρήκαν όμως δύτες, τα ξέθαψαν με καλαθούνες,
ξεβράσματα από φουρτούνες, τα έφεραν στο φως.
Βελανίδια, κεχριμπάρι, σκόνη λεμονάδας,
ετούτος ο σουγιάς κι εκείνη η χαλκομανία,
κομματιού κομμάτι, χωρητικότητες σκαφών,
λεπτοδείκτες, κέρματα, κουμπιά,
ένα σακούλι ανέμου για κάθε μια γωνιά.
Μου έμαθαν κόλπα οι αδέσποτοί μου θησαυροί:
μυρουδιές, τσαλαπατημένα κατώφλια,
παραγραμμένα χρέη, μπαταρίες,
που νιώθουν καλά μόνο μέσα σε φακούς τσέπης,
και ονόματα, που είναι πια μονάχα ονόματα.
Και βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι ο Γκρας είχε γεννηθεί το 1927, οι μνήμες του πολέμου συμφύρονται με το περιβάλλον των παιδικών εκείνων χρόνων:
Βάφτιση, το μύρο, εμβόλια, το σχολείο.
Το παιχνίδι μου με θραύσματα βομβών.
Το Πνεύμα το Άγιο και του Χίτλερ το πορτραίτο.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο μεγάλωσα.
Στ’ αυτιά μου φώλιασαν για πάντα σειρήνες πλοίων,
μασημένα λόγια, κραυγές κόντρα στον αέρα,
λίγες μακάριες καμπάνες, το πυρ στις κάννες
και λίγη Βαλτική: μπλουμπ, πφφφ, πσσσ…
Αναδημοσίευση από την DW